Ο “αυτόπτης και δεινοπαθητής αιδεσιμώτατος” Γεράσιμος Χαροκόπος περί του μαρτυρίου του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου,
30 Αυγούστου, Κυριακή πρωί 1922
Μόλις εισήλθον οι Τούρκοι και κατέλαβον το Διοικητήριον αμέσως διαταγή του Νουρεδίν-Πασά εις τον Συνταγματάρχην Καράν Καζήμ Βέην και δι’ αυτού εις τον Αρχιαστυνόμον να ειδοποιήσουν εις τον Μητροπολίτην, όπως υπάγη εις το Διοικητήριον. Ο Αρχιαστυνόμος παρέλαβεν εκ της Μητροπόλεως φιλοφρόνως τον Μητροπολίτην και διηυθύνθη εις το Διοικητήριον όπου φιλοφρόνως και πάλιν του εδόθησαν συστάσεις, ότι ουδέν το έκτροπον θα λάβη χώραν και να καθησυχάση τον αγωνιώντα λαόν. Ο Μητροπολίτης μετά του Αρχιαστυνόμου δι’ αυτοκινήτου διηυθύνθη εις την Μητρόπολιν, ένθα διά λόγων παραμυθητικών καθησύχασε τον λαόν και ο Αρχιαστυνόμος απήλθεν.
Ο Μητροπολίτης, όμως, καλώς γνωρίζων τα άγρια ένστικτα και τα προσχήματα των Τούρκων, έλεγεν εις τους περί αυτόν, “εγκατελήφθημεν εις την τύχην μας, ο απαίσιος τυραννίσκος Στεργιάδης και ο αμφίρροπος Χατζηανέστης θα μας προσφέρωσι πλήρες άχρι τρυγός το ποτήριον της Πικρίας, οι άγριοι Τούρκοι αναμφιβόλως θα μας σφάξουν και, όσοι δύνασθε, απέλθετε, εγώ θα μείνω με το ποίμνιόν μου να υποστώ την αυτήν τύχην”. Κρατών όμως την χαρακτηρίζουσαν αυτόν αφοβίαν και ψυχραιμίαν. Ότε προς εσπέραν Σαββάτου έρχεται πάλιν ο Αρχιαστυνόμος μετά δυο λογχοφόρων και ζητεί τον Μητροπολίτην και τέσσαρας άλλους προύχοντας, οπότε έχων την κεφαλήν ακουμπισμένην επί της χειρός είπεν εις τους περί αυτού ο Μολώχ της κομματικής μας εμπαθείας, ας κορεσθή πλέον από το αίμα τόσων μυριάδων θυμάτων, και το Ελληνικόν Έθνος ας διδαχθή, ότι κανείς εξωτερικός εχθρός δεν κατέβαλε ποτέ την δύναμιν του Ελληνισμού, αλλ’ ο εσωτερικός σπαραγμός και τα κομματικά πάθη κατέστρεψαν πάντοτε, όπως και τώρα, τας ενδοξοτέρας εποχάς του Εθνικού μας βίου.
Παρέλαβον λοιπόν τον Μητροπολίτην, τον Γκιουριουκτσόγλου και δυο άλλους προύχοντας, του τετάρτου μη ευρεθέντος, και απήλθον εις το Διοικητήριον. Ο Νουρεδίν-πασάς προσκαλέσας παρ’ εαυτώ τον Μητροπολίτην του λέγει: “Πολλαί κατηγορίαι και εγκλήματα καθοσιώσεως υπάρχουν και τώρα και προηγουμένως εναντίον σου, διότι ουδέποτε έπαυσας εργαζόμενος ως προπαγανδιστής εναντίον του κυριάρχου σου καθεστώτος και διά τούτο παρά της Εθνοσυνελεύσεως της Αγκύρας είσαι καταδεδικασμένος εις θάνατον, εγώ όμως απέσχων της τοιαύτης καταδίκης, τούτο μόνον θα κάμω, θα σε παραδώσω εις τον Λαόν, ο οποίος μαίνεται εναντίον σου και εκείνος, αν θέλη, ας σε αθωώση ή θα καταδικάση”. Και διέταξεν αμέσως την φυλάκισιν του Μητροπολίτου και των συν αυτώ τριών προυχόντων. Κατά μέσης νυκτός εκ της φυλακής αποστέλλει εις τον αδελφόν του Ευγένιον [...] μίαν κάρταν εν η λέγει: “Αδελφέ, κρατούμαι ως αρχηγός της Αμύνης”. Αυτό είναι και το τελευταίον σημείωμά του. Το πρωί Κυριακής παραδίδεται δέσμιος τας χείρας και με χιτώνα λευκόν εις την διάθεσιν του αγρίου Όχλου, την αυτήν όμως στιγμήν απόσπασμα Γάλλων λογχοφόρων έφθασεν προς διάσωσιν του Μητροπολίτου, αλλ’ ο Μητροπολίτης τούς είπεν: “Αν δύνησθε, σώσατε τον Λαόν”. Και τότε το μαινόμενον πλήθος ήρχισεν διά μαχαιρών, ροπάλων, λίθων να κτυπά τον ιερόν άνδρα, άλλοι τον εκαβαλίκευον, τον έπτυον, του απέσπασαν τους όνυχας, του έκοψαν την ρίνα, του έβγαλον τον έναν οφθαλμόν και ότε τέλος του έμεινεν ολίγη πνοή, έδεσαν ανά έν μέλος του εις ίππους και τον διεμέλισαν, ταύτα πράττοντες διερχόμενον διάφορα μέρη, οπότε τέλος έφθασαν εις τον Τουρκομαχαλάν, οπόθεν δεν εφαίνοντο από τα ξένα πλοία και εκεί συνετελέσθη το κακούργον έργον τους. Όλον δε αυτό το τραγικόν μαρτύριον παρηκολούθει και το απόσπασμα των Γάλλων με εστραμμένα τα όπλα. Τέλος εμάζευσαν τα τεμάχια του ιερού σώματος, τα έρριψαν εις μίαν κάσαν και τα απέστειλαν εις το νεκροταφείον. Αλλά οι εν τω νεκροταφείω κρυμμένοι Χριστιανοί, άμα έμαθον ότι είναι το σώμα του Μητροπολίτου, απεφάσισαν, ίνα κρύφα τον ενταφιάσουν, αλλ’ όσοι ετόλμων να πλησιάσουν το κιβώτιον ετυφεκίζοντο μακρόθεν, το κιβώτιον έμεινεν εκεί, άγνωστον όμως τι απέγινεν. Τοιούτον υπήρξεν το τραγικόν τέλος του Μεγάλου ανδρός.
Οι τρεις προύχοντες απηγχονίσθησαν και τα νεκρά σώματά των υπέστησαν διάφορα βασανιστήρια. Οφθαλμοφανώς είδον να αρπάζωνται κόραι εκ των οικείων τους και να ατιμάζωνται. Όπου η παραμικρά παρακλητική παρατήρησις αμέσως και φόνος, όπου και αν διευθύνεσο, παντού πτώματα ανδρών, γυναικών, παιδιών. Εν ενί λόγω παντού η κόλασις. Τους ιερείς όλους τους είχον προγραμμένους κατ’ αλφαβητικήν τάξιν, διά να τους απαγχονίσουν εκτός πολλών, των οποίων δεν ενθυμούμαι τα ονόματα και του Αρχητοικάκων ιερέα και ιεροκήρυκα του ναού της Ευαγγελιστρίας εν Βουτσά απηγχονισμένους. Βεβαίως αδυνατεί κανείς να περιγράψη όσα είδεν εις αυτήν την κόλασιν, της οποίας η επισφράγισις υπήρξεν η πυρκαϊά, η οποία εξήρχετο από διάφορα μέρη και μετέτρεπε τα πάντα εις σωρόν άμορφον. Εγώ δε τέλος συλληφθείς και φυλακισθείς διά τετρακοσίων λιρών προς τον φύλακα της ειρκτής φίλος μου αρχαίον Αλή Βέην ονόματι, κατώρθωσα, μετεμφιεσθείς εις χότζαν να σωθώ.
Από το βιβλίο “‘Διάφορα’. Σημειώσεις του Ηρακλή Α. Τσίτερ. Κωνσταντινούπολη - Τρίγλια - Σμύρνη”, επιμέλεια Εριφύλη Κοντοπούλου, εκδόσεις ΠΑΚΕΘΡΑ, Ξάνθη 2006