Η Αγία μάρτυς Σοφία καταγόταν από μεγάλη πόλη της Ιταλίας. Ήταν γυναίκα σεμνή και ευσεβής. Έμεινε χήρα πολύ νωρίς. Έτσι αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στη Ρώμη με τις τρεις κόρες της, την Πίστη δώδεκα ετών, την Ελπίδα δέκα και την Αγάπη εννέα ετών.
Καθημερινά ανέτρεφε τις κόρες της με ιδιαίτερη επιμέλεια. Συνέχεια τις προέτρεπε να μιμούνται τη ζωή της καί να στολίζονται με αρετές. Έβαλε μές στην καρδιά τους το φόβο του Κυρίου και τη λαχτάρα της Βασιλείας των ουρανών. Πρόσεχε παράλληλα το όνομά τους νά συμβαδίζει με τη ζωή τους.
Όλοι επαινούσαν τη μητέρα με τις τρεις κόρες, για τα σωματικά και ψυχικά τους χαρίσματα. Ο επιστάτης της πόλεως Αντίοχος, φανέρωσε στον αυτοκράτορα Αδριανό τη χριστιανική πίστη της Σοφίας και των τριών θυγατέρων της. Κι αυτός έδωσε εντολή να τις οδηγήσουν στο δικαστήριο. Παρουσιάστηκαν μπροστά του με ιδιαίτερο θάρρος έχοντας στην καρδιά τους τα λόγια του Κυρίου μας:
«Μή φοβάστε αυτούς, πού φονεύουν το σώμα, αλλά δε μπορούν να βλάψουν την ψυχή».
Όταν τις αντίκρυσε, έμεινε έκθαμβος από την ευγένεια και τον στολισμό της ψυχής τους. Προσπάθησε τότε με κολακείες να τις ξεγελάσει ν’ αρνηθούν την πίστη τους Η μητέρα αποκρίθηκε:
«Ονομάζομαι Σοφία, πατρίδα μου είναι η Ιταλία, κι οι γονείς μου ήταν από τους πρώτους άρχοντες της χώρας. Είμαι Χριστιανή, δούλη του αληθινού Θεού, στον οποίο αφιερώθηκα από την γέννησή μου.
Ο Αδριανός θαύμασε τη σύνεση και τη σεμνότητα της Σοφίας. Νικημένος από την απόκρισή της, στράφηκε στις κόρες της. Αφού βρήκε σ’ αυτές το ίδιο θάρρος, τις παρέδωσε στην αρχόντισσα Παλλαδία, να τις κατηχήσει στην ασέβεια, μέσα σε τρεις μέρες. Μάταια όμως, γιατί βρήκε εμπόδια το γενναίο τους φρόνημα και τη δυνατή τους πίστη.
Έφεραν τότε μπροστά του την Πίστη και την παρακίνησε να θυσιάσει στην Αρτέμιδα. Η κόρη όμως αρνήθηκε να υαπκούσει. Κι ο δικαστής οργισμένος δίνει εντολή ν’ αρχίσουν τα μαρτύρια.
Λίγο πριν ο δήμιος αποκεφαλίσει την Πίστη, η μητέρα της της είπε:
«Αγαπημένο μου κορίτσι, πολλούς πόνους υπέφερα κατά την γέννησή σου και πολύ κουράστηκα να φτάσεις σ’ αυτή την ηλικία. Τώρα όμως πληρώθηκαν οι κόποι μου με το παραπάνω, καθώς βλέπω να υπομένεις τα μαρτύρια για το Χριστό μας».
Αμέσως έσκυψε το κεφάλι και με χαρά δέχτηκε τον αποκεφαλισμό της. Ήρθε έπειτα η σειρά της Ελπίδας, πού πέρασε μέσα από τα ίδια μαρτύρια κι είχε το ίδιο τέλος με την αδελφή της. Τέλος διέταξε να φέρουν την Αγάπη. Νόμιζε πώς σαν πιο μικρή και αδύνατη, θα την έπειθε να θυσιάσει στα είδωλα. «Μή σε ξεγελά η ηλικία μου, του λέει εκείνη. Μην ελπίζεις, πώς θα με πείσεις με τις κολακείες σου».
Τη στιγμή εκείνη, η ευλογημένη μητέρα έλεγε στην κόρη της:
«Κορίτσι μου! Με το μαρτύριο πού έζησες τίμησες τους γονείς σου και δόξασες το Θεό. Πήγαινε τώρα κοντά στον Νυμφίο σου Χριστό».
Τότε ο αυτοκράτορας έδωσε διαταγή να την αποκεφαλίσουν. Τρεις μέρες αργότερα η μητέρα τους Σοφία, ήρθε στο μνήμα τους. Έκλεισε τα μάτια της και παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού με τα παρακάτω λόγια.