Ἡ στολή τῆς Θεότητος




                                            Nίκου Νικολαΐδη
                                              Καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς
                                              Σχολῆς τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν


Θέλω ν’ ἀνοίξω τό στόμα μου, ὦ ἀδελφοί, καί νά ὁμιλήσω περί τῆς ὑψηλῆς ὑποθέσεως τῆς ταπεινοφροσύνης· ἀλλά φοβοῦμαι, ὡς φοβεῖται ἐκεῖνος, ὅστις μέλλει νά ὁμιλήσῃ περί Θεοῦ δι’ ἀνθρωπίνων συλλογισμῶν· καθότι ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι στολή τῆς θεότητος· ἐπειδή ὁ υἱος καί λόγος τοῦ Θεοῦ καί πατρός ἐνανθρωπήσας ἐπί τῆς γῆς, αὐτήν ἐνεδύθη, καί συνανεστράφη μεθ’ ἡμῶν· καί πᾶς ὅστις κατέβη ἐκ τοῦ ἰδίου ὕψους, καί ἐσκέπασε τήν ἰδίαν αὐτοῦ δόξαν καί μεγαλωσύνην διά τῆς ταπεινοφροσύνης, ἵνα μή ἡ κτίσις καταφλεχθῇ, βλέπουσα τήν φύσιν τῆς αὐτοῦ θεότητος· 
Ἁγ. Ἰσαάκ τοῦ Σύρου


Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ καί πιστεύει ὅτι μόνο οἱ ἱεροί συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι θεόπνευστοι. Γράφουν μέ τό φωτισμό καί τήν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε, διαμέσου τους, νά ἔχομε τήν ἀποκάλυψη τῶν θείων ἀληθειῶν καί νά ἀποφεύγονται, λόγῳ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τά ὁποιαδήποτε λάθη. Καί εἶναι γι᾿ αὐτό τό λόγο, γιά τόν ὁποῖο, ἐνῶ τά ἱερά κείμενα συντάχθηκαν σέ διαφορετικούς χρόνους, ἀπό πολλούς, μέ ἤ χωρίς μορφωτικές προϋποθέσεις, ἐντούτοις πουθενά στήν Ἁγία Γραφή δέν παρατηροῦνται ἀντιφάσεις. Ἡ θεοπνευστία αὐτή, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν Ἁγία Γραφή, εἶναι μοναδική καί ἀνεπανάληπτη, ἀλλά καί τερματική, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι δέν ἔχομε συνεχή ροή θείας ἀποκάλυψης, μέσα στήν Ἐκκλησία, κάτι, τό ὁποῖο, δυστυχῶς, πιστεύεται καί ἐφαρμόζεται στό Ρωμαιοκαθολικισμό, προκειμένου νά στηρίζονται τά ἀστήρικτα καί νά δικαιολογοῦνται τά ἀδικαιολόγητα, ὅπως τά περί πρωτείου καί ἀλαθήτου τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης κ.ἄ.
Ὅμως, στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας παρατηρεῖται τό φαινόμενο τῆς θεοπνευστίας, ὄχι ὑπό τήν εἰδική ἔννοια, ὅπως τήν προδιαγράψαμε πιό πάνω, ἀλλά ὑπό τήν εὐρύτερη τοῦ ὅρου ἀντίληψη. Λέγοντας, ὅμως, «Πατέρες», ἡ Ἐκκλησία ἐννοεῖ εἰδική ὁμάδα ἐκκλησιαστικῶν προσώπων, οἱ ὁποῖοι, διακρίθηκαν ἐν ἔργῳ καί λόγῳ καί βιοτῇ. Ὑπῆρξαν δηλαδή μεστοί τῆς ἐμπειρίας καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπέβησαν ὀρθοί διερμηνεῖς τῆς «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀνέκαθεν ἀχράντως πεφυλαγμένης–παραδεδομένης θείας ἀποκαλύψεως». Αὐτοί ὀνομάζονται «θεόπνευστοι», πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί σοφίας. Εἶναι, ἑπομένως, γι᾿ αὐτό τό λόγο, γιά τόν ὁποῖο καί ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος μιλᾶ, λέγοντας ὅτι μόνο ὅσοι «ἔλαβον Πνεῦμα Ἅγιον ἔμαθον τά βαθέα τοῦ Θεοῦ», ἐνῶ οἱ αἱρετικοί, «ὡς μή λαβόντες Πνεῦμα Ἅγιον, οὐκ ἔμαθον τά βαθέα τοῦ Θεοῦ καί εἰς ταύτας περιεκλάσθησαν τάς αἱρέσεις». Ἐξαιτίας τούτου τοῦ γεγονότος καί ἡ ἕκτη Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποκαλεῖ τούς Πατέρες «θεοπνεύστους» καί τά ἔργα τους «θεοπαράδοτα».
Ἀλλά, γιά νά ἐπικεντρωθοῦμε στό θέμα μας, μέ σκοπό τήν κατά Θεόν οἰκοδομή μας τίς ἅγιες μέρες τῆς τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἐπιδημίας στόν κόσμο, θά καταφύγομε σ᾿ ἕνα ὄμορφο κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, τό ὁποῖο ἐν εἴδει κεφαλαίου παραθέτει στόν πνευματικό λειμώνα του, τά «Ἀσκητικά» του. «Θέλω νά ἀνοίξω τό στόμα μου, ἀδελφοί μου», γράφει, «καί νά μιλήσω γιά τήν ὑψηλή ὑπόθεση τῆς ταπεινοφροσύνης, ἀλλά πληροῦμαι ἀπό φόβο, ὅπως ἀκριβῶς νοιώθει δέος αὐτός, πού πρόκειται νά διαλεχθεῖ γιά τό Θεό». Γιά ποιό, ὅμως, λόγο; «Στολή γάρ Θεότητός ἐστιν». Εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη ἡ στολή τῆς Θεότητος. Γιατί; Διότι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί Θεός, προκειμένου νά γίνει ἄνθρωπος, νά ἐνανθρωπήσει, αὐτήν ἐνδύθηκε καί διαμέσου αὐτῆς κατέβηκε στόν κόσμο καί συναναστράφηκε μέ τούς ἀνθρώπους. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Θεός «ἐκένωσε» τόν ἑαυτό του (Φιλ. β΄7) καί «ἐκάλυψε τήν ἀρετήν τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ καί ἐσκέπασε τήν ἑαυτοῦ δόξαν ἐν τῇ ταπεινοφροσύνῃ».
Ἀλλά, γιατί ὁ Θεός ταπεινώνεται; Καί ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος: «Ἵνα μή ἡ κτίσις τῇ αὐτοῦ θεωρίᾳ καταφλεχθῇ»! Πῶς θά μποροῦσε ἡ κτίση νά ἀνεχθεῖ τή θεωρία του; Ἔντρομος καί ἔμπλεος φόβου μήπως δέν ἦταν καί ὁ Μωϋσῆς μπροστά στή φλεγόμενη βάτο (Ἐξ. γ΄ 1κ.ἑξ. Πράξ. ζ΄32); Ἤ μήπως δέν συγκλονίστηκαν ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στό καπνίζον ὄρος Σινᾶ οἱ Ἰσραηλίτες καί μ᾿ ἕνα στόμα εἶπαν στό Μωϋσῆ, ὅτι, ἄν τούς μιλήσει ξανά ὁ Θεός μέ τόν ἴδιο τρόπο, θά πεθάνουν ἀπό τό φόβο τους (Ἐξ. κ΄18); Ἑπομένως, «πῶς οὖν φανερῶς ἡ κτίσις ἠδύνατο δέξασθαι τήν θεωρίαν αὐτοῦ; Διότι ἡ κτίσις οὐκ ἠδύνατο θεάσασθαι αὐτόν, εἰ μή μέρος ἐξ αὐτῆς ἔλαβεν», ἑρμηνεύει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ.
Πόσο ὑπέροχοι, πραγματικά, εἶναι οἱ λόγοι αὐτοί! Πόσο παραστατικά ἀνευρίσκουν οἱ φωτισμένοι Πατέρες μας τό «ἀπόθετον κάλλος» καί τόν «κεκρυμμένον πλοῦτον» τῶν Γραφῶν. Καί πόσο ἁπλά καί μεστά μᾶς τόν προσφέρουν καί μᾶς καλοῦν νά γευθοῦμε τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τους! 
Καί δέν μένουν μόνο στή θεωρία οἱ Πατέρες ἀλλά προχωροῦν στήν πράξη. Καί αὐτός εἶναι ὁ ἄλλος λόγος τῆς ταπείνωσης τοῦ Χριστοῦ. Κανένας, σημειώνει ὁ Ἅγιος, δέν μπορεῖ νά λέγεται καί νά εἶναι χριστιανός καί δέν μπορεῖ νά ἐξομοιωθεῖ μέ τό Θεό, ἄν δέν ἐνδυθεῖ πρῶτα τή στολή, πού ὁ ἴδιος ὁ Χριστός «ἐνεδύσατο»! Ἔτσι, ὅποιος δεχθεῖ καί φορέσει τή στολή, τήν ὁποία ὁ Κτίστης ἐνδύθηκε, «αὐτόν τόν Χριστόν ἐνδύεται»! Ἄν ὁ ἐγωϊσμός, ἐξόρισε τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Παράδεισο, τότε ἡ ταπείνωση, αὐτή καί μόνη μπορεῖ νά μᾶς ἐπαναφέρει στό «ἀρχαῖον κάλλος». Καί ἡ ταπείνωση δέν εἶναι μία ἀρετή. Γιατί, ὅπως «τό ἅλας πάσῃ τροφῇ (δίνει γεύση σέ κάθε φαγητό, ἔτσι) καί ἡ ταπείνωσις (ἀποβαίνει ἀναγκαία) πάσῃ ἀρετῇ». Μέ τόν τρόπο τοῦτο ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος νά γίνει ξανά ὡς ὁ πρωτόπλαστος πρό τῆς παρακοῆς. Καί μέ τό σχῆμα τοῦτο ὅλη «ἡ κτίσις αἰδεῖται τήν θεωρίαν τοῦ ταπεινόφρονος». 
Τί, λοιπόν, μπορεῖ νά εἶναι πιό θεοφιλές καί πιό θεοτερπές στή ζωή μας, ἄν μέσα στίς τόσες ἔγνοιες μας, ὄχι μόνο τῶν Γιορτῶν, ἀλλά καί τῆς καθόλου ἐπί γῆς πορείας μας, μεριμνούσαμε πῶς νά ντυθοῦμε καί νά λαμπρύνομε τόν ἑαυτό μας μέ τή στολή τῆς ταπεινοφροσύνης, «τήν στολήν αὐτήν τῆς θεότητος»!

Πηγή: Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεῦχος 466, Δεκέμβριος 2011.