Κάνε μιά εὐχή!!!


Τό Νέο Ἔτος



Εἶναι παλιό τό ἔθιμο: τήν παραμονή τοῦ Νέου Ἔτους, ὅταν τό ρολόι κτυπήσει μεσάνυχτα, σκεφτόμαστε τίς ἐπιθυμίες μας γιά τό νέο ἔτος καί προσπαθοῦμε νά εἰσέλθουμε στό ἄγνωστο μέλλον μ’ ἕνα ὄνειρο, προσδοκώντας ταυτόχρονα τήν ἐκπλήρωση κάποιας ἀγαπητῆς μας ἐπιθυμίας. Σήμερα, γιά ἄλλη μιά φορά βρισκόμαστε μπροστά σ’ ἕνα νέο έτος. Τί ἐπιθυμοῦμε γιά τούς ἴδιους, γιά τούς ἄλλους, γιά τόν καθένα; Ποιό εἶναι τό τέλος ὅλων μας τῶν ἐλπίδων; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μονίμως ἡ ἴδια αἰώνια λέξη: εὐτυχία. Εὐτυχές τό Νέο Ἔτος! Εὐτυχία γιά τό Νέο Ἔτος! Ἡ ἰδιαίτερη εὐτυχία πού ἐπιθυμοῦμε εἶναι φυσικά διαφορετική καί προσωπική γιά τόν καθένα μας, ἀλλά ὅλοι μας μετέχουμε στήν κοινή πίστη πώς αὐτό τό ἔτος ἡ εὐτυχία θά μᾶς πλησιάσει, πώς μποροῦμε νά ἐλπίσουμε σ’ αὐτή μέ προσδοκία.
Πότε ὅμως εἶναι κάποιος ἀληθινά εὐτυχισμένος; Μετά ἀπό αἰῶνες ἐμπειρίας καί γνώσης σχετικά μέ τόν ἄνθρωπο, δέν μποροῦμε πλέον νά ἐξισώσουμε τήν εὐτυχία μέ ὁποιοδήποτε ἐξωτερικό γνώρισμα, π.χ. χρήματα, ὑγεία, ἐπιτυχία κ.λπ. Γνωρίζουμε πώς τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά δέν ἀνταποκρίνεται πλήρως σ’ αὐτή τή μυστηριώδη καί πάντοτε φευγαλέα ἔννοια τῆς εὐτυχίας. Εἶναι σαφές πώς ἡ φυσική ἄνεση φέρνει εὐτυχία, ἀλλά ὄχι τήν τέλεια. Τά χρήματα φέρνουν εὐτυχία, ἀλλά καί φόβο. Εἶναι ἐκπληκτικό πώς ὅσο περισσότερο ἐξωτερική εὐτυχία διαθέτουμε, τόσο περισσότερο εὔθραυστη γίνεται καί πιό ἀτίθασος ὁ φόβος πώς θά τή χάσουμε καί θά μείνουμε μέ ἄδεια χέρια. Πιθανῶς αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού εὐχόμαστε ὁ ἕνας στόν ἄλλο "μιά νέα εὐτυχία" γιά τό Νέο Ἔτος. Ἡ "παλιά" εὐτυχία ποτέ δέν πραγματοποιήθηκε, κάτι πάντοτε ἔλειπε. Τώρα ὅμως ἀτενίζουμε ξανά μπροστά μας μέ μιά εὐχή, ἕνα ὄνειρο, μιά ἐλπίδα...
Χριστέ καί Παναγιά! Τό εὐαγγέλιο πρίν ἀπό πάρα πολύ καιρό εἶχε καταγράψει τήν ἱστορία ἑνός ἀνθρώπου πού πλούτισε, ἔκτισε καινούργιες ἀποθῆκες γιά νά ἀποθηκεύσει τά ἀγαθά του, καί ἀποφάσισε πώς πλέον εἶχε ὅλα τά ἀναγκαῖα πού ἐγγυῶντο τήν εὐτυχία του! Εἶχε ἄνεση καί μέσα. Ἐκείνη ὅμως τή νύχτα ἄκουσε: "ἄφρων, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;" (Λουκ. 12,20).Ἡ σταδιακή συνειδητοποίηση ὅτι τίποτε δέν μπορεῖ νά κρατηθεῖ, πώς μπροστά μας βρίσκεται ὁ ἀναπόφευκτος θάνατος καί ἡ φθορά, εἶναι τό δηλητήριο πού δηλητηριάζει τή μικρή καί περιορισμένη εὐτυχία πού διαθέτουμε. Αὐτός εἶναι σίγουρα καί ὁ λόγος γιά τή συνήθεια πού ἔχουμε νά κάνουμε τέτοιο σαματά καί θόρυβο, φωνάζοντας καί γελώντας, καθώς τό ρολόι κτυπάει δώδεκα τήν παραμονή τοῦ Νέου Ἔτους. Φοβούμαστε νά μείνουμε μόνοι καί σιωπηλοί, καθώς τό ρολόι κτυπάει σάν τήν ἀνελέητη φωνή τῆς μοίρας: πρῶτο κτύπημα, δεύτερο, τρίτο καί συνεχίζει, τόσο ἀδυσώπητα, ὁμοιόμορφα, τόσο τρομακτικά μέχρι τέλους. Τίποτε δέν μπορεῖ νά τό ἀλλάξει, τίποτε νά τό σταματήσει.
Ἔτσι ἔχουμε δύο πολύ βαθεῖς καί ἀκατάλυτους ἄξονες τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης: φόβος καί εὐτυχία, ἐφιάλτης καί ὄνειρο. Ἡ καινούργια εὐτυχία πού ὀνειρευόμαστε τήν παραμονή τοῦ Νέου Ἔτους θά μπορέσει τελικά νά ἠρεμήσει, νά σκορπίσει καί νά κατανικήσει τό φόβο; Ὀνειρευόμαστε μιά εὐτυχία στήν ὁποία νά μήν παραμονεύει ὁ φόβος βαθιά μέσα της, ἕνας φόβος ἀπό τόν ὁποῖο προσπαθοῦμε πάντοτε νά προφυλαχθοῦμε, πίνοντας, ἤ μέ τό νά εἴμαστε συνεχῶς ἀπασχολημένοι, περιβαλλόμενοι ἀπό θόρυβο. Ἡ σιγή ὅμως αὐτοῦ τοῦ φόβου εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό κάθε ἄλλο θόρυβο. "Ἄφρων"! Μάλιστα, τό ἀθάνατο ὄνειρο τῆς εὐτυχίας εἶναι ἐκ φύσεως ἀνόητο σ’ ἕνα κόσμο μολυσμένο ἀπό τό φόβο καί τό θάνατο. Ἀκόμη καί στίς ἀνώτερες στιγμές τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, οἱ ἄνθρωποι τό γνωρίζουν καλά. Μποροῦμε νά νιώσουμε τή θλίψη καί τή θλιβερή ἀλήθεια πίσω ἀπό τά λόγια τοῦ μεγάλου ποιητῆ Ἀλέξανδρου Πούσκιν, πού τόσο πολύ ἀγαποῦσε τή ζωή, ὅταν ἔγραφε: "Δέν ὑπάρχει εὐτυχία στόν κόσμο". Ὄντως, μιά βαθιά θλίψη διαπερνᾶ κάθε γνήσια τέχνη. Μόνο χαμηλά, στόν πάτο τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ τά πλήθη ξετρελαίνονται μέ τό θόρυβο καί τίς φωνές, ὡς ἐάν ὁ θόρυβος καί τά θορυβώδη πάρτυ θά μποροῦσαν νά φέρουν τήν εὐτυχία.
"Ἐν αὐτῷ ζωή ἦν, καί ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων, καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν" (Ἰωάν. 1,4-5). Αὐτό πού ὑπονοεῖ αὐτή ἡ φράση εἶναι πώς τό φῶς δέν μπορεῖ νά καταποθεῖ ἀπό τόν φόβο καί τό ἄγχος, δέν μπορεῖ νά σκορπισθεῖ ἀπό τή λύπη καί τήν ἀπελπισία. Νά μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι, σ’ αὐτή τή μάταιη δίψα γιά στιγμιαία εὐτυχία, νά ἔβρισκαν μέσα τους τή δύναμη νά σταματήσουν, νά σκεφτοῦν, νά ἀτενίσουν τά βάθη τῆς ζωῆς! Νά μποροῦσαν νά ἀκούσουν τά λόγια, τή φωνή πού τούς καλεῖ αἰώνια μέσα σ’ αὐτά τά βάθη. Ἄς γνώριζαν μόνο τί εἶναι ἀληθινή εὐτυχία. "Τήν χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν" (Ἰωάν. 16,22). Δέν εἶναι αὐτό πού ὀνειρευόμαστε ὅταν τό ρολόι κτυπήσει μεσάνυκτα; Τή χαρά πού κανείς δέν μπορεῖ νά ἀφαιρέσει. Πόσο σπάνια ὅμως φτάνουμε τέ τέτοα βάθη! Πόσο τά φοβόμαστε γιά κάποιο λόγο καί τά παραμερίζουμε: "Ὄχι σήμερα, ἀλλά αὐριο, ἤ μεθαύριο, θά στρέψω τήν προσοχή στά οὐσιώδη καί αἰώνια· μόνο, ὄχι σήμερα. Ὑπάρχει καιρός".
Ὁ καιρός ὅμως στήν πραγματικότητα εἶναι τόσο λίγος. Μόνο στιγμές περνοῦν πρίν τό βέλος τοῦ χρόνου σφυρίξει πετώντας πρός τό μοιραῖο στόχο. Γιατί καθυστεροῦμε; Ἐπειδή ἀκριβῶς ἐδῶ, ἀνάμεσά μας, δίπλα μας, στέκεται Κάποιος: "ἰδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω" (Ἀποκ. 3,20). Ἄν μόνο παραμερίζαμε τό φόβο μας καί Τόν κοιτάζαμε, θά βλέπαμε ἕνα τέτοιο φῶς, μιά τέτοια χαρά, καί μιά τέτοια περίσσεια ζωῆς, πού σίγουρα θά καταλαβαίναμε τό νόημα αὐτῆς τῆς φευγαλέας καί μυστηριώδους λέξης "εὐτυχία".

Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο «ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ ΕΤΗΣΙΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ», τοῦ Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Ἐκδόσεις Ἀκρίτας.

Ο χρόνος


Χωρίς Αγάπη



Η ΔΥΝΑΜΗ χωρίς την αγάπη σε κάνει ΕΠΙΘΕΤΙΚΟ!
Η ΤΑΞΗ χωρίς την αγάπη σε κάνει ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟ!
Η ΓΝΩΣΗ χωρίς την αγάπη σε κάνει ΤΥΡΡΑΝΙΚΟ!
Η ΕΞΥΠΝΑΔΑ χωρίς την αγάπη σε κάνει… ΠΟΝΗΡΟ.
Η ΕΥΘΥΝΗ χωρίς την αγάπη σε κάνει ΑΔΙΣΤΑΚΤΟ!
Η ΕΥΓΕΝΕΙΑ χωρίς την αγάπη σε κάνει… ΥΠΟΚΡΙΤΗ.
Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ χωρίς την αγάπη σε κάνει… ΣΚΛΗΡΟ.
Το ΚΑΘΗΚΟΝ χωρίς την αγάπη σε κάνει ΚΑΚΟΚΕΦΟ!
Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ χωρίς την αγάπη σε κάνει ΤΣΙΓΚΟΥΝΗ!
Αλίμονο σε εκείνους που τσιγκουνεύονται την ΑΓΑΠΗ!
ΤΙΠΟΤΑ χωρίς αγάπη!
ΟΛΑ με αγάπη!

ΑΓΑΠΩ σημαίνει ΖΩ!
ΑΓΑΠΙΕΜΑΙ σημαίνει ΑΞΙΖΩ!
ΑΓΑΠΩ και ΑΓΑΠΙΕΜΑΙ σημαίνει…
ΑΞΙΖΕΙ να ΖΩ.




Επιμέλεια: Κατηχητικό Σχολείο Αριδαίας.

Τό θεῖο Βρέφος



"Δι’ ἡμᾶς γάρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός". Ἕνας ἀπό τούς κυριότερους ὕμνους τῶν Χριστουγέννων καταλήγει σ’ αὐτά τά λόγια, ταυτίζοντας τό βρέφος πού γεννήθηκε στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ μέ τόν "πρό αἰώνων Θεό". Ὁ ὕμνος αὐτός συνετέθη τόν ἕκτο αἰώνα ἀπό τόν περίφημο Βυζαντινό ὑμνογράφο Ρωμανό τό Μελωδό:
Ἡ Παρθένος σήμερον, τόν ὑπερούσιον τίκτει καί ἡ γῆ τό σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει· ἄγγελοι μετά ποιμένων δοξολογοῦσι· μάγοι δέ μετά ἀστέρος ὁδοιποροῦσι· δι’ ἡμᾶς γάρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός.
(Κοντάκιον Χριστουγέννων)

Τό παιδί ὡς Θεός, ὁ Θεός ὡς παιδί... Γιατί δημιουργεῖται αὐτή ἡ ζωηρή συγκίνηση τήν περίοδο τῶν Χριστουγέννων ὅταν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καί αὐτοί με χλιαρή πίστη ἤ ἀκόμη καί οἱ ἄθεοι, παρατηροῦν αὐτό τό μοναδικό, ἀσύγκριτο θέαμα τῆς νεαρῆς μητέρας νά κρατᾶ τό παιδί στήν ἀγκαλιά της, καί γύρω τους οἱ "Μάγοι οἱ ἀπό Ἀνατολῶν", οἱ ποιμένες, δροσεροί ἀπό τή νυχτερινή τους σκοπιά στούς ἀγρούς, τά ζῶα, ὁ ἀνοιχτός οὐρανός, ὁ ἀστέρας; Γιατί εἴμαστε τόσο βέβαιοι, ἀλλά καί συνεχῶς ἀνακαλύπτουμε, πώς σ’ αὐτόν τό θλιβερό πλανήτη μας δέν ὑπάρχει τίποτε ὀμορφότερο καί πιό χαρμόσυνο ἀπ’ αὐτό τό θέαμα, που τό πέρασμα τῶν αἰώνων ἀποδείχθηκε ἀνίκανο να ξερριζώσει ἀπό τή μνήμη μας; Ἐπιστρέφουμε σ’ αὐτό τό θέαμα ὁποτεδήποτε δέν ἔχουμε ἄλλο καταφύγιο, ὁποτεδήποτε ἔχουμε βάσανα στή ζωή, καί ἀναζητοῦμε αὐτό πού θά μᾶς ἐλευθερώσει.
Ὅμως στήν εὐαγγελική διήγηση γιά τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ μητέρα καί τό παιδί δέ λένε οὔτε μία λέξη, ὡσάν οἱ λέξεις νά εἶναι περιττές, ἐπειδή καμιά λέξη δέν μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει, νά ὁρίσει ἤ νά ἐκφράσει τό νόημα ὅσων ἔλαβαν μέρος καί ἐκπληρώθηκαν ἐκείνη τή νύχτα. Καί παρ’ ὅλα αὐτά χρησιμοποιοῦμε λέξεις ἐδῶ, ὄχι γιά νά ἐξηγήσουμε ἤ νά ἑρμηνεύσουμε, ἀλλά ἐπειδή, ὅπως ἡ Γραφή λέει, "ἐκ γάρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδιάς τό στόμα λαλεῖ" (Ματθ. 12, 34). Εἶναι ἀδύνατο κάποιος, πού ξεχειλίζει ἡ καρδιά του, νά μή μοιραστεῖ μέ ἄλλους τά βιώματά του.
Οἱ λέξεις "παιδίον" καί "Θεός" εἶναι οἱ πλέον ἀποκαλυπτηκές γιά τό μυστήριο τῶν Χριστουγέννων. Κατά κάποιο τρόπο, εἶναι ἕνα μυστήριο πού ἀπευθύνεται στό παιδί πού συνεχίζει νά ζεῖ μυστικά μέσα σέ κάθε ἐνήλικα, στό παιδί που συνεχίζει νά ἀκούει ὅ,τι ὁ ἐνήλικας ἔχει πάψει νά ἀκούει, καί πού ἀνταποκρίνεται μέ μιά χαρά, πού ὁ ἐνήλικας, μέσα στόν γήινο, ὑπερώριμο, κουρασμένο καί κυνικό κόσμο πού ζεῖ, ἀδυνατεῖ νά νιώσει. Μάλιστα, τά Χριστούγεννα εἶναι μιά γιορτή γιά τά παιδιά, ὄχι μόνο ἐξαιτίας τοῦ Χριστουγεννιάτικου δένδρου πού διακοσμοῦμε καί φωτίζουμε, ἀλλά μ’ ἕναν πολύ βαθύτερο τρόπο, καί μόνο τά παιδιά δέν ξαφνιάζονται γιά τό ὅτι, ὅταν ὁ Θεός κατέρχεται στή γή, ἔρχεται ὡς παιδί.
Αὐτή ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὡς παιδιοῦ συνεχίζει νά λάμπει μέσα ἀπό τίς εἰκόνες καί τά ἀναρίθμητα ἔργα τέχνης, φανερώνοντας πώς ὅ,τι εἶναι οὐσιαστικότερο καί πλέον χαρμόσυνο στό Χριστιανισμό βρίσκεται ἀκριβῶς ἐδῶ, σ’ αὐτήν τήν αἰώνια παιδικότητα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐνήλικες, ἀκόμη καί αὐτοί πού "συμπαθοῦν περισσότερο τά θρησκευτικά θέματα", περιμένουν καί προσδοκοῦν ἀπό τή θρησκεία νά δώσει ἐξηγήσεις καί ἀναλύσεις· τή θέλουν ἔξυπνη καί σοβαρή. Οἱ ἀντίπαλοί της εἶναι ἐξίσου σοβαροί, καί, τελικά, τόσο βαρετοί, καθώς ἀντιμετωπίζουν τή θρησκεία μ’ ἕνα χαλάζι ἀπό "ὀρθολογικές" σφαῖρες. Στήν κοινωνία μας δέν ὑπάρχει καμιά φράση πού νά μεραφέρει καλύτερα τήν περιφρόνησή μας ἀπό τό νά χαρακτηρίσουμε κάτι λέγοντας πώς "εἶναι παιδιάστικο". Μ’ ἄλλα λόγια, δέν εἶναι γιά τούς ἐνήλικες, τούς ἔξυπνους καί σοβαρούς. Ἔτσι τά παιδιά μεγαλώνουν καί γίνονται ἐξίσου σοβαρά καί βαρετά. Ὁ Χριστός ὅμως εἶπε, "γένησθε ὡς τά παιδία" (Ματθ. 18, 3). Τί σημαίνει αὐτό; Τί λείπει ἀπό τούς ἐνήλικες, ἤ καλύτερα, τί ἔχει στραγγαλισθεῖ, καταπνιγεῖ, ἐκμηδενισθεῖ ἀπό ἕνα παχύ στρῶμα ἐνηλικιότητας; Δέν εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα αὐτή ἡ ἱκανότητα, ἡ τόσο χαρακτηριστική τῶν παιδιῶν, νά θαυμάζουν, νά ἀγαλλιοῦν καί τό πιό σπουδαῖο νά εἶναι γνήσια στή χαρά καί στή λύπη; Ἡ ἐνηλικίωση στραγγαλίζει ἐπίσης τήν ἱκανότητα νά ἐμπιστεύεσαι, νά αὐτοεγκαταλείπεσαι, νά ἀφήνεσαι τελείως στήν ἀγάπη καί νά πιστεύεις μέ ὅλη σου τήν ὕπαρξη. Τελικά τά παιδιά παίρνουν στά σοβαρά ὅ,τι οἱ ενήλικες δέν μποροῦν πλέον νά ἀποδεχθοῦν: τά ὄνειρα, αὐτά πού διασποῦν τήν καθημερινή μας ἐμπειρία καί τήν κυνική μας καχυποψία, αὐτό τό βαθύ μυστήριο τοῦ κόσμου καί κάθετι πού ἀποκαλύπτεται στούς ἁγίους, στά παιδιά καί στούς ποιητές.
Ἔτσι μόνο ὅταν εἰσχωρήσουμε στό παιδί πού ζεῖ κρυμμένο μέσα μας, μποροῦμε νά κάνουμε δικό μας τό χαρμόσυνο μυστήριο τοῦ Θεοῦ πού ἔρχεται πρός ἐμᾶς "ὡς παιδίον". Τό παιδί δέ διαθέτει οὔτε κύρος οὔτε ἐξουσία· ὅμως ἡ ἀπουσία ἀκριβῶς κύρους τό ἀναδεικνύει σέ βασιλιά· πηγή τῆς βαθιᾶς του δύναμης εἶναι ἡ ἀνικανότητα νά ὑπερασπιστεῖ τόν ἑαυτό του καί ἡ τρωτότητά του. Τό παιδί σ’ αὐτή τή μακρινή σπηλιά τῆς Βηθλεέμ δέν ἔχει ἐπιθυμία ὥστε νά τό φοβόμαστε· εἰσέρχεται στίς καρδιές μας χωρίς νά μᾶς ἐκφοβίζει, χωρίς νά ἐπιδεικνύει τό κύρος καί τή δύναμή του, ἀλλά μόνο μέ τήν ἀγάπη. Μᾶς δίνεται ὡς παιδί, καί μόνο ὡς παιδιά μποροῦμε μέ τή σειρά μας νά τό ἀγαπήσουμε καί νά δοθοῦμε σ’ αὐτό. Ὁ κόσμος κυβερνᾶται ἀπό τή δύναμη καί τήν ἐξουσία, ἀπό τό φόβο καί τήν κυριαρχία. Τό "παιδίον Θεός" μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπ’ ὅλα αὐτά. Τό μόνο πού ἐπιθυμεῖ ἀπό ἐμᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, πού προσφέρεται μέ ἐλευθερία καί χαρά· τό μόνο πού ἐπιθυμεῖ ἀπό μᾶς εἶναι νά τοῦ δώσουμε τήν καρδιά μας. Καί τή δίνουμε σ’ ἕνα ἀνυπεράσπιστο παιδί, πού ἐμπνέει ὅμως τεράστια ἐμπιστοσύνη.
Μέ τή γιορτή τῶν Χριστουγέννων ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκαλύπτει ἕνα μυστήριο χαρᾶς: τό μυστήριο μιᾶς ἐλεύθερα προσφερόμενης ἀγάπης πού δέν ἐπιβάλλεται σέ κανένα. Μιᾶς ἀγάπης ἱκανῆς νά δεῖ, νά ἀναγνωρίσει καί νά ἀγαπήσει τό Θεό στό πρόσωπο τοῦ θείου Παιδιοῦ, καί νά γίνει ἔτσι δῶρο μιᾶς νέας ζωῆς. 

Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο «ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ ΕΤΗΣΙΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ», τοῦ Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Ἐκδόσεις Ἀκρίτας.

Ἡ στολή τῆς Θεότητος




                                            Nίκου Νικολαΐδη
                                              Καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς
                                              Σχολῆς τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν


Θέλω ν’ ἀνοίξω τό στόμα μου, ὦ ἀδελφοί, καί νά ὁμιλήσω περί τῆς ὑψηλῆς ὑποθέσεως τῆς ταπεινοφροσύνης· ἀλλά φοβοῦμαι, ὡς φοβεῖται ἐκεῖνος, ὅστις μέλλει νά ὁμιλήσῃ περί Θεοῦ δι’ ἀνθρωπίνων συλλογισμῶν· καθότι ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι στολή τῆς θεότητος· ἐπειδή ὁ υἱος καί λόγος τοῦ Θεοῦ καί πατρός ἐνανθρωπήσας ἐπί τῆς γῆς, αὐτήν ἐνεδύθη, καί συνανεστράφη μεθ’ ἡμῶν· καί πᾶς ὅστις κατέβη ἐκ τοῦ ἰδίου ὕψους, καί ἐσκέπασε τήν ἰδίαν αὐτοῦ δόξαν καί μεγαλωσύνην διά τῆς ταπεινοφροσύνης, ἵνα μή ἡ κτίσις καταφλεχθῇ, βλέπουσα τήν φύσιν τῆς αὐτοῦ θεότητος· 
Ἁγ. Ἰσαάκ τοῦ Σύρου


Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ καί πιστεύει ὅτι μόνο οἱ ἱεροί συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι θεόπνευστοι. Γράφουν μέ τό φωτισμό καί τήν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε, διαμέσου τους, νά ἔχομε τήν ἀποκάλυψη τῶν θείων ἀληθειῶν καί νά ἀποφεύγονται, λόγῳ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τά ὁποιαδήποτε λάθη. Καί εἶναι γι᾿ αὐτό τό λόγο, γιά τόν ὁποῖο, ἐνῶ τά ἱερά κείμενα συντάχθηκαν σέ διαφορετικούς χρόνους, ἀπό πολλούς, μέ ἤ χωρίς μορφωτικές προϋποθέσεις, ἐντούτοις πουθενά στήν Ἁγία Γραφή δέν παρατηροῦνται ἀντιφάσεις. Ἡ θεοπνευστία αὐτή, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν Ἁγία Γραφή, εἶναι μοναδική καί ἀνεπανάληπτη, ἀλλά καί τερματική, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι δέν ἔχομε συνεχή ροή θείας ἀποκάλυψης, μέσα στήν Ἐκκλησία, κάτι, τό ὁποῖο, δυστυχῶς, πιστεύεται καί ἐφαρμόζεται στό Ρωμαιοκαθολικισμό, προκειμένου νά στηρίζονται τά ἀστήρικτα καί νά δικαιολογοῦνται τά ἀδικαιολόγητα, ὅπως τά περί πρωτείου καί ἀλαθήτου τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης κ.ἄ.
Ὅμως, στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας παρατηρεῖται τό φαινόμενο τῆς θεοπνευστίας, ὄχι ὑπό τήν εἰδική ἔννοια, ὅπως τήν προδιαγράψαμε πιό πάνω, ἀλλά ὑπό τήν εὐρύτερη τοῦ ὅρου ἀντίληψη. Λέγοντας, ὅμως, «Πατέρες», ἡ Ἐκκλησία ἐννοεῖ εἰδική ὁμάδα ἐκκλησιαστικῶν προσώπων, οἱ ὁποῖοι, διακρίθηκαν ἐν ἔργῳ καί λόγῳ καί βιοτῇ. Ὑπῆρξαν δηλαδή μεστοί τῆς ἐμπειρίας καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπέβησαν ὀρθοί διερμηνεῖς τῆς «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀνέκαθεν ἀχράντως πεφυλαγμένης–παραδεδομένης θείας ἀποκαλύψεως». Αὐτοί ὀνομάζονται «θεόπνευστοι», πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας. Εἶναι, ἑπομένως, γι᾿ αὐτό τό λόγο, γιά τόν ὁποῖο καί ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος μιλᾶ, λέγοντας ὅτι μόνο ὅσοι «ἔλαβον Πνεῦμα Ἅγιον ἔμαθον τά βαθέα τοῦ Θεοῦ», ἐνῶ οἱ αἱρετικοί, «ὡς μή λαβόντες Πνεῦμα Ἅγιον, οὐκ ἔμαθον τά βαθέα τοῦ Θεοῦ καί εἰς ταύτας περιεκλάσθησαν τάς αἱρέσεις». Ἐξαιτίας τούτου τοῦ γεγονότος καί ἡ ἕκτη Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποκαλεῖ τούς Πατέρες «θεοπνεύστους» καί τά ἔργα τους «θεοπαράδοτα».
Ἀλλά, γιά νά ἐπικεντρωθοῦμε στό θέμα μας, μέ σκοπό τήν κατά Θεόν οἰκοδομή μας τίς ἅγιες μέρες τῆς τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἐπιδημίας στόν κόσμο, θά καταφύγομε σ᾿ ἕνα ὄμορφο κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, τό ὁποῖο ἐν εἴδει κεφαλαίου παραθέτει στόν πνευματικό λειμώνα του, τά «Ἀσκητικά» του. «Θέλω νά ἀνοίξω τό στόμα μου, ἀδελφοί μου», γράφει, «καί νά μιλήσω γιά τήν ὑψηλή ὑπόθεση τῆς ταπεινοφροσύνης, ἀλλά πληροῦμαι ἀπό φόβο, ὅπως ἀκριβῶς νοιώθει δέος αὐτός, πού πρόκειται νά διαλεχθεῖ γιά τό Θεό». Γιά ποιό, ὅμως, λόγο; «Στολή γάρ Θεότητός ἐστιν». Εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη ἡ στολή τῆς Θεότητος. Γιατί; Διότι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί Θεός, προκειμένου νά γίνει ἄνθρωπος, νά ἐνανθρωπήσει, αὐτήν ἐνδύθηκε καί διαμέσου αὐτῆς κατέβηκε στόν κόσμο καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Θεός «ἐκένωσε» τόν ἑαυτό του (Φιλ. β΄7) καί «ἐκάλυψε τήν ἀρετήν τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ καί ἐσκέπασε τήν ἑαυτοῦ δόξαν ἐν τῇ ταπεινοφροσύνῃ».
Ἀλλά, γιατί ὁ Θεός ταπεινώνεται; Καί ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος: «Ἵνα μή ἡ κτίσις τῇ αὐτοῦ θεωρίᾳ καταφλεχθῇ»! Πῶς θά μποροῦσε ἡ κτίση νά ἀνεχθεῖ τή θεωρία του; Ἔντρομος καί ἔμπλεος φόβου μήπως δέν ἦταν καί ὁ Μωϋσῆς μπροστά στή φλεγόμενη βάτο (Ἐξ. γ΄ 1κ.ἑξ. Πράξ. ζ΄32); Ἤ μήπως δέν συγκλονίστηκαν ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στό καπνίζον ὄρος Σινᾶ οἱ Ἰσραηλίτες καί μ᾿ ἕνα στόμα εἶπαν στό Μωϋσῆ, ὅτι, ἄν τούς μιλήσει ξανά ὁ Θεός μέ τόν ἴδιο τρόπο, θά πεθάνουν ἀπό τό φόβο τους (Ἐξ. κ΄18); Ἑπομένως, «πῶς οὖν φανερῶς ἡ κτίσις ἠδύνατο δέξασθαι τήν θεωρίαν αὐτοῦ; Διότι ἡ κτίσις οὐκ ἠδύνατο θεάσασθαι αὐτόν, εἰ μή μέρος ἐξ αὐτῆς ἔλαβεν», ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ.
Πόσο ὑπέροχοι, πραγματικά, εἶναι οἱ λόγοι αὐτοί! Πόσο παραστατικά ἀνευρίσκουν οἱ φωτισμένοι Πατέρες μας τό «ἀπόθετον κάλλος» καί τόν «κεκρυμμένον πλοῦτον» τῶν Γραφῶν. Καί πόσο ἁπλά καί μεστά μᾶς τόν προσφέρουν καί μᾶς καλοῦν νά γευθοῦμε τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τους! 
Καί δέν μένουν μόνο στή θεωρία οἱ Πατέρες ἀλλά προχωροῦν στήν πράξη. Καί αὐτός εἶναι ὁ ἄλλος λόγος τῆς ταπείνωσης τοῦ Χριστοῦ. Κανένας, σημειώνει ὁ Ἅγιος, δέν μπορεῖ νά λέγεται καί νά εἶναι χριστιανός καί δέν μπορεῖ νά ἐξομοιωθεῖ μέ τό Θεό, ἄν δέν ἐνδυθεῖ πρῶτα τή στολή, πού ὁ ἴδιος ὁ Χριστός «ἐνεδύσατο»! Ἔτσι, ὅποιος δεχθεῖ καί φορέσει τή στολή, τήν ὁποία ὁ Κτίστης ἐνδύθηκε, «αὐτόν τόν Χριστόν ἐνδύεται»! Ἄν ὁ ἐγωϊσμός, ἐξόρισε τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Παράδεισο, τότε ἡ ταπείνωση, αὐτή καί μόνη μπορεῖ νά μᾶς ἐπαναφέρει στό «ἀρχαῖον κάλλος». Καί ἡ ταπείνωση δέν εἶναι μία ἀρετή. Γιατί, ὅπως «τό ἅλας πάσῃ τροφῇ (δίνει γεύση σέ κάθε φαγητό, ἔτσι) καί ἡ ταπείνωσις (ἀποβαίνει ἀναγκαία) πάσῃ ἀρετῇ». Μέ τόν τρόπο τοῦτο ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος νά γίνει ξανά ὡς ὁ πρωτόπλαστος πρό τῆς παρακοῆς. Καί μέ τό σχῆμα τοῦτο ὅλη «ἡ κτίσις αἰδεῖται τήν θεωρίαν τοῦ ταπεινόφρονος». 
Τί, λοιπόν, μπορεῖ νά εἶναι πιό θεοφιλές καί πιό θεοτερπές στή ζωή μας, ἄν μέσα στίς τόσες ἔγνοιες μας, ὄχι μόνο τῶν Γιορτῶν, ἀλλά καί τῆς καθόλου ἐπί γῆς πορείας μας, μεριμνούσαμε πῶς νά ντυθοῦμε καί νά λαμπρύνομε τόν ἑαυτό μας μέ τή στολή τῆς ταπεινοφροσύνης, «τήν στολήν αὐτήν τῆς θεότητος»!

Πηγή: Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεῦχος 466, Δεκέμβριος 2011.



Διάβασα κάπου... καί σκέφθηκα



Διάβασα κάπου:
­Μιά μέρα, ἕνας σοφός Ἰνδιάνος ἔκανε τήν παρακάτω ἐρώτησι στούς μαθητές του:
– Γιατί οἱ ἄνθρωποι οὐρλιάζουν ὅταν ἐξοργίζωνται;
– Γιατί χάνουν τήν ἠρεμία τους, ἀπάντησε ὁ ἕνας.
– Μά γιατί πρέπει νά ξεφωνίζουν, παρότι ὁ ἄλλος βρίσκεται δίπλα τους; ξαναρωτᾶ ὁ σοφός.
– Ξεφωνίζουμε, ὅταν θέλουμε νά μᾶς ἀκούση ὁ ἄλλος, εἶπε ἕνας ἄλλος μαθητής.
Καί ὁ δάσκαλος ἐπανῆλθε στή ἐρώτησι: Μά τότε δέν εἶναι δυνατόν νά τοῦ μιλήση μέ χαμηλή φωνή;
Διάφορες ἀπαντήσεις δόθηκαν ἀλλά... καμιά δέν ἱκανοποίησε τόν δάσκαλο.
Ξέρετε γιατί οὐρλιάζουμε κυριολεκτικά, ὅταν εἴμαστε θυμωμένοι;
Γιατί ὅταν θυμώνουν δύο ἄνθρωποι, οἱ καρδιές τους ἀπομακρύνονται πολύ καί γιά νά μπορέση ὁ ἕνας νά ἀκούση τόν ἄλλο θά πρέπει νά φωνάξη δυνατά, γιά νά καλύψη τήν ἀπόστασι.
Ὅσο πιό ὀργισμένοι εἶναι, τόσο πιό δυνατά θά πρέπει νά φωνάξουν γιά ν’ ἀκουστοῦν.
Ἐνῶ ἀντίθετα  τί συμβαίνει ὅταν ἀγαποῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο;
Δέν ἔχουν ἀνάγκη νά ξεφωνίσουν, κάθε ἄλλο, μιλοῦν σιγανά.
Γιατί; Ἐπειδή οἱ καρδιές τους εἶναι πολύ-πολύ κοντά. Ἡ ἀπόστασις μεταξύ τους εἶναι ἐλάχιστη. Μερικές φορές εἶναι τόσο κοντά πού δέν χρειάζεται οὔτε κἄν νά μιλήσουν... παρά μονάχα νά ψιθυρίσουν.
Καί ὅταν ἡ ἀγάπη τους εἶναι πολύ δυνατή δέν εἶναι ἀναγκαῖο  οὔτε κἄν νά μιλήσουν, τούς ἀρκεῖ νά κοιταχθοῦν.
Ἔτσι συμβαίνει, ὅταν δυό ἄνθρωποι πού ἀγαπιοῦνται πλησιάζουν ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον.
Στό τέλος ὁ Σοφός εἶπε συμπερασματικά: 
«Ὅταν συζητᾶμε μήν ἀφήνετε τίς καρδιές σας νά ἀπομακρυνθοῦν, μήν λέτε λόγια πού σᾶς ἀπομακραίνουν, γιατί θά φτάση μιά μέρα πού ἡ ἀπόστασις θά γίνη τόσο μεγάλη πού δέν θά βρίσκουν πιά τά λόγια σας τό δρόμο τοῦ γυρισμοῦ».

Καί σκέφθηκα:
Λοιπόν, ναί, σοφός ὁ Ἰνδιάνος. Ὁ θυμός εἶναι ἕνας πολύ δυνατός ἀέρας πού σβήνει πρωτίστως τή λογική, γι’ αὐτό καί ὁ θυμωμένος παραφέρεται, παραλογίζεται, ἀγριεύει, πετοῦν τά μάτια σπίθες καί αὐξάνονται τά ντεσιμπέλ στήν ἔντασι τῆς φωνῆς.
Ὁ θυμός εἶναι τυφώνας πού πετάει πολύ μακρυά τόν σεβασμό καί τήν εὐγένεια. Τά λόγια τοῦ θυμώδη στάζουν πίκρα, ἀλαζονεία, κακότητα, σκληρότητα, ἀπαξίωσι. Ἡ γλῶσσα του ρίχνει λάσπες πού λερώνουν ὑπολήψεις.
Ὁ θυμός εἶναι ἰσχυρός βοριᾶς πού ἐκσφενδονίζει σέ μεγάλη ἀπόστασι τούς ἀνθρώπους πού ἀγαποῦμε καί κάποιες φορές τόσο μακρυά, ὥστε τά λόγια δέν μποροῦν νά βροῦν τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.
Ὁ θυμώδης εἶναι θάλασσα τρικυμισμένη πού μόνο ναυάγια μπορεῖ νά προκαλῆ. Ἐνῶ ἡ ἀγάπη σκορπᾶ γύρω της ἠρεμία καί γαλήνη τόση καί τέτοια πού ἀκούγονται οἱ χτύποι τῆς καρδιᾶς . Καί ἄλλες φορές ἡ ἀγάπη εἶναι ἐξομολόγησις δυνατῶν συναισθημάτων, μέ τήν εὔγλωττη δυνατή σιωπή ἑνός βλέμματος. Ἐπειδή ἡ ἀπόστασις τῆς ἀγάπης εἶναι ταύτισις, εἶναι μηδέν.
Πόσα χάνουμε μέ τό θυμό! Ὄχι μόνον τήν ἀγάπη, τούς ἀγαπημένους, τήν γαλήνη μας, μέσα μας καί γύρω μας, ὄχι μόνον σμπαραλιάζουμε τό νευρικό μας σύστημα ἀλλά ἀπομακρύνουμε τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Καί ἔτσι ἀθωράκιστοι, γινόμαστε γελοῖοι μπροστά στούς ἀνθρώπους καί πιόνι στά χέρια τοῦ διαβόλου.
Ποιό θηρίο τρέφουμε μέσα μας καί τό ἀφήνουμε νά οὐρλιάζη; Μιά τέτοια στάσις ζωῆς καταξιώνει τάχα τόν πολιτισμένο ἄνθρωπο, τόν μυρωμένο, τόν χαριτωμένο, τό παιδί τοῦ Θεοῦ;
Ἀλήθεια, δέν εἶναι ἀποδεδειγμένο πώς αὐτός πού φωνάζει περισσότερο ἔχει τό ὀλιγώτερο δίκαιο;
Οὐρλιαχτά, λοιπόν; κέρδη μηδέν, ζημιές ἀνεπανόρθωτες.
Πραότητα, γαλήνη, ἠρεμία, ἀνεκτικότητα, ἀγάπη;
Πρόγευσις Παραδείσου
Λοιπόν, ἐπιλέγουμε τούς τρόπους ἐπικοινωνίας μας;

Πηγή: Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεῦχος 465, Νοέμβριος 2011.


ENOXOI

Παρακολουθήστε την νέα τηλεταινία της 4Ε
το βράδυ της Πρωτοχρονιάς.



Ένα σύγχρονο δικαστικό δράμα, το οποίο θα μας αποκαλύψει τους πραγματικούς ενόχους για το σημερινό τραγικό
κατάντημα της νεολαίας μας...


Συμβουλές για όλους!


Για να βγάλετε τους λεκέδες από μελάνι από ένα ρούχο,
βάλτε μια γενναία ποσότητα οδοντόκρεμας στους λεκέδες,
αφήστε τη να στεγνώσει και μετά πλύντε το.

Έγινε Λούης

Γιατί το λέμε έτσι;




Το έγινε Λούης το λέμε, όταν θυμόμαστε τον πρώτο Ολυμπιονίκη στο μαραθώνιο δρόμο, το Μαρουσιώτη Σπύρο Λούη, που έτρεξε τόσο γρήγορα στο αγώνισμα αυτό, στους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες που έγιναν στην Αθήνα το 1896, ώστε όχι μόνο ήρθε πρώτος, αλλά έφερε και για την εποχή του, έναν περίφημο χρόνο.
Από το βιβλίο «ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ», του Τάκη Νατσούλη, ἐκδόσεις Σμυρνιωτάκη.

Ο πόνος είναι η μοναδική πηγή της γνώσης...


Χωρίς την αγάπη...Τι;


ΕΝΑ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ...!: Χωρίς την αγάπη...Τι;: Η δύναμη χωρίς την αγάπη σε κάνει επιθετικό. Η τιμή χωρίς την αγάπη σε κάνει ψηλομύτη. Το καθήκον χωρίς την αγάπη σε κάνει κακόκεφο. Η ευθύν...

Η βραδυνή προσευχή ύστερα από μια κουραστική μέρα...



Το βράδυ, κατάκοπος καθώς είμαι
από το μόχθο της ημέρας,
δεν έχω όρεξη για προσευχή.
Άλλωστε, γιατί να προσευχηθώ;...
Μα πως είναι δυνατό!
Να μην έχει κανείς διάθεση επικοινωνίας με τον Κύριο,
έστω και εξουθενωμένος σωματικά;
Μήπως οι οποιεσδήποτε διασκεδάσεις
ξεκουράζουν τον άνθρωπο;
Όχι, αυτές τον καταπονούν περισσότερο,
ενώ η προσευχή έλκει τη θεία χάρη, που αναπαύει σώμα και ψυχή.
Δεν προσεύχεστε, λοιπόν…
Ή είστε θυμωμένοι με το Θεό ή πιστεύετε ότι δεν Τον έχετε ανάγκη.
Γιατί να προσευχηθώ;
Αναρωτιέστε.
Νιώθετε αυτάρκεια και αυτοϊκανοποίηση.
Είστε χορτάτοι!
Και δεν θέλετε να ζητάτε…
Κάθε βράδυ, όσο κουρασμένοι κι αν είστε, μην παραλείπετε να καταφεύγετε σ’ Εκείνον.
Να προσεύχεστε γονατιστοί ή καθισμένοι.
Και όταν μπορείτε, να σηκώνεστε όρθιοι.
Δεν έχει τόση σημασία ή στάση, φτάνει να προσεύχεστε.
Να ευχαριστείτε τον Κύριο για την ημέρα που πέρασε, όσο δύσκολη κι αν ήταν.
Να Τον παρακαλάτε για μια καλή νύχτα και να ζητάτε συγχώρηση
Με βαθειά μετάνοια για τα σφάλματά σας.
Προσευχή τη νύχτα στο κρεβάτι.
Στη διάρκεια της νύχτας, όποτε ξυπνάτε για λίγο και πριν σας ξαναπάρει ό ύπνος.
Να προσεύχεστε έτσι όπως είστε ξαπλωμένοι.
Αυτό δεν είναι κακό.
Απεναντίας μάλιστα, αν συνηθίσετε να λέτε την ευχή
ή κάποιον ψαλμό στα μεσοδιαστήματα του ύπνου
θα διώχνετε όλους τους κακούς λογισμούς, που σας πολεμούν εκείνη την ώρα.

Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου
Χειραγωγία στην πνευματική ζωή, Ι. Μ. Παρακλήτου.

Τή γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν Ἑλληνική



Α΄

Τή γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν Ἑλληνική.
Τό σπίτι φτωχικό στίς ἀμμουδιές τοῦ Ὁμήρου.
Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στίς ἀμμουδιές τοῦ Ὁμήρου.


Μέ τούς στίχους αὐτούς, ὁ κορυφαῖος ἕλληνας ποιητής Ὀδυσσέας Ἐλύτης, στό ἔργο του «Ἄξιον ἐστί», ἱστοριογραφεῖ μέ ἰδανικό τρόπο τήν ἐξέλιξι τῆς γλώσσας ἀπὀ τήν ἐποχή τοῦ Ὁμήρου ἕως σήμερα. Μέσα ἀπό εἰκόνες, χρώματα καί ἱστορία, ὁ ποιητής ἐκφράζει τήν ἔγνοια του καί τήν ἀγωνία του γιά τήν γλῶσσα, τήν ἀδιαίρετη γλῶσσα.

Ἀλλά γιατί ἡ γλῶσσα τοῦ Ὁμἠρου, τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη, τοῦ Εὐαγγελίου; Τί μᾶς χρειάζεται αὐτή ἡ «Ἀρχαία Ἑλληνική στόν 21ο αἰῶνα; Αὐτό εἶναι ἕνα ἐπίκαιρο ἐρώτημα ἐνηλίκων, νέων καί ἐφήβων.
Πόσο «νεκρή», ἄρα καί ἄχρηστη εἶναι ἡ ἀρχαία, ἀφοῦ χρησιμοποιεῖται ἀπό τήν ἀρχαιότητα ὥς σήμερα, παρά τίς μεταβολές πού ἔχει ὑποστῆ; Οἱ ὁμηρικές ἐκφράσεις «ἔπεα πτερόεντα», «νόστιμον ἦμαρ», «αἶεν ἀριστεύειν», πού συχνά χρησιμοποιοῦμε, διανθίζουν τόν λόγο μας καί μᾶς ζωντανεύουν τό λαμπρό παρελθόν. Ἔτσι προσεγγίζουμε τό ἀρχαῖο πνεῦμα, τά πρότυπα ἰδανικά, τόν ὅλο πολιτισμό, τήν στάσι ζωῆς ἐκείνης τῆς κοινωνίας, ἀφοῦ ἡ γλῶσσα δέν εἶναι μόνο μέσο ἐπικοινωνίας, ἀλλά καί φορέας ἀξιῶν πού διαμορφώνουν τήν ἐθνική συνείδησι, τό ἴδιο τό ἔθνος. «Γλῶσσα καί θρησκεία εἶναι τό Ἔθνος», εἶπε ὀ Ἀδ. Κοραῆς. Ἀπό τίς 6.840 ὁμηρικές λέξεις, οἱ 2000 εἶναι παροῦσες στήν σημερινή γλῶσσα, κατά τούς εἰδικούς.
Τό ἴδιο προσπαθεῖ νά μᾶς πείση καί ὁ Γ. Σεφέρης στό «Σημειώσεις γιά μιά ὁμιλία στά παιδιά»: «Γιά κοιτάξτε πόσο θαυμάσιο πρᾶγμα εἶναι νά λογαριάζη κανείς πώς ἀπό τήν ἐποχή πού μίλησε ὁ Ὅμηρος ὥς τά σήμερα, μιλοῦμε, ἀνασαίνουμε καί τραγουδοῦμε μέ τήν ἴδια γλῶσσα. Κι αὐτό δέν σταμάτησε ποτέ, εἴτε σκεφτοῦμε τήν Κλυταιμνήστρα πού μιλᾶ στόν Ἀγαμέμνονα, εἴτε τήν Καινή Διαθήκη, εἴτε τούς ὕμνους τοῦ Ρωμανοῦ καί τόν Διγενῆ Ἀκρίτα, εἴτε τό Κρητικό Θέατρο καί τόν Ἐρωτόκριτο, εἴτε τό δημοτικό τραγούδι»
Καί ὁ σοφός Κοραῆς σαφέστατος, θά προσειδοποιήση: «Ὅποιος χωρίς τήν γνῶσι τῆς Ἀρχαίας ἐπιχειρεῖ νά μελετήσῃ καί ἑρμηνεύσῃ τήν Νέαν, ἤ ἀπατᾶται ἤ ἀπατᾶ».
Ἑπομένως, ἄν ἀποκόψουμε τήν γλῶσσα μας ἀπό τήν φυσική της πηγή, τήν ἀρχαία, εἶναι βέβαιο ὅτι τήν «ἀποκληρώνουμε, τῆς στεροῦμε τό λεξιλόγιό της καί τή δυνατότητά της νά «δημιουργεῖ» νέες λέξεις, ὁπότε τήν ὁδηγοῦμε στόν ἄκρατο καί ἄκριτο δανεισμό λέξεων ἀπό ἄλλες γλῶσσες.
Ἡ στοιχειώδης, ἔστω, γνῶσις τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν καθιστᾶ εὐχερῆ τήν διακίνησι ὅποιου ἀβοήθητος μαθητεύει στούς μηχανισμούς τῆς σύγχρονης γλώσσας. Δέν μπορεῖ νά μάθη σωστά τήν γλῶσσα του ὅποιος δέν ξέρει ἀρχαῖα: (Τ. Λιγνάδης).
Ἡ Ἀρχαία Ἑλληνική, μέ τήν λεξιπλασία της, τήν ἐκφραστική της σαφήνεια καί τήν μαθηματική της δομή, εἶναι ἡ γλῶσσα τῆς πληροφορικῆς καί τῶν ἐξελιγμένων ὑπολογιστῶν, κατά τόν ἱδρυτή τῆς Μάϊκροστοφ, Μπίλ Γκέστς.
Ὁ κορυφαῖος φυσικός Βέρνερ Χάϊζνμπερκ δήλωσε: «Ἡ θητεία μου στήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα ὑπῆρξε ἡ σπουδαιότερη πνευματική μας ἄσκηση. Στήν γλῶσσα αὐτή ὑπάρχει ἡ πληρέστερη ἀντιστοιχία, ἀνάμεσα στήν λέξη καί στό ἐννοιολογικό της περιεχόμενο».
Πολύ σωστά ὁ Γερμανός Ὑπουργός Παιδείας κ. Helrunt δήλωσε γιά τή σημασία καί τή διδασκαλία τῶ Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στά σχολεῖα τῆς χώρας του: «...Εἶναι ἡ γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί προσφέρει γνώσεις τῆς χριστιανικῆς θρησκείας».
Τό 2004, ἡ μεγάλη Ἑλληνίστρια, ἀκαδημαϊκός Jacqueline de Romilly,  ἀπηύθυνε ἔκκλησι πρός τό Ὑπουργεῖο Παιδείας τῆς Γαλλίας γιά ἐνίσχυσι τῆς διδασκαλίας τῶν κλασσικῶν γλωσσῶν (Λατινικῶν καί Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν). Μεταξύ ἄλλων ἐπιχειρημάτων ἀνέφερε και τά ἑξῆς: «...αὐτό πού διακυβεύεται δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό ἴδιο τό μέλλον τοῦ πολιτισμοῦ μας...». Λίγο καιρό μετά, οἱ γάλλοι φοιτητές ἔστειλάν στόν Ὑπουργό Παιδείας ἐπιστολή στά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ἐπειδή δέν τούς καταλάβαινε, ὅταν τοῦ μιλοῦσαν στήν γαλλική: «…Ἀγανακτοῦμεν δ’ ὅτι ἡμεῖς μέν λέγομεν, σύ δ’ οὐκ ἀκούεις...».
Γιά τήν διδασκαλία τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν στήν Αὐστρία, ὁ καθηγητής Βίκτωρ Στράϊχερ ὑποστηρίζει ὅτι μέ τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά ὑπογραμμίζεται ὁ ρόλος τῆς Αὐστρίας σέ μιά Πανευρωπαϊκή κοινότητα.
Στήν Ἰταλία λειτουργοῦν 3.500 Κλασσικά Λύκεια καί στήν Ἱσπανία 2.200, ὅπου τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά ἔχουν τήν τιμητική τους θέσι.
Ἡ εἴδησις πού μᾶς ξάφνιασε, ἀρχές φθινοπώρου, ἦταν ἡ διδασκαλία Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν σέ 13 δημοτικά σχολεῖα στήν περιοχή Ὄξφορντσιρ τῆς Ἀγγλίας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ζηλέψαμε.
Οἱ Ἄγγλοι, λοιπόν, ἐκτιμοῦν: « ὅτι οἱ μικροί μαθητές πρέπει νά διδάσκονται τή μητρική τους γλῶσσα, τοῦ Ἀρχιμήδη καί τοῦ Ἡροδότου». Ἡ διευθύντρια τοῦ προγράμματος «Ἴρις», Λόρνα Ρόμπινσον, πιστεύει ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν προσθέτει μία ἐπί πλέον διάστασι στή μάθησι..., ἀφοῦ εἶναι μιά ἐπί πλέον γλῶσσα θαυμάσια, γεμάτη ὄμορφες λέξεις καί συναρπαστικά νοήματα,
«Θά βελτιώσουν τίς δεξιότητες τῶν παιδιῶν στήν ἀγγλική γραμματική καί θά τά εἰσαγάγουν στόν ἑλληνικό πολιτισμό, τό λίκνο τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ», δήλωσε ἐνθουσιασμένος ὁ Χάρι Μάουντ, συγγραφέας καί δημοσιογράφος.  
Ἡ μία ἔκπληξις διαδέχεται τήν ἄλλη ἀπό τήν Ἀγγλία.
Στήν ἱστοσελίδα www.akwn.net, ὁ Ἱσπανός Χ. Κοντέρχ, καθηγητής τοῦ πανεπιστημίου Σέν Ἄντριους τῆς Σκωτίας ἀναρτεῖ τήν ἐπικαιρότητα σέ Ἀρχαῖα Ἑλληνικά. Ἀπολαῦστε τον!
Κενή καθέδρα τό Νόβελ τῆς Εἰρήνης Ἆθλον δέχεται.
Ἐν ῏Οσλο, οὗ τό Νόβελ τῆς Εἰρήνης Ἆθλον κατ’ ἐνιαυτόν διδόασιν, προχθές, δέον τῷ Λίου Ξιάβο τό ἆθλον δοῦναι, οἱ τῆς ἑορτῆς ἄρχοντες τό ἆθλον ἐπί κενήν καθέδραν ἐπέθεσαν ἐπί ἥν ἔδει τόν Λίου καθῆσθαι. Πάντες δή τήν αἰτίαν ἴσμεν· οἱ Κίνας ἄρχοντες οὐκ εἴασαν οὐ μόνον τόν Λίου ἀλλά καί οἰκεῖον οὐδένα ἐκ τῆς χώρας πορεύεσθαι ἵνα τό ἆθλον δέξαιτο.
Πιστεύουμε ὅτι στούς κρίσιμους καιρούς πού ζοῦμε, τό ἐνδιαφέρον τῶν πολιτῶν τῆς Εὐρώπης γιά τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά, μέ τήν τεράστια πνευματική καί πολιτιστική βαρύτητα, πηγάζει ἀπό τήν ἀναγκαιότητα καί τήν ἀγωνία γιά τήν διαμόρφωσι χρηστοῦ ἤθους καί διάπλασι ἀνθρώπων μέ ὑψηλά ἰδανικά.  
Αὐτή εἶναι καί ἡ συνεισφορά μας στό παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Ἡμεῖς δέ τί πράξομεν; Ὁ νοῶν νοείτω!

Πηγή: Περιοδικό «Ἁγία Λυδία», τεῦχος 455, Ἰανουάριος 2011.

Πώς επηρεάζει η μουσική την κατανάλωση φαγητού


Μοιάζει δεδομένο ότι η συμπεριφορά … μας έναντι του φαγητού επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Πέραν αυτών που αφορούν τη φυσιολογία μας (π.χ. ορμόνες, επίπεδα σακχάρου αίματος, γονίδια), εξωγενείς παράγοντες – όπως οι συνθήκες κατά τη διάρκεια του γεύματος και ο κοινωνικός μας περίγυρος – έχουν σημαντικό αντίκτυπο στο φαγητό μας. Φαίνεται πως τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα μπορούν να ενισχύσουν το κίνητρο για κατανάλωση φαγητού. Πόσο μάλλον τώρα, που πλησιάζουν οι γιορτές και τα οικογενειακά τραπεζώματα…

Η επιστημονική βιβλιογραφία υποδεικνύει πως η κατανάλωση φαγητού και ποτού επηρεάζεται από την παρουσία μουσικής στο χώρο. Ανεξάρτητα από τις συνήθειές μας όσον αφορά το ποτό, η αυξανόμενη έκθεση σε μουσική οδηγεί σε αύξηση κατανάλωση αλκοόλ. Μάλιστα, όσο πιο δυνατά ακούγεται η μουσική, τόσο περισσότερο πίνουμε! Μια έρευνα έδειξε επιπλέον ότι αυξάνεται η προδιάθεση για κατανάλωση αλκοόλ υπό συνεχόμενη έκθεση σε rock μουσική (για τους λάτρεις).

Υπάρχει άλλωστε η θεωρία ότι ο ρυθμός της μουσικής σχετίζεται με ενισχυμένη κατανάλωση φαγητού και ποτού. Μπορεί να επηρεάσει τη διαδικασία της μάσησης, έτσι ώστε να αυξάνεται ο ρυθμός κατάποσης (των μπουκιών) μαζί με την ταχύτητα της μουσικής. Αντίθετα, η πιο αργή μουσική σχετίζεται με μικρότερο ρυθμό γεύματος, αλλά και υψηλότερους λογαριασμούς στα εστιατόρια . Επίσης, το είδος της μουσικής, συγκεκριμένα η κλασσική μουσική και η jazz, φαίνεται πως ευνοούν τους μεγάλους λογαριασμούς, σε σχέση με την pop ή την απουσία μουσικής.


Οι Stroebele and Castro εξέτασαν την πρόσληψη τροφής 78 φοιτητών, μαζί με συναφείς περιβαλλοντικούς παράγοντες (όπως π.χ. τη διάρκεια γεύματος, την παρουσία μουσικής, συμπεριλαμβανομένης της ταχύτητας και της έντασης αυτής, το χώρο γεύματος, τον αριθμό των ατόμων που βρίσκονταν μαζί και την ώρα της ημέρας), όπως αυτή καταγράφηκε σε ένα λεπτομερές ημερολόγιο διατροφής, για 7 συνεχόμενες ημέρες.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η παρουσία της μουσικής σχετίζεται με υψηλότερη πρόσληψη τροφής. Η μελέτη έδειξε ότι παρουσία μουσικής, αυξήθηκε η κατανάλωση φαγητού και υγρών, όπως και η διάρκεια του γεύματος. 
Παρουσιάστηκε μια τάση μεγαλύτερης κατανάλωσης θερμίδων, ιδίως λίπους, όταν η μουσική παιζόταν στα εστιατόρια. Αν και το δείγμα ήταν πολύ μικρό για να αποκαλύψει σημαντικές διαφορές, τα αποτελέσματα παρέχουν ενδείξεις ότι η μουσική αλλάζοντας τη διάθεση μας, επηρεάζει σημαντικά τη διάρκεια και το μέγεθος του γεύματος.

www.iatronet.gr