Σηκώθηκε μέ τό ἀριστερό πόδι...



Στά βάθη τῆς θαλάσσης, ὅπου ποτέ δέν φθάνουν οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, ὅπου δέν ἔχει πιά ἡ φύσι χρώματα, ὅπου ἡ θερμοκρασία διατηρεῖται σταθερά γύρω ἀπό τό 0, ὅπου ἡ ὑπέρμετρη πίεσι τοῦ νεροῦ μπορεῖ νά συντρίψῃ τά πάντα, σ’ αὐτό τό σκοτεινό νοκροταφεῖο τῶν κυμάτων –ὦ τοῦ θαύματος!– ζοῦν ψάρια μέ δικό τους φῶς. Τίποτα ἀπό τήν ἡλιακή ἐνέργεια δέν φθάνει ὥς ἐκεῖ, τίποτα ἀπό τήν μοναδική αὐτή πηγή τοῦ ἐπιγείου φωτός. Σκοτάδι καταπνικτικό καί κατάψυχρο ἁπλώνεται κάτω ἀπό τά κύματα τῶν ὠκεανῶν, ἀλλά ἡ σοφία τοῦ Δημιουργοῦ ἐπρονόησε γιά τά σκοτεινά αὐτά μέρη κι’ ἐδημιούργησε ψάρια πού σάν τεχνητές λάμπες φωτίζουν κατά διαστήματα τοῦτο τό σκοτάδι. Μερικά ἀπό ταῦτα τά ψάρια ἔχουν πίσω τους ἀδένες, πού λάμπουν σάν μαργαριτάρια, ἄλλα ἔχουν στό κεφάλι τους ἕνα εἶδος φακοῦ, πού δέχεται ἀπό τούς ἀδένες τό φῶς, τό συμπυκνώνει καί τό ἀντανακλᾷ πρός τά ἐμπρός, σάν προβολέας.

Ἑπομένως, παιδί μου, ἄν αὐτά τά σκοτεινά βάθη τοῦ ὠκεανοῦ κρύβουν ζωή μέ τόσην ἀκτινοβολία, δέν ἔχεις κανένα λόγο, ἄν ἡ κακή διάθεσι ἔλθῃ γιά μιά στιγμή μέσα στήν ψυχή σου, νά ἀφίνεσαι νά σέ κυριεύουν οἱ μαῦρες ἰδέες, δέν ἔχεις κανένα λόγο νά σηκώνεσαι «μέ τό ἀριστερό πόδι...». Ναί, προσπάθησε νά εἶσαι εὔθυμος σάν τό πουλάκι, καί ἡ φωτοβόλος δύναμι τῆς ψυχῆς σου θά ξεπεράσῃ τήν ἀκεφιά σου. Ἄς εἶσαι πάντοτε μέσα στό σπίτι σου πηγή ζωῆς, χαρᾶς, εὐθυμίας καί φωτός, καί πρό παντός ὅταν τά μαῦρα πέπλα τῆς θλίψεως, τῶν ὑλικῶν φροντίδων καί τῶν ποικίλων κακῶν τῆς ζωῆς σκεπάζουν τήν ψυχή τῶν γονέων σου. «Φῶς ἐγγύς ἀπό προσώπου σκότους» (Ἰώβ 17,12). Μετά τό σκοτάδι ἔρχεται τό φῶς, μετά τήν βροχή, ὁ καλός καιρός.

Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Tihamer Toth, Ἡ πιό ὑπέροχη νίκη.