Ὁ ἀσκητής, πού δαμάζει τά ζῷα.


Πολλοί νέοι εἶναι ἴσως πρόθυμοι νά σκοτώσουν τόν δράκο τῶν δασῶν, ὅπως ὁ Siegfrie ἄλλοτε· ἀλλά ὅταν πρόκειται γιά τόν δράκο τῶν κακῶν τους κλίσεων, δέν ἔχουν τήν ἀντοχή νά δώσουν τήν μάχη ἐναντίον του. Προτιμοῦν ν’ ἀλλάξουν δρόμο.
Κάποιο ἀπόβραδο ἐρώτησε ὁ ἡγούμενος ἑνός μοναστηριοῦ ἕνα μοναχό:
– Τί ἔκανες σήμερα;
– Ὅπως ὅλες τίς ἄλλες μέρες, ἀπάντησε ὁ μοναχός, ἤμουν τόσο ἀπασχολημένος, ὥστε, ἄν δέν εἶχα τήν βοήθεια τῆς Θείας Χάριτος, δέν θά ἦσαν ἀρκετές οἱ δυνάμεις μου. Κάθε μέρα εἶμαι ὑποχρεωμένος νά κρατῶ δυό γεράκια νά κάνουν τό θέλημά μου, νά νικῶ ἕνα φεῖδι, νά δαμάζω μιάν ἀρκοῦδα καί νά περιποιοῦμαι ἕναν ἄρρωστο.
– Τί λές; ἀποκρίθηκε ὁ ἡγούμενος μέ χαμόγελο. Τέτοιες δουλειές δέν γίνονται στό μοναστῆρι μας!
– Καί ὅμως αὐτά ἔγιναν ξαναβεβαίωσε ὁ μοναχός. Τά δυό γεράκια εἶναι τά μάτια μου, πού πρέπει συνεχῶς νά τά προσέχω, γιά νά μή πέσουν σέ κάτι ἀπηγορευμένο, τά δυό ζαρκάδια εἶναι τά πόδια μου, πού τό βάδισμά τους πρέπει νά κανονίζω, ἄν δέν θέλω νά μέ φέρουν στόν δρόμο τοῦ κακοῦ, τά δυό κυνηγετικά γεράκια εἶναι τά χέρια μου, πού ὀφείλω νά τά ὑποχρεώνω νά ἐργάζωνται καί νά κάνουν τό καλό. Καί τό φεῖδι εἶναι ἡ γλῶσσα μου, πού ἔχει ἀνάγκη, χιλιάδες φορές τήν ἡμέρα, νά χαλιναγωγῆται, γιά νά μή μιλάη ἄκριτα καί ἐπιπόλαια. Ὕστερα ἀρκοῦδα εἶναι ἡ καρδιά μου, πού πρέπει νά τῆς δαμάζω τόν ἐγωϊσμό καί τήν καινοδοξία. Καί τέλος ὁ ἄρρωστος εἶναι τό σῶμα μου, πού ἔχω ὑποχρέωσι συνεχῶς νά τό προσέχω γιά νά μή τό κυριεύσῃ ἡ ἀρρώστια τῆς φιληδονίας».
Πολύ δίκιο εἶχε ὁ μοναχός αὐτός. Ἡ πάλη μέ τίς ἄτακτες ὁρμές μοιάζει μέ τό ἔργο τοῦ δαμαστοῦ· κι’ ὅσοι θέλουν νά διαπλάσουν χαρακτῆρα, εἶναι ὑποχρεωμένοι νά καταπιάνωνται μ’ αὐτή τήν ἄσκησι κάθε μέρα... Καί σύ, παιδί  μου.
Ὁ νέος, πού ἐνδιαφέρεται γά γίνῃ χαρακτῆρας, ποτέ δέν θά δικαιολογήσῃ τά ἐλαττώματά του, λέγοντας: «Δέν εἶναι δυνατόν νά γίνῃ τίποτα, ἐγεννήθηκα τέτοιος πού εἶμαι, αὐτή εἶναι ἡ φύσι μου». Ἀλλά θά ἐργασθῇ σκόπιμα γιά τήν τελειοποίησι τῆς ψυχῆς του. Λέγε λοιπόν συχνά στόν ἑαυτό σου: «Ἄν ἡ ψυχή μου εἶναι γεμάτη ἄγρια θηρία, θά τά δαμάσω· δέν θά μείνω ὅπως ἐγεννήθηκα, θά γίνω ὅπως θέλω νά εἶμαι». «Δέν γεννηθήκαμε γιά νά εἴμαστε ἀλλά γιά νά γίνωμε» (Sailer). 


(Από το βιβλίο του Tihamer Toth, Ἡ πιό ὑπέροχη νίκη).