Ὁ ἅγιος αὐτός ἦταν πάρα πολύ φτωχός, καί εἶχε μαζί του ἕνα γαϊδουράκι, ζῶο ἀπό τήν φύσι του ἥσυχο καί ὑπομονετικό, πού τοῦ μετέφερε τίς φτωχές του ἀποσκευές κατά τίς ἀποστολικές περιοδεῖες του. Ὅταν μιάν ἡμέρα ἐπερνοῦσε ἀπό ἕνα βαθύσκιο δάσος, ἐπήδηξε μέσα ἀπό τά δένδρα μιά ἀρκοῦδα ἔπεσε καταπάνω στό φτωχό ζῶο καί τό κατασπάραξε. Καί τότε τί ἔκανε ὁ ἅγιος; Χωρίς ἴχνος φόβου ἐπλησίασε τήν ἀρκοῦδα, ἐφόρτωσε στήν ράχι της τις ἀποσκευές του καί τῆς εἶπε: «Ἀδελφῆ, ἀφοῦ ἐσκότωσες τό καϋμένο τό γαϊδουράκι μου, πρέπει ἐσύ νά σηκώσῃς τά πράγματά μου». Καί τό ἄγριο θηρίο, ἄν καί αἱμοσταγές πλάσμα, ὅμως χωρίς ἀντίστασι, προσέφερε τήν ράχι του καί στό ἑξῆς ἐξυπηρετοῦσε τόν ἀσκητή μέ πραότητα καί ὑποταγή προβάτου.
![]() |
Τό πάθος εἶναι σάν τόν ἄνεμο, πού φυσάει ἐπάνω ἀπό τήν θάλασσα. Χωρίς ἄνεμο ἱστιοπλοΐα δέν γίνεται, καί τά πανιά στέκονται σάν πένθιμες κουρτίνες. |
Μή παραπονῆσαι, παιδί μου, ποτέ, διότι ἔχεις πάθη, ὀργίζεσαι, εἶσαι ζωηρός, φιλόδοξος κλπ. Ἀντιθέτως φρόντιζε νά δαμάζῃς τίς ἄγριες ἀρκοῦδες, ὅπως εἶναι τά πάθη σου, καί νά τά δένῃς στό ἅρμα σου.
Αὐτό καθ’ ἑαυτό τό πάθος δέν εἶναι δυστήχημα· καταντᾷ ὅμως δυστυχία, ἄν δέν τό κυριεύσης.
Ἀδύνατον νά πραγματοποίηση κανείς μεγάλα ἔργα, νά γίνη μεγάλος ἄνθρωπος, μεγάλος ἅγιος, χωρίς ἕνα μεγάλο πάθος. Τό πάθος εἶναι σάν τόν ἄνεμο, πού φυσάει ἐπάνω ἀπό τήν θάλασσα. Χωρίς ἄνεμο ἱστιοπλοΐα δέν γίνεται, καί τά πανιά στέκονται σάν πένθιμες κουρτίνες. Δέν εἶναι ἀρκετό ὅμως νά φυσάη ὁ ἀέρας. Τό πᾶν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν δύναμι καί τήν ἐπιδεξιοσύνη τοῦ ναύτη, πού μέ κατάλληλες κινήσεις θά τόν φέρη πίσω ἀπό τά πανιά, ὥστε νά τά φουσκώσῃ καί ν’ ἀρχίσῃ τό ταξεῖδι. Ἀλλιῶς φυσάει, φεύγει καί χάνεται ἀχρησιμοποίητος ὁ ἄνεμος. Ἐπίσης ἄν δέν κάνῃ ὁ ναύτης τήν δουλειά του μέ λεπτότητα, εὐστροφία καί φροντίδα πολλή, ὁ ἄνεμος εὔκολα μπορεῖ ν’ ἀνατρέψῃ τό καράβι του. Τό ἴδιο καί στό ἔργο τῆς διαπλάσεως· δέν θά σοῦ ζητηθῇ νά ξερριζώσῃς τά πάθη, ἀλλά νά τά ἐκμεταλλευθῇς ἐπιδέξια, νά τά κάνῃς σύμμαχά σου, συμπολεμιστάς σου. Μή δίνῃς προσοχή στίς συμβουλές τους, χρησιμοποίησε ὅμως τήν δύναμί τους. Ἄν τά πάθη εἶναι κακοί σύμβουλοι, εἶναι ὅμως ἀνεκτίμητοι βοηθοί. Τό πάθος, πού ἔχει ὑποταχθῃ κανονικά, κάνει τήν θέλησι σταθερή. Ἀδύνατον νά ξεπεράσῃς ὅλα τά ἐμπόδια, ἄν δέν ἐπιδιώκῃς μέ πάθος ἕναν εὐγενικό σκοπό. Τά πάθη σου εἶναι δυό ὁρμητικά ἄλογα, ζεμμένα στό ἅρμα τῆς ζωῆς σου. Ἄν τ’ ἀφήσῃς νά καλπάζουν ὅπως θέλουν, θά σέ ἀνατρέψουν· ἄν ὅμως κρατᾷς τά ἡνία μέ στιβαρά χέρια, θά σέ φέρνουν ὁλοταχῶς πρός τό ποθητό ἰδανικό σου. Τό πάθος μοιάζει μέ τήν φωτιά· μπορεῖ νά εἶναι εὐλογία ἤ κατάρα, ὅπως εὐφυέστατα λέει ὁ Schiller στό «Τραγοῦδι τῆς καμπάνας»:
«Ἄν καταφέρῃ τή φωτιά κανείς νά χαλινώση
καλό μεγάλο θά μπορῇ ἐκείνη νά μᾶς δώσῃ».
Μήν ἀπογοητεύεσαι λοιπόν, καί μή παραπονιέσαι πιά, ἄν ἡ ἰδιοσυγκρασία σου εἶναι μέ πάθη, κι’ ἄν ἔχῃς κληρονομήσει κακές κλίσεις. Δέν φταῖς σ’ αὐτό. Κάνε ὅμως ὅ,τι μπορεῖς γιά τόν ἐξευγενισμό τῆς ψυχῆς σου, ἔχοντας στό νοῦ σου τήν μεγάλη καί παρήγορη αὐτήν ἀλήθεια:
«Facienti quod est in te, Deus non degerat gratiam».
Δέν θά ἀρνηθῇ ὁ Θεός τήν χάρι του σ’ ἐκεῖνον,
πού κάνει ὅτι εἶναι μέσα στίς δυνατότητές του.