Περί υπακοής



Κάποτε, ενώ καθόμαστε μαζί στην τράπεζα, ο μέγας εκείνος Ηγούμενος έγειρε στο αυτί μου το άγιό του στόμα και μου λέγει: «Θέλεις να σου δείξω θεϊκό φρόνημα μέσα σε βαθύτατο γήρας»; Αφού δε εγώ τον παρεκάλεσα γι΄αυτό, φωνάζει ο δίκαιος κάποιον από το δεύτερο τραπέζι, πού ωνομαζόταν Λαυρέντιος και είχε σαράντα οκτώ περίπου χρόνια στο Μοναστήρι -ήταν μάλιστα και ο δεύτερος κατά σειράν πρεσβύτερος στο ιερατείο της Μονής. Ήλθε λοιπόν ο Λαυρέντιος, έβαλε μετάνοια στον Ηγούμενο και εκείνος του έδωσε την ευλογία του. Αφού όμως σηκώθηκε, δεν του είπε τίποτε απολύτως, αλλά τον άφησε να ίσταται όρθιος εμπρός στο τραπέζι και χωρίς να τρώγη (ενώ ευρισκόμεθα ακόμη στην αρχή του γεύματος).
Και έμεινε στην θέσι αυτή όρθιος μία ολόκληρη ώρα, ίσως και δύο, ώστε εγώ έφθασα στο σημείο να εντρέπωμαι και να ατενίσω ακόμη κατά πρόσωπον τον εργάτη αυτόν της αρετής, πού ήταν ολόλευκος γέρων ογδόντα ετών. Περίμενε εκεί, χωρίς να λάβη απάντησι, μέχρι τέλους του φαγητού, οπότε, όταν εμείς σηκωθήκαμε, τον στέλνει ο Όσιος στον μέγα Ισίδωρο, πού ανέφερα ενωρίτερα, να του ειπή την αρχή του τριακοστού ενάτου Ψαλμού, (δηλ.: «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι, και εισήκουσε της δεήσεώς μου»).
Ύστερα από αυτό εγώ σαν πονηρότατος δεν παρέλειψα να εξετάσω και να δοκιμάσω τον γέροντα. Τον ερώτησα λοιπόν, τι σκεπτόταν όλη αυτή την ώρα, όρθιος, εμπρός στο τραπέζι. «Ουδέποτε -μου απήντησε- έβαλα στο νου μου ότι με διατάζει ο Ηγούμενος, αλλ΄ ο Θεός, διότι στο πρόσωπο του Ποιμένος ετοποθέτησα την εικόνα του Χριστού. Διά τούτο, πάτερ Ιωάννη, την ώρα εκείνη προσευχόμουν στον Θεόν, σαν να ευρισκόμουν όχι εμπρός σε τραπέζι ανθρώπων, αλλ΄ ενώπιον του θείου θυσιαστηρίου. Δεν δέχθηκα κανέναν πονηρό λογισμό εναντίον του Ποιμένος, εξ αιτίας της εμπιστοσύνης και της αγάπης πού τρέφω απέναντί του, διότι, όπως έχει λεχθή, «η αγάπη ού λογίζεται το κακόν» (Α΄ Κορινθ. ιγ΄ 5). Επί πλέον όμως, γνώριζε και τούτο, πάτερ, ότι αυτός πού θα παραδώση τον εαυτόν του αυτοπροαίρεται στις αρετής της απλότητος και της ακακίας, δεν παραχωρεί πλέον στον πονηρό «χώραν ή ώραν», για να τον βλάψη.

Από την Κλίμακα του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου. Λόγος Τέταρτος, Περί Ὑπακοής.
Πηγή: Orthodox Fathers |