Τό Νέο Ἔτος



Εἶναι παλιό τό ἔθιμο: τήν παραμονή τοῦ Νέου Ἔτους, ὅταν τό ρολόι κτυπήσει μεσάνυχτα, σκεφτόμαστε τίς ἐπιθυμίες μας γιά τό νέο ἔτος καί προσπαθοῦμε νά εἰσέλθουμε στό ἄγνωστο μέλλον μ’ ἕνα ὄνειρο, προσδοκώντας ταυτόχρονα τήν ἐκπλήρωση κάποιας ἀγαπητῆς μας ἐπιθυμίας. Σήμερα, γιά ἄλλη μιά φορά βρισκόμαστε μπροστά σ’ ἕνα νέο έτος. Τί ἐπιθυμοῦμε γιά τούς ἴδιους, γιά τούς ἄλλους, γιά τόν καθένα; Ποιό εἶναι τό τέλος ὅλων μας τῶν ἐλπίδων; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μονίμως ἡ ἴδια αἰώνια λέξη: εὐτυχία. Εὐτυχές τό Νέο Ἔτος! Εὐτυχία γιά τό Νέο Ἔτος! Ἡ ἰδιαίτερη εὐτυχία πού ἐπιθυμοῦμε εἶναι φυσικά διαφορετική καί προσωπική γιά τόν καθένα μας, ἀλλά ὅλοι μας μετέχουμε στήν κοινή πίστη πώς αὐτό τό ἔτος ἡ εὐτυχία θά μᾶς πλησιάσει, πώς μποροῦμε νά ἐλπίσουμε σ’ αὐτή μέ προσδοκία.
Πότε ὅμως εἶναι κάποιος ἀληθινά εὐτυχισμένος; Μετά ἀπό αἰῶνες ἐμπειρίας καί γνώσης σχετικά μέ τόν ἄνθρωπο, δέν μποροῦμε πλέον νά ἐξισώσουμε τήν εὐτυχία μέ ὁποιοδήποτε ἐξωτερικό γνώρισμα, π.χ. χρήματα, ὑγεία, ἐπιτυχία κ.λπ. Γνωρίζουμε πώς τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά δέν ἀνταποκρίνεται πλήρως σ’ αὐτή τή μυστηριώδη καί πάντοτε φευγαλέα ἔννοια τῆς εὐτυχίας. Εἶναι σαφές πώς ἡ φυσική ἄνεση φέρνει εὐτυχία, ἀλλά ὄχι τήν τέλεια. Τά χρήματα φέρνουν εὐτυχία, ἀλλά καί φόβο. Εἶναι ἐκπληκτικό πώς ὅσο περισσότερο ἐξωτερική εὐτυχία διαθέτουμε, τόσο περισσότερο εὔθραυστη γίνεται καί πιό ἀτίθασος ὁ φόβος πώς θά τή χάσουμε καί θά μείνουμε μέ ἄδεια χέρια. Πιθανῶς αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού εὐχόμαστε ὁ ἕνας στόν ἄλλο "μιά νέα εὐτυχία" γιά τό Νέο Ἔτος. Ἡ "παλιά" εὐτυχία ποτέ δέν πραγματοποιήθηκε, κάτι πάντοτε ἔλειπε. Τώρα ὅμως ἀτενίζουμε ξανά μπροστά μας μέ μιά εὐχή, ἕνα ὄνειρο, μιά ἐλπίδα...
Χριστέ καί Παναγιά! Τό εὐαγγέλιο πρίν ἀπό πάρα πολύ καιρό εἶχε καταγράψει τήν ἱστορία ἑνός ἀνθρώπου πού πλούτισε, ἔκτισε καινούργιες ἀποθῆκες γιά νά ἀποθηκεύσει τά ἀγαθά του, καί ἀποφάσισε πώς πλέον εἶχε ὅλα τά ἀναγκαῖα πού ἐγγυῶντο τήν εὐτυχία του! Εἶχε ἄνεση καί μέσα. Ἐκείνη ὅμως τή νύχτα ἄκουσε: "ἄφρων, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;" (Λουκ. 12,20).Ἡ σταδιακή συνειδητοποίηση ὅτι τίποτε δέν μπορεῖ νά κρατηθεῖ, πώς μπροστά μας βρίσκεται ὁ ἀναπόφευκτος θάνατος καί ἡ φθορά, εἶναι τό δηλητήριο πού δηλητηριάζει τή μικρή καί περιορισμένη εὐτυχία πού διαθέτουμε. Αὐτός εἶναι σίγουρα καί ὁ λόγος γιά τή συνήθεια πού ἔχουμε νά κάνουμε τέτοιο σαματά καί θόρυβο, φωνάζοντας καί γελώντας, καθώς τό ρολόι κτυπάει δώδεκα τήν παραμονή τοῦ Νέου Ἔτους. Φοβούμαστε νά μείνουμε μόνοι καί σιωπηλοί, καθώς τό ρολόι κτυπάει σάν τήν ἀνελέητη φωνή τῆς μοίρας: πρῶτο κτύπημα, δεύτερο, τρίτο καί συνεχίζει, τόσο ἀδυσώπητα, ὁμοιόμορφα, τόσο τρομακτικά μέχρι τέλους. Τίποτε δέν μπορεῖ νά τό ἀλλάξει, τίποτε νά τό σταματήσει.
Ἔτσι ἔχουμε δύο πολύ βαθεῖς καί ἀκατάλυτους ἄξονες τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης: φόβος καί εὐτυχία, ἐφιάλτης καί ὄνειρο. Ἡ καινούργια εὐτυχία πού ὀνειρευόμαστε τήν παραμονή τοῦ Νέου Ἔτους θά μπορέσει τελικά νά ἠρεμήσει, νά σκορπίσει καί νά κατανικήσει τό φόβο; Ὀνειρευόμαστε μιά εὐτυχία στήν ὁποία νά μήν παραμονεύει ὁ φόβος βαθιά μέσα της, ἕνας φόβος ἀπό τόν ὁποῖο προσπαθοῦμε πάντοτε νά προφυλαχθοῦμε, πίνοντας, ἤ μέ τό νά εἴμαστε συνεχῶς ἀπασχολημένοι, περιβαλλόμενοι ἀπό θόρυβο. Ἡ σιγή ὅμως αὐτοῦ τοῦ φόβου εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό κάθε ἄλλο θόρυβο. "Ἄφρων"! Μάλιστα, τό ἀθάνατο ὄνειρο τῆς εὐτυχίας εἶναι ἐκ φύσεως ἀνόητο σ’ ἕνα κόσμο μολυσμένο ἀπό τό φόβο καί τό θάνατο. Ἀκόμη καί στίς ἀνώτερες στιγμές τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, οἱ ἄνθρωποι τό γνωρίζουν καλά. Μποροῦμε νά νιώσουμε τή θλίψη καί τή θλιβερή ἀλήθεια πίσω ἀπό τά λόγια τοῦ μεγάλου ποιητῆ Ἀλέξανδρου Πούσκιν, πού τόσο πολύ ἀγαποῦσε τή ζωή, ὅταν ἔγραφε: "Δέν ὑπάρχει εὐτυχία στόν κόσμο". Ὄντως, μιά βαθιά θλίψη διαπερνᾶ κάθε γνήσια τέχνη. Μόνο χαμηλά, στόν πάτο τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ τά πλήθη ξετρελαίνονται μέ τό θόρυβο καί τίς φωνές, ὡς ἐάν ὁ θόρυβος καί τά θορυβώδη πάρτυ θά μποροῦσαν νά φέρουν τήν εὐτυχία.
"Ἐν αὐτῷ ζωή ἦν, καί ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων, καί τό φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καί ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν" (Ἰωάν. 1,4-5). Αὐτό πού ὑπονοεῖ αὐτή ἡ φράση εἶναι πώς τό φῶς δέν μπορεῖ νά καταποθεῖ ἀπό τόν φόβο καί τό ἄγχος, δέν μπορεῖ νά σκορπισθεῖ ἀπό τή λύπη καί τήν ἀπελπισία. Νά μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι, σ’ αὐτή τή μάταιη δίψα γιά στιγμιαία εὐτυχία, νά ἔβρισκαν μέσα τους τή δύναμη νά σταματήσουν, νά σκεφτοῦν, νά ἀτενίσουν τά βάθη τῆς ζωῆς! Νά μποροῦσαν νά ἀκούσουν τά λόγια, τή φωνή πού τούς καλεῖ αἰώνια μέσα σ’ αὐτά τά βάθη. Ἄς γνώριζαν μόνο τί εἶναι ἀληθινή εὐτυχία. "Τήν χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν" (Ἰωάν. 16,22). Δέν εἶναι αὐτό πού ὀνειρευόμαστε ὅταν τό ρολόι κτυπήσει μεσάνυκτα; Τή χαρά πού κανείς δέν μπορεῖ νά ἀφαιρέσει. Πόσο σπάνια ὅμως φτάνουμε τέ τέτοα βάθη! Πόσο τά φοβόμαστε γιά κάποιο λόγο καί τά παραμερίζουμε: "Ὄχι σήμερα, ἀλλά αὐριο, ἤ μεθαύριο, θά στρέψω τήν προσοχή στά οὐσιώδη καί αἰώνια· μόνο, ὄχι σήμερα. Ὑπάρχει καιρός".
Ὁ καιρός ὅμως στήν πραγματικότητα εἶναι τόσο λίγος. Μόνο στιγμές περνοῦν πρίν τό βέλος τοῦ χρόνου σφυρίξει πετώντας πρός τό μοιραῖο στόχο. Γιατί καθυστεροῦμε; Ἐπειδή ἀκριβῶς ἐδῶ, ἀνάμεσά μας, δίπλα μας, στέκεται Κάποιος: "ἰδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω" (Ἀποκ. 3,20). Ἄν μόνο παραμερίζαμε τό φόβο μας καί Τόν κοιτάζαμε, θά βλέπαμε ἕνα τέτοιο φῶς, μιά τέτοια χαρά, καί μιά τέτοια περίσσεια ζωῆς, πού σίγουρα θά καταλαβαίναμε τό νόημα αὐτῆς τῆς φευγαλέας καί μυστηριώδους λέξης "εὐτυχία".

Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο «ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ ΕΤΗΣΙΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ», τοῦ Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Ἐκδόσεις Ἀκρίτας.