Δύο οἱ παράγοντες γιά τήν σωτηρία μας



Τόν Δαυΐδ ἀπασχολεῖ τό πρόβλημα τῆς σωτηρίας μέ ὅλη του τήν σοβαρότητα. Ἀπό τά τρίσβαθα τῆς καρδιᾶς του ἐξέρχεται μία κραυγή, πού φθάνει στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ἐπιζητεῖ τήν σωτηρία. Αὐτήν τήν σωτηρία τήν στηρίζει σέ δυό βασικούς παράγοντες: ὁ ἕνας εἶναι τό ἔλεος καί ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄλλος ἡ βούλησις τοῦ ἀνθρώπου. 

Οἱ οἰκτιρμοί καί ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ ἀ­πο­­τελοῦν τό πρῶτο καί βασικό στοιχεῖο πού ἀπαιτεῖται γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἀρκεῖ, ὅμως, μόνον αὐτό προκειμένου νά σω­θῆ ἕνας ἄν­θρωπος. Ὅσο καί ἄν οἱ οἰκτιρμοί καί ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ πολιορκοῦν τόν ἄν­θρωπο, ἄν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος δέν θελήση καί συνεχίση, ὅπως ὁ σκαντζόχοιρος, νά περιτυλίσ­σεται στόν ἑαυτό του, τότε ἡ σωτηρία του εἶναι ἀδύνατον νά πραγματοποιηθῆ. Βεβαίως «ὁ Θεός θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄, 4). Ὁ Κύ­ριός μας, προκειμένου νά θεραπεύση τόν παράλυτο, τόν ἐρωτᾶ: «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;» (Ἰω. ε΄, 6). Διότι ὁ Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀν­θρώπου καί σέ καμμιά περίπτωσι δέν τήν παραβιάζει.
Γιά τήν σωτηρία, λοιπόν, τοῦ ἀνθρώπου χρειάζεται ὁ θεῖος παράγων, ἀλλά καί ὁ ἀνθρώπινος. Τό ἔλεος καί ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν μιά μεριά, καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου, πού μεταφράζεται σέ μετά­­νοια εἰλικρινῆ. Ἐκεῖ ὅπου συναντᾶται μετά­νοια τοῦ ἀνθρώπου καί ἔλεος καί εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε ἕνα θαυμαστό ἀποτέλεσμα: γίνεται δυνατή ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ εἰλικρινής καί ἀποφασιστική μετάνοια ἑλκύει πάντα τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Ἡ μετάνοια ἐπαναφέρει τόν πλανηθέντα ἄνθρωπο στήν εὐθεῖα ὁδό. Ἡ μετάνοια ἀποκαθιστᾶ τίς διαταραγμένες σχέσεις τοῦ πλάσματος μέ τόν Πλάστη, γαληνεύει τήν ταραγμένη συνείδησι καί ἀνοίγει τίς πύλες τοῦ ἀπείρου ἐλέους τοῦ Θεοῦ. Ἡ μετάνοια φωτίζει τήν σκοτεινιασμένη σκέψι τοῦ ἀνθρώπου, καθαρίζει τήν λερωμένη ἀπό τήν ἁ­μαρτία ψυχή καί χαρίζει στόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο τό θάρρος καί τήν ἐλπίδα, στοιχεῖα ἀπαραίτητα γιά τήν ψυ­χή πού παλεύει στήν θάλασσα τῶν παθῶν καί κινδυνεύει νά πνιγῆ στά κύματα τῆς ἀ­πελ­πισίας.
Ἡ μετάνοια δημιουργεῖ τόν πνευματικό δίαυλο ἀπ’ ὅπου διέρχεται τό ἔλεος καί ἡ εὐσ­πλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ μονα­δική δύναμις πού ἀνοίγει τίς πύλες τοῦ Παρα­δείσου καί χαρίζει στόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο τήν σωτηρία καί τήν λύτρωσι. Ἡ μετάνοια εἶναι τό δεύτερο βάπτι­σμα, ἀπό τό ὁποῖο ἡ ρερυπωμένη ψυχή ἐξέρχεται λουσμένη καθαρή καί φωτισμένη ἀπό τήν θεία χάρι.
Βεβαίως, ὅταν κάνουμε λόγο γιά μετάνοια δέν ἐννοοῦμε τήν μετάνοια τῆς γλώσσης, ἡ ὁ­ποία ἀρ­κεῖται σέ λόγια συγγνώμης, χωρίς σταθερή ἀπόφασι διορθώσεως. Μετάνοια σημαίνει ὀρθή διάγνω­σι τῆς πνευματικῆς μας κατα­στάσεως, εἰλικρινῆ συναίσθησι τῆς ἁμαρτω­λότητος καί ἀμετάκλητη ἀ­πόφασι νά θέσουμε τέρμα στόν δεσμό μέ τήν ἁ­μαρτία, πού κατά παράβασι τοῦ Θείου Νόμου δημιουργήσαμε. Μετάνοια σημαίνει οὐσιαστική ἀλ­λαγή στήν ζωή μας, στροφή 180ο καί μαχαίρι σέ κάθε ἁ­μαρ­­τωλό δεσμό, μέ ἡρωϊκή ἀπόφασι νά ζήσουμε στό ἑξῆς σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

* * *

Ἀδελφέ μου!
Τό πρόβλημα τῆς σωτηρίας μας, τό μέγιστο ὅλων τῶν προβλημάτων μας, ἐξαρτᾶται ἀπό τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τήν δική μας ἀπόφασι νά ζήσουμε σέ μιά συνεχῆ καί ἀ­διάκοπη μετάνοια. Ὅλη μας ἡ ζωή πρέπει νά εἶναι μιά πορεία μετανοίας. Διότι μόνον ἔτσι μποροῦμε νά ἀποσπάσουμε τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἀπαραίτητα στοιχεῖα γιά τήν σωτηρία μας.



Πηγή: (†) Ἀρχιμανδρίτου π. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΖΗΣΟΠΟΥΛΟΥ,  «Ψαλῷ τῷ Θεῷ μου», ἐκδόσεις Ο.Χ.Α. «ΛΥΔΙΑ».