Θρῆνοι και θρῦλοι στην πτῶσι τῆς Βασιλεύουσας



Χωρίς ἀμφιβολία, τό θλιβερώτερο γεγονός τῆς ἱστορίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι ἡ ἅλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Τούρκους. Ἡ ἀποφράς ἡμέρα τῆς 29ης Μαΐου τοῦ 1453 δέν σήμανε ἁπλῶς τήν πτῶσι μιᾶς πόλεως, ἀλλά τήν κατάλυσι τῆς δοξασμένης χιλιόχρονης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ «βασιλίς τῶν πόλεων», μέσα σέ τρεῖς ἡμέρες λεηλατήθηκε, καταστράφηκε, ἐρημώθηκε. Ὁ ἴδιος ὁ Πορθητής ταράχθηκε, ὅταν τήν εἶδε σκέλεθρο πεσμένο στά πόδια τῶν στρατιωτῶν του. Καί δέν ἔκρυψε τήν ἀπογοήτευσί του: «οἵαν πόλιν εἰς διαρπαγήν καί ἐρήμωσιν ἐκδεδώκαμεν!». Καί ἐγκαταστάθηκε στήν πόλι τῶν ὀνείρων του ὕστερα ἀπό τρία χρόνια, ἀφοῦ πρῶτα τήν ἐποίκησε μέ κατοίκους τῶν περιοχῶν τῆς ἐπικρατείας του.


* * *

Ἡ πτῶσις τῆς Βασιλεύουσας, πού μένει στούς αἰῶνας γεγονός μέ συνέπειες παγκοσμίου σημασίας, ἔθλιψε βαθύτατα τούς ἁπανταχοῦ Ἕλληνας.
Ποτέ δέν λησμόνησαν τό σύμβολο τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τόν περίλαμπρο ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, τήν θρυλική Ἁγια-Σοφιά.
Ποτέ δέν ἔσβησε στήν θύμησί τους ὁ τελευταῖος τραγικός αὐτοκράτορας, ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὁ ὁποῖος, παρά τίς παρακλήσεις Βυζαντινῶν καί ξένων νά φύγη ἀπό τήν Πόλι, γιά νά τήν σώση κατόπιν, εὑρισκόμενος σέ συνθῆκες ἐλευθερίας, «οὐκ ἠθέλησεν» γράφει ὁ Κριτόβουλος, «ἀλλ’ εἷλε ξυναποθανεῖν τῇ τε πατρίδι καί τοῖς ἀρχομένοις». Γνώριζε πώς μόνο νεκρός μποροῦσε νά διασώση τήν τιμή του καί τήν ἱστορική τιμή τῆς Αὐτοκρατορίας.
Καί ἀκόμη, ποτέ δέν ἔρριξε στήν λήθη τήν ἀπέλπιδα ἕως θανάτου ἀντίστασι τῶν ἀμυνομένων, μήτε τίς οἰμωγές καί τούς ἐξευτελισμούς τοῦ λαοῦ πού σύρθηκε αἰχμάλωτος στά χέρια τῶν βαρβάρων. Αὐτόν τόν πόνο, αὐτή τήν ὀδύνη οἱ Ἕλληνες τά ἔκαμαν θρῆνο καί θρῦλο, παραμύθι καί ἆσμα δημῶδες, λαϊκό τραγούδι, χρησμό καί προφητεία. Γιά νά γίνουν ὅλα αὐτά μέ τόν καιρό ἡ ζωντανή ἐθνική Παράδοσις, ἡ ἀγκαλιά μέσα στήν ὁποία ἀνδρώθηκε ἡ ἐθνική ἰδέα ἀπό γενιά σέ γενιά, δεμένη μέ τήν ἐλπίδα τῆς μελλοντικῆς παλιγγενεσίας.
Ἡ λαϊκή μοῦσα ἐθρήνησε τήν ἅλωσι τῆς Πόλεως, ἀνακαλώντας στήν μνήμη της καί περιγράφοντας τήν ἡμέρα ἐκείνη μέ τά μελανώτερα χρώματα:
«Ἐκείνη ἡ μέρα ἡ σκοτεινή, ἡ ἀστραποκαϊμένη...
ἔχασε ἡ μάνα τό παιδίν καί τό παιδίν τήν μάναν,
καί τῶν κυρούδων τά παιδιά ὑπᾶν ἀσβολωμένα
δεμένα ἀπό σφόνδυλα ὅλα ἁλυσοδεμένα
δεμένα ἀπό τό τράχηλον καί τό οὐαί φωνάζουν
μέ τήν τρομάραν τήν πολλήν,
μέ θρηνισμόν καρδίας...»
Τό μήνυμα τῆς ἁλώσεως ἔγινε θρῆνος πανελλήνιος, ἀφοῦ ἕνα πουλί πού βγῆκε ἀπό τήν Πόλι μετέφερε τό θλιβερό μαντάτο, κονεύοντας «πά σου Ἠλί’ τό κάστρον».
«Ἐσεῖξεν τ᾽ ἕναν τό φτερόν σό αἷμαν βουτεμένον, 
ἐσεῖξεν τ᾽ ἄλλο τό φτερόν, χαρτίν ἔχει γραμμένον», 
χαρτί, πού τό διαβάζει «ἕναν παιδίν, καλόν παιδίν»,  πού κλαίει καί ταράζεται ἡ καρδιά του,  καθώς διαβάζει τό μήνυμα:
«Ἀλί ἐμᾶς καί βάϊ ἐμᾶς, πάρθεν ἡ Ρωμανία»!
Μοιρολογοῦν τά ἐκκλησιάς, κλαῖγνε τά μοναστήρια
κι’ ὁ Γιάννες ὁ Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται.
-Μή κλαῖς, μή κλαῖς Ἁϊ-Γιάννε μου, καί δερνοκοπισκάσαι. 
Ἡ Ρωμανία ἐπέρασεν, ἡ Ρωμανία ᾽πάρθεν
- Ἡ Ρωμανία κι’ ἄν ἐπέρασεν, ἀνθεῖ καί φέρει κι’ ἄλλο».
Θρηνητικό τό τραγούδι, δεμένο ὅμως πάντα μέ  τήν καρτερία καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀποκαταστάσεως, ὅπως φαίνεται καί στόν πάνδημο θρῆνο γιά τήν Πόλι καί τήν Ἁγια-Σοφιά:
«Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τά ἐπουράνια,
σημαίνει κι’ ἡ Ἁγιά Σοφιά τό μέγα μοναστήρι...
Ψάλλει ζερβά ὁ βασιλιάς, δεξιά ὀ Πατριάρχης...
Σιμά νά ποῦνε τό χερουβικό καί τ’ ἅγια γιά νά βγοῦνε
φωνή ἐξῆλθ’ ἐξ οὐρανοῦ κι’ ἀπ’ ἀρχαγγέλου στόμα:
Πάψετε τό χερουβικό καί σεῖς κεριά σβεστῆτε,
γιατ’ εἶναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλις νά τουρκέψη,
μόν’ στεῖλτε λόγο στή Φραγκιά νἀρθοῦν τρία καράβια,
τόνα νά πάρη τό Σταυρό, τό ἄλλο τό Βαγγέλιο,
τό τρίτο τό καλύτερο τήν Ἅγια Τράπεζά μας, 
μήν τήν μολύνουν οἱ ἄπιστοι καί τήν ἐμαγαρίσουν.­
Κι’ ἡ Δέσποινα ταράχθηκε κι’ ἐδάκρυσαν οἱ εἰκόνες.
«Σώπασε, κυρά Δέσποινα, καί μήν πολυδακρύζεις,
πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς πάλι δικά μας θἆναι».
Γιά τόν θρῆνο αὐτόν ὁ καθηγητής Ν. Πολίτης ἔγραψε ὅτι ἐκφράζει «μέ βαθεῖαν ἁπλότητα συναίσθημα ἐγκαρτερήσεως πρός τά μεγάλα ἐθνικά δεινά καί βεβαίαν τήν ἐλπίδα τοῦ δουλωθέντος γένους περί ἐλευθερίας καί ἀνορθώσεως. Εἶναι δ’ ἀληθῶς ἄξιον θαυμασμοῦ ὅτι ταῦτα ἐγεννήθησαν καθ’ ὅν χρόνον τό ἔθνος ἐφαίνετο ἀπολέσαν τά πάντα πεσούσης τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί οὐδαμόθεν ὑπέφωσκέ τις ἀκτίς ἐλπίδος».
Ἀλλά ὁ πόνος τῶν ἐξανδραποδισμένων τῆς Πόλεως καί τῶν Πανελλήνων δέν ἔγινε μόνον θρῆνος καί μοιρολόγι, ἀλλά καί θρῦλος καί λόγος προφητικός, στοιχεῖα πού μεταποιήθηκαν σέ πίστι καί βεβαία ἐλπίδα διά μέσου τῶν αἰώνων.
Ἔτσι, ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας, ὁ τραγικός Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, δέν εἶχε τό τέλος τῶν κοινῶν θνητῶν, καθώς πολεμοῦσε «βρυχόμενος ὡς λέων καί τήν ρομφαίαν ἐσπασμένην ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ», κατά τόν χρονογράφο Φραντζῆ. Ἀλλά τήν στιγμή πού βρέθηκε σέ κλοιό Τούρκων, ἕνας ἄγγελος Κυρίου τόν ἅρπαξε καί τόν ἔκρυψε σέ μιά σπηλιά, ἀφοῦ πρῶτα τόν μαρμάρωσε. Κρυμμένος στή σπηλιά αὐτή ὁ «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς», θά ξανάρθη, ὅταν ἔλθη τό πλήρωμα τοῦ χρόνου. Τότε ὁ ἄγγελος θά τοῦ ξαναδώση τήν ψυχή καί τό σπαθί του, γιά νά διώξη τούς Τούρκους ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι καί νά τούς κυνηγήση μέχρι τήν Κόκκινη Μηλιά. Σύμφωνα μέ τόν θρῦλο, οἱ Τοῦρκοι ἀναζητοῦν τήν σπηλιά, ὅπου βρίσκεται ὁ Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, γιά νά ξαναβγῆ ἀπό κεῖ. Δέν τήν βρίσκουν ὅμως, διότι ὁ ἄγγελος προστατεύει τόν αὐτοκράτορα, περιμένοντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ γιά νά τόν ξυπνήση. Αὐτά λέει ὁ θρῦλος γιά τόν τελευταῖο μαρτυρικό αὐτοκράτορα τῶν Ρωμηῶν, πού μέ τήν θυσία του «ἐξάγνισε τήν ἐθνική συνείδησι, ἐνσάρκωσε καί συμβόλισε τήν συνείδησι χιλιάδων χρόνων Ἱστορίας».
Ἕνας ἄλλος θρῦλος ἀναφέρεται στήν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς: ­Ὅταν πάρθηκε ἡ Πόλις, οἱ Ρωμηοί φόρτωσαν τήν Ἅγια Τράπεζα βιαστικά σ’ ἕνα πλοῖο μέ προορισμό τήν Φραγκιά, γιά νά μήν βεβηλωθῆ ἀπό τούς βαρβάρους Τούρκους. Ὅμως στήν θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ τό πλοῖο βρῆκε μεγάλη φουρτούνα καί καθώς ἦταν τό φορτίο του βαρύ, δέν ἄντεξε καί βούλιαξε. Ἀπό τότε ἀναπαύεται στόν βυθό τῆς θάλασσας, πάνω στήν ἄμμο καί τά κοχύλια. Τό σημεῖο ὅπου βούλιαξε τό πλοῖο τό ξέρουν καλά οἱ ναυτικοί, γιατί καί στήν πιό ἄγρια τρικυμία, ὅσο κι’ ἄν μουγκρίζη τριγύρω ἡ θάλασσα, ἐκεῖ ἔχει πάντα γαλήνη καί ἡσυχία. Ἀπό τήν γαλήνια ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας ἀνεβαίνουν εὐωδίες θυμιαμάτων καί ἀκούγονται ἀγγελικές ψαλμωδίες. Πολλοί δύτες πού βουτοῦν στά νερά, γιά νά βγάλουν κοράλλια ἤ σφουγγάρια, θέλησαν νά δοῦν τήν Ἅγια Τράπεζα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς. Μά ἡ θάλασσα, πολύ βαθειά σ’ ἐκεῖνο τό μέρος, τήν φυλάγει, μαζί μέ τ’ ἅγια λείψανα πού ἔχει, κρυμμένη ἀπό κάθε βέβηλο μάτι. Ὅταν ὅμως ξαναπάρουμε τήν Πόλι, ἡ Ἁγία Τράπεζα θά βγῆ στήν ἐπιφάνεια καί θά ἁρμενίση πρός τήν Πόλι καί θά τήν μεταφέρουν στήν Μεγάλη Ἐκκλησία, τήν Ἁγια-Σοφιά.
Τότε μέσα στήν Βασιλική πού ἔχτισε ὁ Ἰουστινιανός, θά χρυσίσουν καί πάλι τά μωσαϊκά, θά λάμψουν οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων, καί θά ἠχήσουν χαρούμενα τά σήμαντρα καί οἱ καμπάνες τοῦ Ναοῦ».
Συγκινητικός εἶναι καί ὁ θρῦλος πού ἀναφέρεται στήν τελευταία θεία Λειτουργία τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς.
«Ὅταν οἱ Τοῦρκοι μπῆκαν στήν Μεγάλη Ἐκκλησία, ὁ ἱερέας πού τελοῦσε τήν θεία Λειτουργία, βλέποντας τούς ἀπίστους νά μπαίνουν, ἄλλο δέν σκεπτόταν παρά πῶς νά σώση τά Ἅγια -τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ  Χριστοῦ- ἀπό τήν βεβήλωσι. Πῆρε βιαστικός τό Ἅγιο Δισκοπότηρο καί ἀφοῦ ἀνέβηκε στόν Ἄμβωνα, ἐξαφανίσθηκε σέ μιά μικρή πόρτα. Τήν ἔκλεισε πίσω του, μά οἱ Τοῦρκοι πού τόν εἶδαν ἔτρεξαν νά τόν προφθάσουν. Ὅταν ὅμως ἔφθασαν στό σημεῖο πού ἔπρεπε νά βρίσκεται ἡ πόρτα, δέν βρῆκαν παρά τοῖχο μπροστά τους, χωρίς σημάδι ἀνοίγματος. Προσπάθησαν τότε νά τόν γκρεμίσουν μέ τά ὅπλα τους, μά τά ἔσπασαν χωρίς νά τό κατορθώσουν. Ὁ Σουλτάνος παραξενεμένος ζήτησε νά φέρουν τούς χτίστες τοῦ στρατοῦ του, γιά νά δῆ τί ὑπῆρχε πίσω ἀπό τόν τοῖχο.
Ἦρθαν οἱ χτίστες μέ τά ἐργαλεῖα τους, προσπάθησαν πολύ, μά δέν μπόρεσαν νά τόν γκρεμίσουν. Σίγουρα, εἶπαν, ὑπάρχει κάποιο τεχνικό μέσο, ἄγνωστο σέ μᾶς.
–Εἶστε ἀνίκανοι, φώναξε ὁ Σουλτάνος καί θά τιμωρηθῆτε!  Νά φέρετε χτίστες ρωμηούς.
Μά κι’ αὐτοί δέν μπόρεσαν νά καταφέρουν τίποτε. Γιατί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι πιό δυνατό ἀπό κάθε ἀνθρώπινη δύναμι, κρατοῦσε τίς πέτρες τοῦ τοίχου γερά δεμένες μεταξύ τους, γιά νά προστατεύση τόν ἱερέα. Κι’ ἀπό τότε, αἰῶνες τώρα, ὁ ἱερέας ἐκεῖνος ἀγρυπνεῖ κρατώντας σφιχτά τό δισκοπότηρο πού προστάτευσε ἀπό τούς ἀπίστους. 
Ὅταν ὅμως “πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς πάλι δικά μας θἆναι”, θά ξανανοίξη μόνη της ἡ πόρτα, καί θά ξαναβγῆ ὁ ἱερέας μέ τά Ἅγια, γιά νά συνεχίση τήν θεία Λειτουργία ἀπό ἐκεῖ ἀκριβῶς πού εἶχε σταματήσει».
Δειγματολογικά μόνο ἀναφερθήκαμε σέ θρήνους καί θρύλους ἀπό τήν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως, γιά νά προσθέσουμε πώς γιά μᾶς τούς Ἕλληνες τά κείμενα αὐτά δέν εἶναι μιά οὐτοπική καταγραφή τῶν πόθων καί τῶν ὁραμάτων μας, ἀλλά προφητικές λαϊκές προρρήσεις, θέλημα Θεοῦ, πού θά πραγματωθῆ «μέ χρόνους, μέ καιρούς». Κι’ αὐτός ὁ πόθος, αὐτή ἡ λαχτάρα τῆς ψυχῆς τῶν ἁπανταχοῦ ῾Ελλήνων, καθώς ψάλλει ὁ Παλαμᾶς, «δέν χάνεται στά Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνει· στή ζωή ξαναφαίνεται, καί λαούς ἀνασταίνει».

Πηγή: Περιοδικό «Ἁγία Λυδία», τεῦχος 459, Μάϊος 2011.