Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ


Ὁ μεγάλος Σπορέας


Ποιός θά μποροῦσε νά πῆ, ἀδελφοί μου, ὅτι ὁ σπορέας τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελικοῦ Ἀναγνώσματος εἶναι εὐχαριστημένος ἀπό τό ἔργο τῆς σπορᾶς; Γιά τό ἔργο αὐτό μᾶς μιλάει ἡ σημερινή παραβολή, ἡ ὁποία καθιερώθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας νά ἀναγινώσκεται σ᾿ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Ναούς τῆς Πατρίδος μας, τήν τετάρτη Κυριακή τοῦ Λουκᾶ, γιά νά ὑπενθυμίζη στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἀπό τήν Κυριακή αὐτή ἀρχίζει ὄχι μόνο ἡ σπορά τοῦ φυσικοῦ σπόρου, γιατί εἶναι ἡ περίοδος τοῦ Φθινοπώρου, ἀλλά ἀρχίζει καί ἡ πνευματική σπορά.
«Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τόν σπόρον αὐ­τοῦ…». Ἔτσι ἀρχίζει ἡ παραβολή. Μᾶς παρουσιάζει, δηλαδή, ἕναν σπορέα πού ἐξῆλθε στήν σπορά καί σκόρπισε στό χωράφι τόν σπόρο του. Καί ἕνα μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε πάνω στόν πατημένο δρόμο, πού ἦταν σάν ἄσφαλτος. Ὁ σπόρος πού ἔπεσε πάνω στόν δρόμο δέν ρίζωσε, δέν ἔπιασε. Ἦρθαν τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί κατέφαγαν τόν σπόρο. Ἕνα ἄλλο μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε σέ ἔδαφος πετρῶδες καί «φυέν ἐξηράνθη διά τό μή ἔχειν ἰκμάδα.» Ἀφοῦ ἔπεσε πάνω στίς πέτρες δέν ἦταν δυνατόν νά ριζώση, νά ἀνθίση καί νά καρποφορήση. Καί τό τρίτο μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε σέ τόπο πού ἦσαν πολλά ἀγκάθια «καί συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό». Ἔπνιξαν τά ἀγκάθια τόν σπόρο.  Τό τέταρτο μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε σέ καρποφόρο γῆ. Ἔπεσε σέ ἔδαφος καλό. Ἔδαφος πού ἔδωσε τό ἕνα ἑκατό. Ἐδῶ πρέπει ὁ σπορέας νά αἰσθάνεται ἱκανοποίησι, γιατί ὁ κόπος του δέν πῆγε χαμένος, ἀλλά ἀπέδωσε τό ἕνα ἑκατονταπλασίονα. Καί νά, πῶς ὁ Κύριος ἑρμήνευσε τήν παραβολή στούς μαθητάς του:
Σπορέας εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Σπόρος εἶναι ὁ λόγος Του, τό Εὐαγγέλιό Του, ἡ διδασκαλία Του, πού τήν σκορπάει πάνω στόν πλανήτη αὐτό. Ἕνα μέρος τοῦ σπόρου πέφτει σέ σκληρές καρδιές, στούς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἔπαρσι, ἐγωϊσμό, ὑπερηφάνεια· πού ἔχουν θεοποιήσει τόν ἑαυτό τους, πού δέν τούς ἐνδιαφέρει καί δέν ἀποδέχονται τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, δέν τούς ἐνδιαφέρουν τά πνευματικά. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι δοσμένοι στό χρῆμα, στό χρηματιστήριο, στόν τζόγο, στήν ἀπόλαυσι τῶν ὑλικῶν καί ἀ­διαφοροῦν γιά τά πνευματικά ἀγαθά. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού ἔχασαν τόν προ­ορισμό τους. Λησμόνησαν ἀπό ποῦ προ­ῆλθαν, ποῦ πᾶνε καί ποῦ θά καταλήξουν. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν πνευματικά ἐνδιαφέροντα. Ἔσβησαν ἀ­πό τόν ὁρίζοντά τους τόν κόσμο τῆς αἰωνιότητος. Μπορεῖ νά ἔχουν κάποιες μεταφυσικές ἀνησυχίες, ὅ­μως οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς, τό χῶμα, ἡ λάσπη, τά πρόσκαιρα, τά ἐφήμερα, τούς ἔχουν ἑλκύσει, τούς ἔχουν αἰχμαλωτίσει. Ἔχουν παγιδεύσει τήν καρδιά τους καί δέν τήν ἀφήνουν νά ἀποδεχθῆ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Καί ἔρχονται τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ. Ἔρχονται τά πονηρά πνεύματα, πού συντελοῦν ἀκόμη περισσότερο στήν ἀπομάκρυνσι τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, στήν περιφρόνησι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.

Τό Εὐαγγέλιο στήν ζωή μας

Δέν εἶναι ἀρκετό, ἀδελφοί μου, νά ἀποδεχώμεθα τό «Ὀρθόδοξος Χριστιανός», ὅταν δέν ἔχη ἀντίκρυσμα. Πρέπει νά τοῦ δώσουμε νόημα καί περιεχόμενο. Κι’ αὐτό γίνεται πότε; Ὅταν τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου τά πάρουμε καί ἀπό θεωρία τά κάνουμε πρᾶξι. Αὐτόν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ὀφείλουμε ὅλοι μας νά διαφυλάξουμε καί νά διατηρήσουμε στήν ζωή μας, ὥστε νά ἀποτελῆ τό φῶς πού θά φωτίζη τήν πορεία μας μέσα στήν νυχτιά τῆς ζωῆς. Νά ἀποτελῆ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γιά τόν καθένα μας τήν τροφή τῆς ψυχῆς, ὥστε, ὅταν γύρω μας ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού λιμοκτονοῦν, ἐμεῖς νά νοιώθουμε πνευματική εὐρωστία, πνευματική δύναμι καί πνευματική αἰσιοδοξία. Νά ἀγωνιζώμεθα, νά παλεύουμε μέ τό κακό καί τήν ἁμαρτία καί μέ γενναιότητα νά δίνουμε τήν μάχη, νά κερδίζουμε τήν νίκη καί νά παίρνουμε τό στεφάνι τοῦ νικητοῦ.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νά εἶναι γιά τόν καθένα μας ἡ δροσιά τῆς ψυχῆς μέσα στήν κάψα τῆς ζωῆς, ὅπου ἡ ἁμαρτία μᾶς περικυκλώνει, ζαλίζει τήν σκέψι μας, νεκρώνει τήν θέλησί μας καί χάνουμε τόν προσανατολισμό μας. Μέσα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νά εἶναι ἡ δροσιά τῆς ψυχῆς.
Μέσα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νά εἶναι ἡ ναυτική πυξίδα πού θά κατευθύνη τήν πορεία τοῦ καραβιοῦ τῆς ζωῆς μας. Μέσα στό πέλαγος τῆς ζωῆς δέν θά ναυαγήσουμε, δέν θά χαθοῦμε· δέν θά πνιγοῦμε μέσα στά κύματα τῆς ἁμαρτίας, ὅταν γνωρίζουμε ὅτι στά χέρια μας κρατοῦμε τήν πνευματική πυξίδα, πού μᾶς προσανατολίζει στήν πραγματική μας πατρίδα, στήν Οὐράνιο Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Πνευματική ἀκαρπία

Σήμερα ἀποτελεῖ κοινή διαπίστωσι πώς ἔχουμε μεγάλη ἀκαρπία. Κι’ ὅμως, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἔπαυσε νά ἀκούγεται συχνά καί παντοῦ. Ἀκούστηκε, ὅταν μίλησε ὁ Κύριός μας ἐδῶ πάνω στήν γῆ. Μίλησε καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος στά  Ἱεροσόλυμα καί πίστευσαν 3.000 ἄνθρωποι. Κήρυξε ὁ ἀπ. Πέτρος στήν στοά τοῦ Σολομῶντος καί πίστεψαν 5.000 ἄνθρωποι. Κήρυξε ὁ ἀπόστολος Φίλιππος στά Ἱεροσόλυμα καί πίστεψαν πολλοί, γυναῖκες καί ἄνδρες. Κήρυξε καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Κύπρο μέ τόν ἀπ. Βαρνάβα καί κέρδισαν τόν Σέργιο Παῦλο, τόν ἀνθύπατο, καί τόν ἔφεραν στό φῶς καί τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Κήρυξε καί στούς Φιλίππους καί πίστεψε ἡ πορ­φυρόπωλις Λυδία, τό ὄνομα τῆς ὁποίας ἰδιαιτέρως μᾶς συγκινεῖ ἐμᾶς ἐδῶ τούς Μακεδόνες, γιατί εἶναι ἡ πρώτη Ἑλληνίδα Χριστιανή τῆς Εὐρώπης καί ὁ πρωτόλειος καρπός τοῦ κηρύγματος τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Κήρυξε καί στήν ἀγαπημένη μας Θεσσαλονίκη καί ἐκεῖ πίστεψαν πολλές γυναῖκες καί μάλιστα τῆς ἄρχουσας τάξεως, τῆς ἀριστοκρατίας τῆς πόλεως. Κήρυξε ὁ ἀπ. Παῦλος καί στήν Ἀθήνα, καί πίστεψε ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καί ἡ Δάμαρις.
Καί σήμερα κηρύττεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει πολλά μέσα καί τρόπους μέ τούς ὁποίους διαδίδει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀκούγεται προφορικά τό κήρυγμα μέσα στούς Ἱερούς Ναούς, ἀλλά καί ἀπό τά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημερώσεως. Καί ἄς προσθέσουμε, ἀκόμη, ὅτι εἶναι χιλιάδες τά ἀντίτυπα τῆς Καινῆς Διαθήκης πού κυκλοφοροῦν ἀνά τόν κόσμο ὁλόκληρο καί στήν Πατρίδα μας. Ἔχει δέ μεταφρασθῆ, ἀπό τήν ἑλληνική, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σέ πάνω ἀπό 1500 γλῶσσες τοῦ κόσμου.
Αὐτό τό Εὐαγγέλιο τό ἔχουμε κι’ ἐμεῖς στά χέρια μας, τό ἀκοῦμε, τό μελετοῦμε, τό διαβάζουμε, ἀλλά πρέπει νά τό ἐφαρμόζουμε. Θά περιμέναμε ὁπωσδήποτε καλύτερη καρποφορία. Θά περιμέναμε νά δοῦμε καλύτερα ἀποτελέσματα, θά θέλαμε νά δοῦμε τήν κοινωνία μας νά συνέχεται ἀπό τόν νόμο τοῦ Εὐαγγελίου καί νά συγ­κροτῆται ἀπό χριστιανούς πού ἔχουν μέσα τους πίστι καί φλόγα, ἁγία καί ἐνάρετη ζωή.
Δυστυχῶς, ἡ ἀκαρπία πού μᾶς μαστίζει ὀφείλεται καί σέ σᾶς, τούς ἀκροατάς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί σέ μᾶς πού κάνουμε τόν σπορέα, πού θέλουμε νά κηρύξουμε τό Εὐαγγέλιο. Τό Εὐαγγέλιο χάνει τήν δύναμί του, λόγω τῆς δικῆς μας ζωῆς, τῆς δικῆς μας πνευματικῆς ἀκαταστασίας, τῶν ἀδυναμιῶν μας, τῆς ἀσυνεπείας μας ἔναντι τοῦ Εὐαγγελίου. Τά ξέρετε τά ἐ­λα­ττώματά μας. Ξέρετε τίς ἀδυναμίες μας. Ξέρετε τήν ζωή μας. Δέν σᾶς κάνουμε τόν ἅγιο. Εἴμαστε κι’ ἐμεῖς ἁμαρτωλοί ὅπως κι’ ἐσεῖς. Ὅμως, τά λόγια πού σᾶς μεταφέρουμε δέν εἶναι δικά μας. Εἶναι λόγια τοῦ Θεοῦ. Σᾶς μεταφέρουμε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι μηνύματα καί γράμματα ἀπό τόν Οὐρανό. Ἐμεῖς μπορεῖ νά ἔχουμε καρκινώματα στό πρόσωπο· ὅμως, τά γράμματα πού σᾶς μεταφέρουμε εἶναι γραμμένα μέ τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Τέτοια γράμματα κανένας δέν ἔχει τό δικαίωμα νά τά περιφρονήση. Ὅταν ἀκοῦτε δικά μας λόγια πετάξτε τα στίς λάσπες. Ὅταν, ὅμως, ἀκοῦτε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ κρατῆστε τον, φυλάξτε τον, τηρῆ­στε τον, ἐφαρμόστε τον, μεταφράστε τόν λόγο σέ πρᾶξι, καί τότε, θά ἔχουμε καρποφορία πλουσία. Αὐτή εἶναι καί ἡ θερμή μας εὐχή: Νά σπαρῆ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στίς καρδιές καί νά καρποφορήση.

Ὁ καθένας μας καί ἕνας κήρυκας

Σποριάδες, βεβαίως, εἶσθε κι’ ἐσεῖς πού μ᾿ ἀκοῦτε. Τό Εὐαγγέλιο διαδόθηκε ὄχι μόνο ἀπό τούς   Ἀποστόλους, τούς ἀ­πεσταλμένους τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο ἀπό τούς ἀρχιερεῖς, τούς ἱερεῖς, τούς κήρυκας, τούς θεολόγους, ἀλλά καί ἀπό ἁπλούς ἀνθρώπους. Ὁ χριστιανισμός πέρασε στήν Ρώμη ἀπό ἐμπόρους. Ὅλοι τότε ἦταν ἀπόστολοι, ὅλοι ἦταν μαθηταί, ὅλοι ἦταν κήρυκες. Νά κηρύξουμε ὅλοι. Γονεῖς, διδάσκαλοι, ὅπου κι’ ἄν βρισκόμαστε· ὁ καθένας μας, νά εἴμαστε ἕνας κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου. Ὄχι μόνο μέ τήν γλῶσσα, ἀλλά καί μέ τήν ζωή μας. Καί τότε, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ θά εἶναι καρποφόρος, τότε, θά ἔχουμε θετικά ἀποτελέσματα τῆς σπορᾶς. Τότε, θά ἀλλάξη ἡ κοινωνία μας, ὅταν ὅλοι μας θελήσουμε νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τόν νόμο καί τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Ἀμήν.

Πηγή: Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεῦχος 416, Ὀκτώβριος 2007.