Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ


Μέρος Α΄

Ὀκνηρία, ἀπόγνωση, δίψα γιά ἐξουσία


Γιά τήν πλειονότητα τῶν πιστῶν ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι ταυτισμένη πάνω ἀπ’ ὅλα μέ τή σύντομη εὐχή πού ἀποδίδεται στόν ἅγιο Ἐφραίμ τό Σύρο, ἕναν Πατέρα τοῦ τετάρτου αἰώνα. Ἡ εὐχή ἀπαγγέλεται στό τέλος κάθε ἀκολουθίας τῆς Σαρακοστῆς, καθῶς καί ἀπό τούς πιστούς ὡς μέρος τῆς πρωσοπικῆς τους προσευχῆς. Ἐκφράζει μέ ἀκρίβεια, συνοπτικότητα καί ἁπλότητα τό νόημα καί τό πνεῦμα ὅλων αὐτῶν πού οἱ χριστιανοί γιά αἰῶνες ἀπέδιδαν στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δῷς.
Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.
Ναί, Κύριε βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα και μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου· ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς aἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Αὐτά εἶναι ἀρχαῖα λόγια. Ἄς προσπαθήσουμε ὅμως νά διεισδύσουμε πίσω ἀπό τήν ἀρχαία ἐπιφάνεια στό νόημα καί στήν οὐσία τους, ὅπως γύρω στά πενήντα μέ ἑξήντα χρόνια πρίν ἐπιστήμονες ἔμαθαν νά μετακινοῦν τήν ἐπιφανειακή σκόνη καί καπνιά ἀπό τίς παλιές εἰκόνες.
Οἱ πρώην σκοτεινές εἰκόνες (τόσο μάλιστα σκοτεινές, ὥστε ὁ συγγραφέας Βασίλεος Ροζάνοφ νά ὀνομάσει τό βιβλίο του γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Σκοτεινή Εἰκόνα) φωτίστηκαν ξαφνικά και ζωντάνεψαν, ἀκτινοβολώντας τέτοια καταπληκτικά χρώματα, τέτοια χαρά καί φῶς, ὥστε ὅλα ὅσα καταλαβαίναμε πρίν ὄχι μόνο γιά τίς εἰκόνες, ἀλλά καί γιά τούς πνευματικούς τόνους καί ρυθμούς τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ἀρχαίας εὐσέβειας, νά ἔχουν ἀλλάξει γιά πάντα. Τό ἴδιο πρέπει νά γινει ὄχι μόνο μέ τίς εἰκόνες, ἀλλά καί μέ ἄλλες θεμελιώδεις ἐκφράσεις τῆς πίστης καί τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐχθροί της θέλουν νά τήν ἐκτοπίσουν στά μουσεῖα, νά πείσουν τούς ἀνθρώπους νά τήν ἐξισώσουν μέ ξεπερασμένες ἰδέες καί ἀντιλήψεις τῆς ἀρχαιότητας, καί νά ἀποδείξουν τήν ἀχρηστία της.
Ἀληθεύει ὅμως αὐτό; Ἄς ἐπανέλθουμε στήν εὐχή τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου. Ἄς ἀκούσουμε προσεκτικά τήν τόσο ἁπλή ἱκεσία ἑνός ἀνθρώπου πού ἀναγνωρίζει τήν ψευτιά τῆς ζωῆς του καί τοῦ περιεχομένου της: “πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δῷς”. Κατ’ ἀρχάς, “μή μοι δῷς”: προστάτεψέ με, ὑπεράσπισέ με, ἀπελευθέρωσέ με. Ἀπό τί; Ἀπό ἐλαττώματα πού ἐμφανίζονται τόσο κανονικά καί συχνά, ὅπως τό “πνεῦμα ἀργίας”; “ Ὅπως καί νά ’χει, τί εἴδους ὀκνηρία θά μπορούσαμε πιθανῶς νά ἐξομολογηθοῦμε,” λέει κάποιος στή σημερινή κοινωνία, “ὅταν ὅλοι μας εἴμαστε ἐξαντλημένοι ἀπό τή δουλειά, ὅταν ὁ ρυθμός τῆς ζωῆς γίνεται συνέχεια ὅλο καί πιό ταχύς, ὅταν λίγη ὀκνηρία φαίνεται πώς εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι χρειαζόμαστε περισσότερο ἀπ’ ὅλα;” Στήν εὐχή ὅμως αὐτή ἡ λέξη “ἀργία” δέ σημαίνει καθόλου ἀδράνεια ἤ σωματική ἀνάπαυση· πάνω ἀπ’ ὅλα σημαίνει κενό. “Ἀπελευθέρωσέ με ἀπό τό πνεῦμα τῆς κενότητας”. Ἐδῶ μᾶς δείχνεται ἀμέσως ἡ πρώτη τρομερή ἀρρώστια τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος: ἡ κενότητα. Μάλιστα, ἐργαζόμαστε, βιαζόμαστε, τρέχουμε κυριολεκτικά ἀπό τό πρωΐ ὥς τό βράδυ, ἀλλά ποιά εἶναι ἡ οὐσία, ποιό εἶναι τό νόημα αὐτῆς τῆς βιασύνης καί ματαιότητας; Δέ συμβαίνει κάποιες φορές νά σταματᾶμε ξαφνικά γιά μιά στιγμή, καί τότε στή σιγή πού μᾶς περιτριγυρίζει γίνεται ἀκόμα πιό φανερή ἡ κενότητα καί ἡ ἔλλειψη νοήματος στή ζωή μας; Τά λόγια τοῦ ποιήματος εἶναι τρομακτικά στήν ἀλήθεια καί στήν ἁπλότητά τους: “ Ἡ ζωή ἔφερε μεγάλη ἀναστάτωση καί μετά ἔφυγε”. Αὐτός εἶναι ἴσως καί ὁ λόγος πού κλείνουμε τά αὐτιά μας μέ τή δουλειά, καί ὁ λόγος πού ὁ κόσμος γύρω μας κάνει τόσο πολύ θόρυβο καί φασαρία, ἐπειδή ὅλοι προσπαθοῦν νά κρύψουν αὐτή τήν ἄβυσσο τοῦ κενοῦ ἀπό τούς ἴδιους καί ἀπό τούς ἄλλους. Πρός τί ὅμως αὐτό; Ποῦ ὁδηγεῖ; Γιατί; “ Ἡ ζωή ἔφερε μεγάλη ἀναστάτωση καί μετά ἔφυγε...”. Ἔτσι ἐδῶ, σ’ αὐτή τήν εὐχή, εἰσχωρώντας βαθιά μέσα μας, καί συλλαμβάνοντας μιά φευγαλέα ματιά ἀπό αὐτό τό τόσο βραχύ δῶρο τῆς ζωῆς, ζητᾶμε νά σωθοῦμε καί νά προστατευθοῦμε, νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τή ρίζα κάθε κακοῦ: ἀπό την κενότητα, ἀπό τήν ἔλειψη νοήματος, ἀπό τήν τρομακτική χρεωκοπία τῆς ψυχῆς μέσα στήν ὁποία τόσο συχνά ζοῦμε...
“Πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας...”. Μετά τήν ἀργία και τήν κενότητα, ἀναπόφευκτο ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ ἀπόγνωση. Γιατί ὅλοι οἱ διδάσκαλοι, ὅλοι οἱ σοφοί ἄνδρες καί γυναῖκες πού ἔχουν θεολογήσει πάνω στή φύση τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος καί τῆς συνείδησης ἀνέκαθεν ἐθεώρησαν τήν ἀπόγνωση ὡς τήν τρομερότερη ἁμαρτία, ὡς τό πλέον δυσθεράπευτο κακό; Τί εἶναι ἡ ἀπόγνωση; Δέν ἔχουμε ὅλοι αἰσθανθεῖ αὐτή τήν παράξενη διάβρωση τῆς ἐνέργειας τῆς ψυχῆς, αὐτή τήν ἀνεξήγητη θλίψη πού ξαφνικά κατέρχεται σέ ὅλα τά πράγματα γύρω μας ἔτσι ὥστε ἀκόμη καί ἡ πλέον λαμπερή ἡλιόλουστη ἡμέρα νά γίνεται ἀχρείαστη, ἄδεια, ἀνώφελη; Λέμε, “αἰσθάνομαι ἀτονία”, καί τό σούρουπο πέφτει στήν ψυχή. Αὐτή εἶναι ἡ ἀπόγνωση. Εἶναι καλό νά μπορέσουμε νά προλάβουμε καί νά στηριχθοῦμε. Εἰδάλλως πνίγουμε ἁπλῶς τήν ἀπόγνωση σέ ὅ,τι διαθέτουμε ἐκείνη τή στιγμή, στή δουλειά, στό ἀλκοόλ, σέ ὁ,τιδήποτε... Ξαναγυρίζει ὅμως, βρίσκεται συνέχεια κάπου τριγύρω, περιμένοντας τήν κατάλληλη στιγμή, ἀπειλώντας κρυμμένη. Ἐπιστρέφει, ἐπειδή στό βαθύτερο καί πιό κρυμμένο μέρος τῆς ψυχῆς μας, παρά τίς προσπάθειες νά τήν κρύψουμε ἀκόμη κι ἀπό τόν ἑαυτό μας, ὁ καθένας μας συνειδητοποιεῖ κατά κάποιο τρόπο τή ματαιότητα μιᾶς ζωῆς πού ἔρχεται ἀντιμέτωπη μέ τό θάνατο. “Συνεχῶς ἀμφισβητοῦμε,” ἔγραφε ὁ ποιητής Χάινριχ Χάινε, “μέχρις ὅτου ἕνας σβῶλος γῆς φράξει τό λαιμό μας· μπορεῖ ὅμως αὐτό νά εἶναι ἡ ἀπάντηση;”  Ὅταν αὐτή ἡ αἴσθηση ἔλθει στήν ἐπιφάνεια μέσα στό θόρυβο και τή ματαιότητα τῆς ζωῆς, τότε τά πάντα γύρω μας φαίνονται δίχως νόημα, μάταια, ἄχρηστα, ἄκαρπα. Ἀπό αὐτή δέ τήν ἐμπειρία προέρχεται ἡ προσευχή: “ἐλευθέρωσέ μας ἀπό τήν ἀπόγνωση”. Αὐτό δέν εἶναι ἀδυναμία, οὔτε φόβος, ὅπως ὑποθέτουν οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως· εἶναι ἡ μόνη ἀπάντηση πού ἀξίζει σέ ἀνθρώπους· νά κοιταχθεῖ κατά πρόσωπο ἡ ἀπόγνωση, νά μήν κρυφτεῖ κανείς ἀπ’ αὐτή, ἀλλά νά ἀναζητήσει τούς τρόπους γιά νά τήν ξεπεράσει...
“Πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας...”. Ἡ εὐχή στρέφεται σ’ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας, σ’ ἕνα διαφορετικό “κλειδί” γιά τήν ἑρμηνεία τῆς τραγωδίας της. “Φιλαρχία” δέν σημαίνει ἁπλῶς ἀγάπη γιά τήν ἐξουσία καί κυριαρχία πάνω σέ ἄλλους ἀνθρώπους, ἐπειδή σ’ αὐτή τήν ἁπλή καθαρή μορφή ἡ δίψα τῆς ἐξουσίας δέν ἀπαντᾶται ἴσως τόσο συχνά. Ἀλλά μέ μιά ἄλλη βαθύτερη μορφή εἶναι χαρακτηριστικό ὅλων μας καί εἶναι πηγή τρομερῆς ἀδικίας στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ δίψα τῆς ἐξουσίας πρέπει νά συσχετιστεῖ μέ τόν ἄλλο ἄνθρωπο ὡς μέσο καθαυτό, πῶς μπορεῖ δηλ. νά χρησιμοποιηθεῖ ὁ ἄλλος ἄνθρωπος. Μ’ ἄλλα λόγια δίψα γιά ἐξουσία εἶναι ἡ ἐσωτερική ὑποταγή τῶν πάντων σέ μένα, τό κοίταγμά τους ἀπό τήν ἄποψη τῶν δικῶν μου ἀναγκῶν καί συμφερόντων, μέ κέντρο τόν ἑαυτό μου ὡς τή μεγαλύτερη καί μοναδική ἀξία.

Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ ἐτήσιος ἐκκλησιαστικός κύκλος, Ἐκδόσεις Ἀκρίτας.