«Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με; πολλοὶ ἐπανίστανται ἐπ’ ἐμέ»·
(Ψαλμ. γ΄, 2)
Γιατί, Κύριε;
Αὐτή εἶναι ἡ πολυσυνηθισμένη φράσις πού λέγεται ἀπό κάθε ἄνθρωπο, κάθε φορά πού περνάει δύσκολες ὧρες στήν ζωή του. Ὅταν μάλιστα ἡ μία θλῖψις διαδέχεται τήν ἄλλη, ὅταν τήν μιά στενοχώρια ἀκολουθῆ ἡ ἄλλη, ὅταν τό ἕνα βάσανο συνοδεύεται ἀπό ἕνα ἄλλο, τότε εἶναι, θά λέγαμε, φυσικό ὁ ἄνθρωπος νά ἐρωτᾶ τόν Θεό. «Γιατί, Κύριε, τόσος πόνος καί τόση θλῖψις στήν ζωή μου; Γιατί ἐπιτρέπεις τόσο σκληρά νά ὑποφέρω;». Εἶναι πολύ ἀνθρώπινο, ἐκεῖνος πού δέχεται ἀλλεπάλληλα χτυπήματα στήν ζωή του νά ἀπευθύνεται στόν Θεό, ζητώντας νά τοῦ δοθῆ κάποια ἀπάντησις στήν ἀπορία του ἤ στό παράπονό του. Σ’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν κατάστασι εὑρισκόμενος ὁ Δαυΐδ, ἔπειτα ἀπό τά σκληρά χτυπήματα πού δέχεται, προβάλλει τό ἐνδόμυχο παράπονό του στόν Θεό: Γιατί, Θεέ μου, νά ὑποφέρω τόσο πολύ; Γιατί τόσοι ἄνθρωποι μέ θλίβουν καί μέ στενοχωροῦν; Γιατί τό σπλάγχνο μου, τό παιδί μου, ἔγινε ὁ ἄσπονδος ἐχθρός μου; Γιατί τόσοι ἄνθρωποι μέ περικυκλώνουν ἀπειλητικά, μέ ἀκονισμένα τά σπαθιά τους;