Ἕνας βασιλιάς θέλησε νά μάθη ποιός εἶναι εὐτυχισμένος μέσα στό βασίλειό του. Κάλεσε ἕναν ἀπό τούς σοφούς καί τοῦ εἶπε:
– Θά ἔχης ἀμοιβή πολύ καλή, ἄν ψάξης καί βρῆς κάποιον πού νά εἶναι εὐτυχισμένος. Καί νά μοῦ φέρης τό πουκάμισο αὐτοῦ τοῦ εὐτυχισμένου ἀνθρώπου.
Ὅπως ἦταν φυσικό, ὁ σοφός μετά ἀπό κάποιον συλλογισμό, ξεκίνησε νά πάη νά συναντήση ποιόν νομίζετε; Ἐσεῖς ποιόν θεωρεῖτε εὐτυχισμένο; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θεωροῦμε εὐτυχισμένο αὐτόν πού ἔχει ἄφθονα χρήματα. Πῆγε, λοιπόν, στόν πλουσιώτερο τῆς ἐποχῆς του καί τοῦ λέει:
– Ὁ μεγαλειότατος ἐνδιαφέρεται νά μάθη ποιός ὑπήκοος στό βασίλειό του εἶναι εὐτυχισμένος. Καί μοῦ ἀνέθεσε νά τόν ἀναζητήσω καί νά τόν βρῶ. Μήπως εἶσαι ἐσύ ὁ εὐτυχισμένος;