Ἀγάπη πρός τόν πλησίον



ΕΝΑΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ ἔστειλε μιά μέρα στήν πόλι τόν ὑποτακτικό του ν’ ἀνεβάση στή σκήτη μιά καμήλα γιά νά μεταφέρουν τά καλάθια τους στήν ἀγορά.
Ἐπιστρέφοντας, τόν συνήντησε κάποιος ἄλλος Ἐρημίτης, γείτονάς των, καί τοῦ εἶπε·
− Τί κρῖμα νά μή πάρω εἴδησι πώς κατέβαινες στήν πόλι! Θά σοῦ ζητοῦσα νά ἔφερνες μιά καμήλα καί γιά μένα, νά πάω τά πανέρια μου στήν ἀγορά.
Ὁ ὑποτακτικός τό εἶπε στόν Γέροντά του. Ἐκεῖνος τόν πρόσταξε νά δώση παρευθείς τήν καμήλα στόν γείτονά καί νά τοῦ εἰπῆ πώς τό δικό τους φορτίο εἶναι τακτοποιημένο.
− Πήγαινε μαζί του στήν πόλι κι ὅταν τελειώση ἐκεῖνος, φέρε πίσω τό ζῶο νά φορτώσουμε κι ἐμεῖς.
Ὁ ὑποτακτικός ἔκανε πρόθυμα τήν προσταγή τοῦ Γέροντος. Ὅταν τελείωσε ὁ γείτονας τή δουλειά του ἐπῆρε πάλι τήν καμήλα.
− Ποῦ πηγαίνεις, Ἀδελφέ; Τόν ἐρώτησε ἐκεῖνος.
− Πίσω στή σκήτη νά μεταφέρω τά καλάθια μας. Τήν εὐχή σου, Ἀββᾶ, εἶπε ὁ νέος κι ἔφυγε τρεχᾶτος νά προλάβη.
Λυπήθηκε πολύ ὁ γείτονας σάν ἄκουσε πώς εἶχαν ἀφήσει στή μέση τή δουλειά τους, γιά νά τόν ἐξυπηρετήσουν καί, ὅταν ἐπέστρεψε στήν ἔρημο, ἔβαλε μετάνοια στόν Γέροντα λέγοντας·
− Συγχώρησέ με, Ἀδελφέ, ἀλλ’ ἡ πολλή σας ἀγάπη κέρδισε τόν καρπό τοῦ κόπου μου.

(Ἀπό το Γεροντικό τῆς Θεοδώρας Χαμπάκη πρώην ἡγουμένης τῆς Ἱ.Μ. Ὁσ. Θεοδοσίου, Ἐκδόσεις Ὀρθ. Χριστ. Ἀδελφότητος «ΛΥΔΙΑ»).