Πῶς πρέπει νά προσευχόμαστε;


Μέ νηστεία

ΜΕΡΟΣ Β΄



Στήν ἐποχή μας, πού τήν διακρίνει ἕνας ἄκρατος εὐδαιμονισμός, ἡ ὑλοφροσύνη καί ὁ καταναλωτισμός, τό ἀσταμάτητο κυνήγι τῶν ἀνέσεων καί ἀπολαύσεων, ὁ λόγος περί νηστείας ἀκούγεται παράξενος καί ἀποκρουστικός.
Γι’ αὐτό καί δέν εἶναι παράδοξο τό ὅτι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας χάνουν τή θέα τοῦ οὐρανοῦ, δέν ἔχουν οὐσιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Δέν προσεύχονται. Καί ἄν τό κάνουν, μᾶλλον αὐτό γίνεται τυπικά καί βιαστικά, ἴσως σάν ἕνα ἀναγκαῖο καθῆκον. Καί βέβαια μιά τέτοια ἄτονη καί ἄνευρη προσευχή, μέσα στήν ἀφθονία, στήν ἄνεση καί στίς ἀπολαύσεις, δέν ξεδιψᾶ την ψυχή, δέν τήν ἀναπαύει. Διότι ἡ προσευχή αὐτή δέν ἔχει δύναμη, δέν φθάνει μέχρι τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.

Ἡ νηστεία εἶναι πού στέλνει τήν προσευχή μας στόν οὐρανό, καθώς γίνεται κατά κάποιο τρόπο σάν φτερό τῆς προσευχῆς, πού τήν βοηθεῖ στήν πορεία της πρός τά ἐπάνω, διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες: «Νηστεία προσευχήν εἰς οὐρανόν ἀναπέμπει, οἱονεί πτερόν αὐτῇ γινομένη πρός τήν ἄνω πορείαν».

Γιατί ὅμως οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐπιμένουν τόσο πολύ στήν ἀνάγκη νά συνδυάζεται ἡ προσευχή μέ τη νηστεία; Γιατί ἔχουν τόσο στενή σχέση μεταξύ τους οἱ δύο αὐτές μεγάλες ἀρετές; Ἡ νηστεία ἀναφέρεται στίς τροφές καί ἑπομένως στό ὑλικό μέρος τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἡ προσευχή εἶναι μιά κατ’ ἐξοχήν πνευματική ἐργασία. Ποιά λοιπόν μπορεῖ να εἶναι ἡ μεταξύ τους σχέση;
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει ὅτι «ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ πνεύματος, το δέ πνεῦμα κατα τῆς σαρκός· ταῦτα δέ ἀντίκειται ἀλλήλοις» (Γαλ. ε΄ 17). Τό κατώτερο μέρος τῆς φύσεώς μας, πού ὑπηρετεῖ τίς ἐπιθυμίες τῆς σαρκός, ἐπιθυμεῖ ἐναντίον τοῦ ἀνωτέρου μέρους τῆς ὑπάρξεώς μας, ἐναντίον τῆς πνευματικῆς μας φύσεως, πού ἐμπνέεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί τό ἀντίθετο· τό ἀνώτερο καί πνευματικό μέρος τῆς ὑπάρξεώς μας ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ κατωτέρου. Σάρκα καί πνεῦμα εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους, βρίσκονται σέ διαρκή ἀντιπαράθεση, σέ πόλεμο σκληρό. Ποῦ θά δώσουμε τό βάρος; Ποιό ἀπό τά δύο θά ἐνισχύσουμε; Διότι εἶναι φανερό ὅτι ὅσο ἐνισχύεται τό ἕνα, τόσο ἀποδυναμώνεται τό ἄλλο.
Ὅσο ἀφαιρεῖς ἀπό τή σάρκα, τόσο κάνεις τήν ψυχή νά λάμπει ἀπό την πνευματική της εὐεξία, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: «Ὅσον ὑφαιρεῖς τῆς σαρκός, τοσοῦτον ποιήσεις τῆς πνευματικῆς εὐεξίας τήν ψυχήν ἀποστίλβειν». Γι’ αὐτό και συμβουλεύει: Πρόσεξε μήπως ἐνισχύσεις πολύ τή σάρκα καί δώσεις ἔτσι μεγάλη δύναμη καί ἐξουσία στό κατώτερο. Ὅπως στή ζυγαριά, ἄν δώσεις μεγαλύτερο βάρος στόν ἕνα ζυγό, κάνεις ἐλαφρότερο τόν ἄλλο, ἔτσι συμβαίνει καί στή σχέση τοῦ σώματος μέ τήν ψυχή. Ὅταν ὑπερτερεῖ τό ἕνα, ἀναγκαστικά ἐλαττώνεται τό ἄλλο. Ὅταν ἐνισχύεται πολύ τό σῶμα καί βαρύνεται μέ τήν παχυσαρκία, ἀναγκαστικά ὁ νοῦς γίνεται ἀδρανής καί ἄτονος στό νά ἐπιτελεῖ τή δική του ἀποστολή. Ὅταν ἀντιθέτως ἡ ψυχή εὐεκτεῖ καί μέ τή μελέτη τῶν ἀγαθῶν ἀνεβαίνει στό ὕψος πού τῆς ταιριάζει, φυσικό εἶναι νά μαραίνονται οἱ σωματικές συνήθειες καί ἀπαιτήσεις.
Τήν ἐνίσχυση τῆς ψυχῆς ἀπό τή νηστεία, καί τήν ἀποτελεσματικότητα τῆς προσευχῆς τοῦ ἀνθρώπου πού νηστεύει, τονίζει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος: Πάντοτε βέβαια εἶναι μεγάλη ἡ δυναμη τῆς προσευχῆς, λέγει. Τό νά συνδυάζεται ὅμως ἡ προσευχή μέ τή νηστεία, αὐτό κάνει δυνατότερη τήν ψυχή. Τώρα πού νηστεύουμε, ἔχουμε πολλή σωφροσύνη λογισμῶν, τῶρα ἐνισχύεται ἡ διάνοια, καί ἡ ψυχή περισκοπεῖ ὅλα τά ἄνω. Γι’ αὐτό πάντοτε στήν Ἁγία Γραφή συνδυάζεται ἡ προσευχή μέ τή νηστεία.
Ἡ προσευχή ζητεῖ ἀπό τον ἄνθρωπο νά ὑψώσει τόν νοῦ καί τήν καρδιά του πρός τόν Θεό. Νά στρέψει ὅλη τήν ὕπαρξή του πρός Αὐτόν μέ πίστη και ἐλπίδα, μέ ἀγάπη και ἀφοσίωση. Νά ἀφήσει τή γῆ και τά ὑλικά. Νά στραφεῖ πρός τόν οὐρανό καί τά πνευματικά. Νά λησμονήσει τή σάρκα καί τίς ἀπαιτήσεις της. Νά ἱκανοποιήσει τήν ψυχή και τίς ἀναζητήσεις της. Ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ ὥρα πού ὁ ἄνθρωπος γίνεται πιό πολύ ἄνθρωπος, δέν μένει δεμένος μέ τό χῶμα καί τή γῆ, κυριαρχεῖ μέσα του τό πνεῦμα, ζωντανεύει ἡ ψυχή.
Γιά νά γίνουν ὅλα αὐτά, βοηθεῖ πολύ τό λιτό τραπέζι καί ἡ ἁπλούστερη τροφή. Ἡ νηστεία ἐνισχύει τήν πνευματικότερη ζωή. Δημιουργεῖ διαθέσεις ἅγιες καί προκαλεῖ τήν πείνα και δίψα γιά τά ἀληθινά καί οὐράνια ἀγαθά. Ὁ νοῦς τότε δέν προσκολλᾶται στά ὑλικά, δέν δελεάζεται ἀπό τήν ἀπόλαυση, δέν μαγνητίζεται ἀπό τήν ἀφθονία καί τόν πλοῦτο. Εὕκολα στρέφεται στά ψηλά, στά οὐράνια καί πνευματικά. Ἡ νηστεία τόν βοηθεῖ νά γίνεται λεπτότερος, ἰσχυρότερος, διεισδυτικότερος, νοῦς πού σκέπτεται εὔκολα τόν Θεό καί χαίρεται νά μελετᾶ τά μυστήριά Του, νοῦς προσευχόμενος.
«Ὥστε οἰ βούλει ἰσχυρόν ποιῆσαι τόν νοῦν, δάμασον την σάρκα διά νηστείας».  Ἄν θέλεις νά δυναμώσεις τόν νοῦ, δάμασε τή σάρκα καί κατάβαλε τίς ἀπαιτήσεις της μέ τή νηστεία. Αὐτό εἶναι τό συμπέρασμα τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων μας, τό καταστάλαγμα τῆς πολύτιμης πείρας τους.

Γι’ αὐτό καί οἱ χριστιανοί τιμοῦν τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας καί τίς συνδυάζουν μέ τίς θερμές πρός τόν Θεό προσευχές τους πάντοτε καί ἰδίως στις μεγάλες περιόδους τῆς νηστείας μέσα στό ἐκκλησιαστικό ἔτος.
Ὅταν μάλιστα ἔχουν καί ἰδιαίτερα προβλήματα πού τους ἀπασχολοῦν, ὅταν ἀντιμετωπίζουν δοκιμασίες ἔκτακτες στή ζωή τους, καταφεύγουν μέ πίστη στόν πανάγαθο Θεό καί ζητοῦν τήν ἄμεση ἐπέμβαση καί βοήθειά Του, συνδυάζοντας τίς θερμές ἱκεσίες τους καί μέ εἰδικές νηστεῖες. Σύμφωνα μέ τή σωματική ἀτοχή τους καί μέ τήν εὐχή τοῦ πνευματικοῦ τους βέβαια, ἀγωνίζονται περισσότερο κάνοντα κάποιες μέρες εἰδική νηστεία καί θερμή προσευχή, γιά νά ζητήσουν αὐτό πού ἔχουν ἀνάγκη.
Καί ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, ὁ οὐράνιος Πατέρας, δέχεται τότε τίς προσευχές τῶν πιστῶν παιδιῶν Του, εἰσακούει τίς ἱκετευτικές δεήσεις τους καί ἀσφαλῶς, ἐφόσον αὐτό συμβαδίζει μέ τό ἀληθινό συμφέρον τους, ἀπαντᾶ ἄμεσα καί ἐκπληρώνει τά αἰτήματά τους.

Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Ἀστερίου Σ. Χατζηνικολάου, «Η ΚΡΑΥΓΗ ΜΟΥ ΠΡΟΣ ΣΕ ΕΛΘΕΤΩ».