Σύλληψη και γέννηση της Παρθένου Μαρίας




Η Μαρία γεννήθηκε ως απλός άνθρωπος, όπως όλοι οι έλκοντες την καταγωγή από τον Αδάμ παρά την αντίθετη άποψη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η Δυτική Εκκλησία ανήγαγε σε δόγμα την αποκαλούμενη «άσπιλο» σύλληψη της Θεοτόκου. Με το δόγμα όμως αυτό θίγεται συνολικά το πλαίσιο προετοιμασίας και της προσωπικής πορείας της Παρθένου προς την τελείωση για την υποδοχή του Θεού. Επίσης αποδυναμώνεται η ισχύς του προτύπου αγιότητος που η ίδια οικοδόμησε, αφού λογικά πλέον ο τέλειος δεν χρειάζεται να τελειωθεί. Αυτό που φαίνεται καθαρά στα κείμενα της Αγίας Γραφής είναι ότι «η Θεοτόκος εξ επαγγελίας προέρχεται· άγγελος γαρ καταμηνύει της γενησομένης την σύλληφιν», Έπρεπε έτσι να γίνει, αφού επρόκειτο για τη μέλλουσα κατά σάρκα λοχεύτρια του μόνου και τέλειου Θεού.
Στην Παλαιά Διαθήκη οι προφήτες προανήγγειλαν την έλευση του Μεσσία από το γένος Δαυίδ, πράγμα που υποδηλώνει την καταγωγή της Παρθένου από το ανθρώπινο γένος: «Ώμοσεν κύριος τω Δαυίδ αλήθειαν και ου μη αθετήσει αυτήν. Εκ καρπού της κοιλίας σου θήσομαι επί τον θρόνον σου». Στην Καινή Διαθήκη οι Ευαγγελιστές και οι Απόστολοι επιβεβαιώνουν έμμεσα ή άμεσα αυτά που προείπαν οι προφήτες για την «κατά σάρκα» γέννηση του Ιησού Χριστού και για το «κέρας σωτηρίας» από τον οίκο Δαυίδ, από όπου προήλθε η Παρθένος Μαρία. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος στο υπόμνημά του στον Ευαγγελιστή Ματθαίο, αναφερόμενος στην καταγωγή του Ιησού από το γένος Δαυίδ, διερευνά έμμεσα μέσω του μνηστήρα Ιωσήφ την καταγωγή της Μαρίας, αφού οι Ιουδαίοι δεν συνήθιζαν να γενεαλογούν τις γυναίκες. Αφού λοιπόν ο Ιωσήφ καταγόταν από τη φυλή Ιούδα και το γένος Δαυίδ, και με δεδομένη την ιουδαϊκή πρακτική των κλειστών γάμων, η Παρθένος Μαρία καταγόταν από το ίδιο με εκείνον γένος .
 Ο Ιωάννης Δαμασκηνός και άλλοι Πατέρες συνδέουν τη γέννηση τής Παρθένου με την ευλογία των άτεκνων γονέων της Ιωακείμ και Άννας. Χαρακτηριστικά γράφει ότι «ο αγαθός Θεός επιδών και κατοικτειρήσας της οικείας χειρός το πλαστούργημα, και τούτο βουληθείς ανασώσασθαι, λύει την της χάριτος στείρωσιν, φημί της θεόφρονος, και τίκτει παίδα». Με τη δυνατή πίστη και την ελπίδα στον Θεό ο Ιωακείμ και η Άννα υπέμειναν καρτερικά τη δοκιμασία της ατεκνίας που την εποχή εκείνη εθεωρείτο όνειδος κυρίως για τη γυναίκα. Με θαυμαστή πραότητα, αγαθά έργα και δάκρυα ικεσίας κατόρθωσαν να υπερβούν τη θλίψη, τις επικρίσεις και το χλευασμό εκ μέρους των ιερέων, αρχιερέων και των συγγενών τους για την ατεκνία. Η ζωή τους, παρά τη βασιλική καταγωγή, υπήρξε αθόρυβη, σεμνή και άκρως ταπεινή, μακριά από κάθε υψηλοφροσύνη ή κοινωνικές διεκδικήσεις, αφού ήταν συντεταγμένη καθόλα με το θείο θέλημα. Γι’ αυτό και ο κοινός βίος τους παραμένει πάντοτε οδηγός αληθινής σωφροσύνης και μελέτημα των προσόντων της αυθεντικής συζυγίας.
Η Άννα ήταν στείρα, αλλά όχι και άτεκνη. Ο ίδιος ο Θεός την προόρισε πριν από πολλές γενεές να γίνει μητέρα της Παρθένου, εκείνης που θα προσέφερε σάρκα για την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του. Είναι χαρακτηριστικό το Τροπάριο που αναφέρεται ειδικά στη σύλληψη της Παρθένου Μαρίας: «Όθεν ο της κτίσεως εβλάστησε, Κτίστης εν δούλου μορφή».  Ο Ανδρέας Κρήτης αποκαλεί τήν Άννα «θεόφρονα» και την μακαρίζει ως ρίζα της ζωής, αφού γέννησε «παρ’ ελπίδα και εξ επαγγελίας παρθενόφυτον άνθος». Θα πρέπει να αγάλλεται ολόκληρη η κτίση, γιατί «γυνή…της σωτηρίας άρτι την απαρχήν εισκεκόμικε· και η πάλαι κατάκριτος, εδείχθη Θεόκριτος» .
 Από τους μητρικούς κόλπους της αγίας Άννας αρχίζει να διαφαίνεται η ελπίδα για τη σωτηρία και λύτρωση του γένους που ολίσθησε στην πτώση και βυθίστηκε στην απόγνωση. Με τη σύλληψη όμως της Παρθένου καταλύεται η οδύνη της λύπης και τη θέση της διαδέχεται η παρηγοριά που δεν έχει πλέον τέλος· και αυτό γιατί ήδη άρχισε η αναζήτηση του χαμένου ανθρώπου και η αποκάλυψη της ευσπλαχνίας του Θεού για την ανάκληση αυτού, που έπλασε κατ’ εικόνα του, στο αρχέγονο αξίωμα και κάλλος. Με τη γέννηση της Παρθένου Μαρίας, ο Ιωακείμ και η Άννα ελευθερώθηκαν από τον ονειδισμό της ατεκνίας και πέρασαν από την κατάσταση της θλίψεως στην προοπτική της χάριτος, σε μια νέα ζωή, πλήρη χαράς και ευφροσύνης.
(Ευτυχίας Γιούλτση, «Η Παναγία πρότυπο πνευματικής τελειώσεως», εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη, σ. 65-68, 73-76)