Μπροστά στόν Ἐσταυρωμένο


Ἡ φωνή τοῦ Πιλάτου «Τί κακόν ἐ­ποίησεν οὗτος;» ἀκούγεται διά μέσου τῶν αἰώνων μέχρι σήμερα.
Ὁ Πιλᾶτος εἶναι ρωμαῖος πολίτης, ἄρχοντας καί ἐξουσιαστής τῆς Παλαιστίνης. Μπροστά του φέρνουν ἕναν κατάδικο. Ποιός εἶναι, ἀλήθεια, ὁ κατάδικος; Κάτι ἔχει ἀκούσει, ἀλλά δέν τόν ξέρει, δέν τόν γνωρίζει. Τόν ἐντυπω­σιάζει ἡ κακότητα καί ἡ ἀλαφιασμέ­νη συμπεριφορά τοῦ ὄχλου. Ὅλοι φωνάζουν: «Σταυρωθήτω!». Ποιόν νά σταυρώσουν; Τόν Χριστό! Γιατί; Διότι εἶναι ἀπόφασις τοῦ συνεδρίου. Ὅλη τήν νύχτα ὁ Χριστός, μέ δεμένα τά χέρια, στέκεται μπροστά σ’ αὐτό τό συνέδριο, γιά νά ἀκούση τήν καταδικαστική ἀπόφασι.
Τό συνέδριο ἀποτελεῖται ἀπό τόν Ἄννα, τόν Καΐφα, τούς ἀρχιερεῖς, τούς γραμματεῖς καί τούς φαρισαίους. Τοῦ προσάπτουν τήν κατηγορία ὅτι ἐβλασφήμησε τόν Θεό. Ζήτησαν ψευδομάρτυρες. Δέν βρῆκαν. Καί ὅμως, ἡ ἀπόφασις εἶναι καταδικαστική σέ θάνατο. Εἶναι τό ἀνοσιούργημα, τό ἔγκλημα, τό ὁποῖο σημάδεψε τήν ἱστορία ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος.
Τό πρωΐ, πλέον, τόν φέρνουν στόν Πιλᾶτο.
Καμμιά καταδικαστική ἀπόφασις δέν μπορεῖ νά ἐκτελεσθῆ, χωρίς τήν ὑπογραφή τοῦ ρωμαίου κατακτητοῦ. Οἱ ρωμαῖοι, ἄλλωστε, ἦταν οἱ ἄν­θρωποι πού ἐξουσίαζαν τήν περιοχή ἐ­κείνη, ἀλλά ἦταν καί νομομαθεῖς. Τό ρωμαϊκό δίκαιο ἦταν γνωστό καί δέν μποροῦσε ὁ Πιλᾶτος νά διαπράξη καμμία ἀδικία. Καί τούς ἐρωτᾶ:
– Τί κακό διέπραξε ὁ ἄνθρωπος αὐ­τός;
Οἱ τοῦ συνεδρίου δέν ἀπαντοῦν εὐ­θέως. Ὡστόσο βρίσκουν μιά ἀπάντησι;
– Ἄν δέν ἦταν κακοποιός, δέν θά τόν φέρναμε ἐδῶ γιά νά τόν δικάσης, νά τόν καταδικάσης καί νά βάλης τήν ὑπογραφή σου.
Ὁ Πιλᾶτος διαισθάνεται ὅτι μπροστά του ἔχει ἕναν ἀθῶο ἄνθρωπο. Ἡ κατηγορία δέν εἶναι σαφής. Δέν ἔχουν ἀποδείξεις. Δέν μπορεῖ νά σταθῆ μία ἀ­πόφασις ἀτεκμηρίωτη, χωρίς στοιχεῖα. Γι’ αὐτό καί προσπαθεῖ μέ τήν ἀνάκρισι νά βγάλη τήν ἀλήθεια καί νά τοποθετηθῆ.
Στήν προσπάθεια αὐτή συνετέλεσε ἡ γυναῖκα του, ἡ Πρόκλα. «Πρόσεχε», τοῦ λέει. «Μπροστά σου ἔχεις ἕναν ἀ­θῶο ἄνθρωπο. Ὅλη τήν νύχτα ταλαιπω­ρήθηκα μέσα στό ὄνειρό μου, γιά τό πρόσωπο αὐτό. Νά προσέξης νά μήν διαπράξης καμμιά ἀ­δικία». Προσπαθεῖ νά σώση τόν Πιλᾶτο ἀπό ἕνα ὀλίσθημα.
Ἀλλά τά πλήθη ἔξω φώναζαν: «Ἔ­νοχος θανάτου!».
Ἔγινε μία φοβερή πάλη ἀνάμεσα στήν συνείδησι τοῦ Πιλάτου καί στόν λαό ἐκεῖνο πού ἦταν φανατισμένος καί ζητοῦσε τήν καταδίκη τοῦ Χριστοῦ.
Μετῆλθε τά πάντα, γιά νά Τόν σώ­ση. Τελικά, ζήτησε νά ἐπιλέξουν ἀνάμεσα στόν Ἰησοῦ καί τόν κακοῦργο Βαραββᾶ, ἐκεῖνον πού κατά τήν παράδοσι ἔπρεπε νά ἀπολύσουν, πιστεύοντας ὅτι θά ζητήσουν τήν καταδίκη τοῦ ἐγ­κληματία Βαραββᾶ, ἀλλά ἔγινε τό ἀν­τίθετο. «Ἐάν ἀθωώσης τόν Χριστό», τοῦ λένε, «δέν εἶσαι φίλος τοῦ Καίσαρος». Ἔτσι, ἄρχισε ἡ πλάστιγγα νά γέρνη πρός τήν ἄλλη πλευρά. Ὁ Πιλᾶτος ἄρχισε νά κλονίζεται. Ἡ φιλία τοῦ Καίσαρος ἦταν ἀπαραίτητη στόν Πι­λᾶτο. Ἡ συκοφαντία καί ἡ διαβολή εἶ­ναι ἱκανές τούς ἀ­θώους νά τούς κάνουν ἐνόχους καί νά τούς στείλουν στήν φυλακή, στόν θάνατο, στό μαρτύριο. Ὁ Πι­λᾶτος, λοιπόν, ὑποχωρῆ. Ὡστόσο δέν σταματάει νά ἐπιμένη καί νά ἐρω­τᾶ: «Τί κακόν ἐποίησεν;».

* * *

Ἀλήθεια, τί κακό ἔκανες, Χριστέ μου;
Μά δέν ἀκοῦτε; Δέν ἀ­κοῦτε τήν φω­νή τοῦ ἡλίου, τῶν ἀστέρων; Τήν φωνή τῶν ἀγ­γέλων, τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ; Δέν ἀκοῦτε τά ρυάκια, τά ποτάμια, τίς θάλασσες, τίς λίμνες πού φωνάζουν: «Αὐτός εἶναι πού μᾶς ἐποίησε. Αὐτός εἶναι πού μᾶς ἔπλασε, αὐτός εἶναι πού μᾶς δημιούργησε»;
Ἕνας σύγχρονος πατέρας τῆς Ἐκ­κλησίας ἔλεγε: «Ἅ­πλωσε ὁ Θεός τό γαλάζιο πέπλο τῆς ἀγάπης Του πάνω στόν οὐρανό». Γαλάζιος ὁ οὐρανός, γαλάζια καί ἡ θάλασσά μας. Ἅπλωσε καί τό πράσινο πέπλο στήν ὄμορφη φύσι. Βλέπετε πόσο ὄμορφα εἶναι τώρα τήν ἄνοιξι, πού ἀνθίζουν τά λουλούδια καί ἡ γῆ φοράει τά καταπράσινα ἐνδύματά της; Ὅλα αὐτά εἶναι ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο.

* * *

Μά ἡ θέα τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπόψε, μᾶς λέγει πώς ὑπάρχει καί ἡ κόκκινη ἀγάπη, πού θυσιάζεται. Ναί, ὁ Κύριός μας ἐπάνω στόν Σταυρό ἔχυσε τό αἷμα Του, γιά νά ζωογο­νήση καί νά λυτρώση τόν ἄνθρωπο. Γιά νά ἀφανίση τό κράτος τοῦ διαβόλου καί νά ἐπικρατήση ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰω. γ΄ 16).
«Τί κακόν ἐποίησεν;», φωνάζει ὁ Πιλᾶτος. Καί ἡ φωνή αὐτή διά μέσου τῶν αἰώνων ἑνώνεται μέ τίς φωνές τῶν Προφητῶν, τίς φωνές τῶν Ἀποστόλων, καί τίς φωνές τῶν Διδασκάλων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. «Ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄ 22).
«Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁ­μαρτίας;» (Ἰωάν. η΄ 46), εἶναι τό ἐρώτημα πού ἀπηύθυνε ὁ Χριστός μας καί μένει αἰ­ῶνες τώρα ἀναπάντητο. Μπορεῖ νά βρῆ­καν ψεύδη, συκοφαντίες, διαβολές καί βλασφήμιες, γιά νά μειώσουν τήν θεανδρική προσωπικότητα τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἀθεΐζοντες καί οἱ ὑλοφρονοῦν­τες. Ὅ­μως, τό μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ κανένας δέν μπόρεσε νά τό ἀμαυρώση.

* * *

«Τί κακόν ἐποίησεν;». Ἐλᾶτε νά μᾶς τό πῆτε ἐσεῖς οἱ τυφλοί πού σᾶς ἔδωσε τό φῶς. Πόσο ὡραῖα ἐκφράζεται ὁ ποιητής στό ποίημά του «Ὁ τυφλός πρό τοῦ Σταυροῦ», γιά τόν τυφλό ἐ­κεῖ­νο πού ὁ Κύριος τοῦ χάρισε τό φῶς, πού ὅταν, ὅμως, ἔγινε θεατής τῶν συγκλονιστικῶν γεγονότων τῶν παθῶν καί τῆς σταυρώσεως τοῦ Κυρίου ἀνεφώνησε:

«Πῶς; Σύ πού μοὔδωσες τό φῶς,
Ἐσένα πλάνο λένε;
Καί ἦταν γραφτό στά μάτια μου,
νά βλέπουν γιά νά κλαῖνε;
Τί νά τά κάνω καί τῆς γῆς
καί τοῦ οὐρανοῦ τά κάλλη;
Πάρε τό φῶς πού μοὔδωσες
καί τύφλωσέ με πάλι».

Πάρε μου τό φῶς! Δέν ἀντέχω νά βλέπω τέτοια ἀδικήματα. Δέν ἀντέχω νά βλέπω τέτοια ἐγκλήματα!
Ἐλᾶτε καί σεῖς, οἱ λεπροί, πού ὁ Κύριος σᾶς καθάρισε ἀπό τήν λέπρα, οἱ παράλυτοι, πού σᾶς γιάτρεψε, οἱ πεινασμένοι πού σᾶς ἔθρεψε, καί οἱ νεκροί πού σᾶς ἀνέστησε μ’ ἕναν Του λόγο. Ἐ­λᾶτε νά μᾶς πῆτε «Τί κακόν ἐποίησεν;». Ἀντιθέτως, «διῆλθε τήν ζωήν αὐτοῦ εὐεργετῶν καί ἰώμενος», ὁ μεγαλύτερος Εὐεργέτης τῆς ἀνθρωπότητος, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.

* * *

Νά ρωτήσουμε ἀπόψε τόν Ἐσταυρωμένο: Χριστέ, γιατί φορᾶς τό ἀκάνθινο στεφάνι; Ποιός Σοῦ τό ἔβαλε; Οὐ­δέποτε στήν σκέψι Σου φιλοξένησες κα­κό λογισμό. Οὐδέποτε στήν σκέψι Σου σχεδίασες τήν ἁμαρτία. Ναί, οὐδέποτε!
Ὁ Ἀναμάρτητος φόρεσε τήν στολή τοῦ ἐνόχου, γιά νά ἀθωώση ἐμᾶς. Ἐ­μεῖς ἔπρεπε νά φοροῦμε τό ἀκάνθινο στεφάνι, γιατί ἡ δική μας σκέψις, ὁ δικός μας νοῦς εἶναι γεμάτος ἀπό σχέδια πονηρά, ἀπό λογισμούς κακούς καί ἀπό ἀποφάσεις πού μᾶς ἄξιζε τό ἀκάνθινο στεφάνι. Ὄχι ἀκάνθινο στεφάνι, ἀλλά μυρωδάτα λουλούδια βγαλμένα ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, ἀξίζουν στόν νικητή καί θριαμβευτή τοῦ θανάτου καί τῆς ἁμαρτίας, τόν Χριστό.
Χριστέ, γιατί σοῦ φόρεσαν κόκκινη χλαμύδα; Γιά νά σέ περιπαίξουν, νά σέ περιγελάσουν. Γιά νά σέ εἰρωνευθοῦν. Γιά νά σέ χλευάσουν. Ἡ χλαμύδα αὐτή ἀνήκει σέ μᾶς. Γιατί ἐμεῖς καί τό κορμί μας καί τήν ψυχή μας λερώσαμε, μέ ἕνα πλῆθος ἀναρίθμητων ἁμαρτιῶν.
Χριστέ, γιατί σοῦ ἔχουν δεμένα τά χέρια μέ τά σχοινιά τῆς ἁμαρτίας; Ἐσύ δέν ἐποίησες ἁμαρτία. Καί ὅμως, ἀδελφοί μου, τοῦ Χριστοῦ μας Τοῦ δέσαμε τά χέρια, Τοῦ φορέσαμε τό ἀκάνθινο στεφάνι, τήν κόκκινη χλαμύδα, γιά νά Τόν χλευάσουμε καί Τοῦ δώσαμε στό χέρι τό σκῆπτρο τοῦ καλαμιοῦ, γιά ἐμ­παιγμό, γιά περιφρόνησι καί γελοιο­ποίησι.
Χριστέ, γιατί ἔχεις τρυπημένα τά χέρια Σου; Ὅπου ἄγγιξαν τά χέρια σου, καί τά βράχια ἀκόμα τίναξαν ρόδα, τριαντάφυλλα. Ὅταν ἀκούμπησαν τά κεφάλια τῶν ἀθώων παιδιῶν, τά εὐλόγησες. Ὅταν ἀκούμπησαν τούς ἀρρώστους, τούς γιάτρεψες. Ὅταν ἀκούμπησαν τούς λεπρούς, τούς καθάρισες. Τά χέρια αὐτά γιάτρεψαν τόν ἀνθρώπινο πόνο. Χριστέ, τά δικά μας χέρια ἔπρεπε νά τρυπηθοῦν. Γιατί τά δικά μας χέρια ἔγιναν ὄργανα τῆς ἁμαρτίας καί αὐτά θά ἔπρεπε νά γεμίσουν ἀπό τραύματα.
Χριστέ, Σέ βλέπω τρυπημένο καί στά πόδια. Ποιός Σέ κάρφωσε, Χριστέ; Ποιός Σοῦ πλήγωσε τά πόδια; Μά ἀπ’ ὅπου πέρασες, σκόρπισες λουλούδια κι ὀμορφιά, χαρά καί εὐλογίες μέ τά πόδια αὐτά, τά ἁγιασμένα πόδια, τά σωτήρια πόδια. Τά δικά μας πόδια, πού περπατοῦμε στήν λεωφόρο τῆς ἁμαρτίας, αὐτά τά πόδια θά ἔπρεπε, Χριστέ, νά πληγωθοῦν.
Κύριε, καί στήν καρδιά; Βλέπω πληγή στό μέρος τῆς καρδιᾶς! «Λόγχῃ ἐκεντήθη ὁ Υἱός τῆς Παρθένου».
Ἡ δική μας καρδιά, πού πολλές φορές περικλείει τό μῖσος, τήν κακία, τήν ὑπερηφάνεια, τόν ἐγωϊσμό καί εἶναι σπήλαιο ἀγρίων θηρίων, παθῶν τά ὁ­ποῖα κάνουν τήν ζωή μας κόλασι, ἡ δι­κή μας καρδιά ἔπρεπε νά πληγωθῆ. Ἡ καρδιά τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, ἡ καρδιά τοῦ Ἐσταυρωμένου, δέν φιλοξένησε ποτέ μά ποτέ πάθη, ἀδυναμίες, ἐλαττώματα καί ἁμαρτήματα.
Κι ὅμως, ὁ Ἀθῶος παίρνει τήν θέσι τοῦ ἐνόχου, γιά νά ἀθωώση ἐμᾶς καί νά μᾶς λυτρώση ἀπό τό κράτος τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου», ἀ­κούσαμε ἀπό τούς ψάλτες. Ὁ Χριστός μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τήν κατάρα τοῦ νόμου, γενόμενος Ἐκεῖνος κατάρα.

* * *

Ἀδεφοί μου, ἡ θέα τοῦ Ἐσταυρωμένου συγκλονίζει καί τόν πλέον θρησκευτικῶς ἀ­διάφορο ἄνθρωπο.
Γι’ αὐτό, ὅλοι μας προσφέρουμε ἀπόψε τίς τιμές στόν μεγάλο μας Νεκρό, στόν μεγάλο ἀδικημένο, στόν μεγάλο ἀθῶο, Θεάνθρωπο καί ἀναμάρτητο Χριστό. Ὅλοι μας Τοῦ προσφέρουμε τήν ἀγάπη μας, τόν σεβασμό μας, τήν ἐκτίμησί μας, τήν λατρεία μας. Οὐδέποτε θά παύση ὁ Ἐσταυρωμένος νά φωτίζη τούς ἀνθρώπους, νά σαγηνεύη τά πλήθη, νά αἰχμαλωτίζη μέ τήν ἀγάπη Του καί τήν θυσία Του τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων.
Εὑρισκόμεθα πρός τό τέλος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι σᾶς ἀξίζει ὁ δίκαιος ἔπαινος. Καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος παρακολουθούσατε μέ προσοχή, μέ κατάνυξι, μέ σιωπή, μέ συντριβή καρδίας, μέ βαθειά εὐλάβεια τίς Ἀκολουθίες. Ἔτσι πρέπει νά εἶναι τά ἐκ­κλησιάσματά μας. Τιμή σέ σᾶς! Εὐλογημένοι νά εἶσθε.
Νά κρατοῦμε τόν Ἱερό Ναό στό ὕ­ψος τῆς ἀποστολῆς του, γιατί ἐδῶ εἶ­ναι ὁ τόπος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό ἐργαστήριο τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς ψυχῆς μας. Εἶναι ἡ κιβωτός τοῦ Νῶε. Ἐδῶ ἐρ­χόμαστε καί ἀφήνουμε ἕνα δάκρυ, ἕνα δάκρυ μετανοίας, ἕνα δάκρυ εὐγνωμοσύνης. Ἐδῶ ἐναποθέτουμε τίς ἐλπίδες μας καί τήν καρδιά μας στόν Χριστό.
Στόν Ἐσταυρωμένο, ἀδέλφια μου, ἐναποθέτουμε ὅ­λα μας τά προβλήματα, προσωπικά, οἰκογενειακά, ὅλα τά βάσανα καί τίς στενοχώριες μας, γιατί ἀπ’ Αὐτόν, τόν Ἐσταυρωμένο, ἀντλοῦμε θάρρος, κουράγιο, δύναμι καί, προπαν­τός, τήν χάρι, διότι διά τῆς σταυρικῆς Του θυσίας ἐμεῖς πήραμε τήν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν.
«Ἐσταυρώθης δι’ ἐμέ, ἵνα ἐμοί πηγάσῃς τήν ἄφεσιν· ἐκεντήθης τήν πλευράν, ἵνα κρουνούς ζωῆς ἀναβλύσῃς μοι», ἀκοῦμε στά τροπάρια πού ψάλλονται ἀπόψε. Σταυρώθηκε γιά νά μᾶς δώση τήν χάρι.
Χαριτωμένοι καί εὐλογημένοι, ἀποφασισμένοι, μέχρι τέλους, νά μείνουμε χριστιανοί, ἑδραῖοι καί ἀμετακίνητοι ἐδῶ πού μᾶς τοποθέτησε τό χέρι τοῦ Θεοῦ. Μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μαζί μέ τόν Ἐσταυρωμένο, ἀκολουθοῦντες πιστά τά βήματά Του, γιά νά περάσουμε, μετά ἀπό τήν σταύρωσί Του, καί ἐμεῖς στήν ἔνδοξο καί λαμπροφόρο ἀνάστασί Του. Ἀμήν.

Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο «Προσκυνοῦμέν Σου τά Πάθη Χριστέ» τοῦ Ἀρχιμ. Θεοφίλου Ζησοπούλου, ἐκδόσεις Ὀρθοδ. Χριστ. Ἀδελφ. ΛΥΔΙΑ.