Ἕνας βασιλιάς θέλησε νά μάθη ποιός εἶναι εὐτυχισμένος μέσα στό βασίλειό του. Κάλεσε ἕναν ἀπό τούς σοφούς καί τοῦ εἶπε:
– Θά ἔχης ἀμοιβή πολύ καλή, ἄν ψάξης καί βρῆς κάποιον πού νά εἶναι εὐτυχισμένος. Καί νά μοῦ φέρης τό πουκάμισο αὐτοῦ τοῦ εὐτυχισμένου ἀνθρώπου.
Ὅπως ἦταν φυσικό, ὁ σοφός μετά ἀπό κάποιον συλλογισμό, ξεκίνησε νά πάη νά συναντήση ποιόν νομίζετε; Ἐσεῖς ποιόν θεωρεῖτε εὐτυχισμένο; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι θεωροῦμε εὐτυχισμένο αὐτόν πού ἔχει ἄφθονα χρήματα. Πῆγε, λοιπόν, στόν πλουσιώτερο τῆς ἐποχῆς του καί τοῦ λέει:
– Ὁ μεγαλειότατος ἐνδιαφέρεται νά μάθη ποιός ὑπήκοος στό βασίλειό του εἶναι εὐτυχισμένος. Καί μοῦ ἀνέθεσε νά τόν ἀναζητήσω καί νά τόν βρῶ. Μήπως εἶσαι ἐσύ ὁ εὐτυχισμένος;
– Ἔχω, βεβαίως, χρήματα πολλά. Ἔχω στήν διάθεσί μου κτήματα πολλά. Ἔχω ὅλες τίς ἀνέσεις μου, ὅλες τίς εὐκολίες μου, ὅλες τίς ἀπολαύσεις, ὅλες τίς ἡδονές, ἀλλά νά μέ συγχωρέσης γι’ αὐτό πού θά σοῦ πῶ. Δέν ἔχω τήν εὐτυχία. Δέν τήν βρῆκα στό χρῆμα, οὔτε στίς ἡδονές, οὔτε στίς ἀπολαύσεις, οὔτε στά κτήματα. Γι’ αὐτό κάπου ἀλλοῦ πρέπει νά ἀναζητήσης τήν εὐτυχία.
Ὁ σοφός βρέθηκε σέ ἀδιέξοδο. Ποῦ νά πάη; Ἄ! Τό βρῆκε. Θά πάη σ’ ἕναν στρατηγό, σ’ αὐτόν πού πολέμησε καί δοξάσθηκε. Ἔψαξε, λοιπόν, τόν ἀνεζήτησε, τόν βρῆκε καί τοῦ λέει:
– Στρατηγέ μου, ἔχω τήν ἐντολή ἀπό τόν βασιλιά νά βρῶ ποιός εἶναι εὐτυχισμένος στό βασίλειό του. Μήπως ἐσεῖς πού εἶσθε στρατηγός, εἶσθε εὐτυχισμένος;
– Οἱ ἄνθρωποι μέ θωροῦν εὐτυχισμένο, ἀπάντησε ὁ στρατηγός, γιατί πολέμησα γενναῖα, πῆρα ἐπάξια τά ἀξιώματα, ἀπέκτησα παράσημα, γνώρισα δόξες, τιμές. Οἱ ἄνθρωποι μέ ζητωκραύγασαν, μέ ἐγκωμίασαν, ἀλλά νά σοῦ πῶ, ὅλα αὐτά ἔχουν ἀφήσει ἕνα κενό στήν ψυχή μου. Δυστυχῶς, δέν εἶμαι ἐγώ ὁ εὐτυχισμένος, αὐτός πού ζητάει ὁ βασιλιάς σου.
«Ἄς πάω σέ κάποιον ἀπ’ τούς ἀξιωματούχους, ἀπ’ αὐτούς πού γνώρισαν τήν ἐξουσία, στούς πολιτικούς ἄνδρες, σ’ ἕναν ἀπό τούς ὑπουργούς. Γιατί ὄχι καί σ’ αὐτόν τόν πρωθυπουργό;» σκέφθηκε ὁ σοφός.
Καί πράγματι, χωρίς καθυστέρησι ἔτρεξε νά συναντήση ἕναν πολιτικό. Ἀλλά καί ἐδῶ τήν ἴδια ἀπάντησι πῆρε. Οὔτε αὐτός ἦταν εὐτυχισμένος στήν ζωή του, καί ἄς ἔζησε μέσα στίς δόξες καί στίς τιμές.
Ἀπογοητευμένος, πλέον, πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, γιά τά ἀνάκτορα. Στόν δρόμο, περνώντας μέσα ἀπό ἕνα χωριουδάκι, εἶδε ἕνα φτωχόσπιτο. Ἔρριξε τά μάτια του ἀπ’ τό παράθυρο καί εἶδε ἕναν πατέρα, μιά μητέρα καί τά παιδιά πού τραγουδοῦσαν, πού χόρευαν, πού γελοῦσαν, πού χαίρονταν.
Χτυπάει τήν πόρτα. Μπαίνει μέσα, λέει τήν ἱστορία του καί ὁ χωρικός τοῦ ἀπαντᾶ:
– Φίλε μου, εἶμαι εὐτυχισμένος. Νοιώθω τόν ἑαυτό μου πλημμυρισμένο ἀπό χαρά. Ἔχω τά παιδιά μου. Ἔχω τήν γυναῖκα μου. Ἔχω τό καλυβάκι μου. Ἔχω τά χωραφάκια μου, ἔχω τό ψωμί μου. Τά ἔχω ὅλα. Δέν μοῦ λείπει τίποτε, δόξα τῷ Θεῷ! Ἐγώ εἶμαι ὁ πιό εὐτυχισμένος ἄνθρωπος τοῦ βασιλείου.
– Τότε, τοῦ λέγει ὁ σοφός, ἔχω ἐντολή ἀπό τόν βασιλιά νά μοῦ δώσης τό πουκάμισό σου, νά τοῦ τό πάω, γιά νά τό δῆ καί νά μάθη κι αὐτός ποιός εἶναι ὁ εὐτυχέστερος στό βασίλειό του.
– Δυστυχῶς, φίλε μου, τοῦ ἀπαντᾶ ὁ φτωχός, δέν ἔχω πουκάμισο.
Ὥστε δέν εἶχε πουκάμισο ὁ εὐτυχισμένος; Δέν εἶχε!
Πῆγε στόν βασιλιά, τοῦ ἀνεκοίνωσε τό μυστικό, ἔδωσε τήν ἀπάντησι καί ὁ βασιλιάς κατάλαβε πώς ἡ εὐτυχία δέν εἶναι στά πλούτη, δέν εἶναι στά ἀξιώματα, δέν εἶναι στά κτήματα, δέν εἶναι στό χρυσάφι, δέν εἶναι στίς ἡδονές, δέν εἶναι στίς ἀπολαύσεις. Δέν εἶναι μέσα στήν εὐμάρεια καί τήν καλοπέρασι. Ἀλλά ἡ εὐτυχία βρίσκεται ἐκεῖ, στό ἁπλό, στό φτωχικό σπίτι, πού ζοῦν στερημένοι ἀπό πολλά ἀγαθά, ὅμως εὐχαριστημένοι καί χαρούμενοι. Χόρευαν τά παιδιά. Γλεντοῦσαν στό σπίτι. Χαμογελοῦσε ἡ εὐτυχία στά πρόσωπά τους. Πλημμύριζε ἡ χαρά καί ἡ εἰρήνη στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων.
Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Θεοφίλου Ζησοπούλου, Ὁ γλυκασμός τῶν Ἀγγέλων.