Τοῦ Ἱερομάρτυρος Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄, Αἰωνία ἡ μνήμη!


Ἐν Κωνσταντινουπόλει
1821, 10 Ἀπριλίου, Κυριακή τοῦ Πάσχα!



῾O τελευταῖος ἐθνάρχης τῆς σκλαβωμένης Ρωμιοσύνης, δι’ ἀγχόνης τελειοῦται.
Τό αἷμα τοῦ μαρτυρικῶς ἀπαγχονισθέντος Πατριάρχου, Γρηγορίου τοῦ Ε΄, ὑπέγραψε τήν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος στή χαραυγή της.
Κρεμασμένος, μετά ἀπό φρικτό μαρτύριο, στή μεσαία Πύλη τῶν Πατριαρχείων, ἐμπαιγχθείς καί διαπομπευθείς, ἐξαγόρασε τήν ὕπαρξι τοῦ Γένους τῶν Ἑλλήνων.
Ὁ «γιαφτάς» τοῦ Σουλτάνου, κρεμασμένος στό στῆθος του ἔγραφε: «…ὁ ἄπιστος Πατριάρχης τῶν Ἑλλήνων… καθ’ ὅλα τά φαινόμενα ἦτο καί αὐτός ὡς ἀρχηγός, μυστικός συμμέτοχος τῆς ἐπαναστάσεως καί ἀδύνατον νά μήν ἀφανισθῆ…». «…ἡ Ὑψηλή Πύλη… ἐξέδωκε πρόσταγμα… διατάττουσα… τόν Πατριάρχην τά δέοντα καί προσκαλοῦσα αὐτόν ν’ ἀφορίσῃ ὅλους τούς ἐπαναστατήσαντας ραγιάδες ὅπου καί ἄν ἦσαν· ἀλλ’ ἀντί νά δαμάση τούς ἀποστάτας καί νά δώσῃ πρῶτος τό παράδειγμα ὁ ἄπιστος, οὗτος ἔγινεν ὁ πρωταίτιος ὅλων ἀναφυεισῶν ταραχῶν… εἶναι συνένοχος ὅλων τῶν ἀταξιῶν, ὅσας οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες ἔπραξαν κατά τήν ἐπαρχίαν τῶν Καλαβρύτων… ἀνάγκη ἦτο νά λείψῃ ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἀπό προσώπου τῆς γῆς».
Τρεῖς μέρες ἔμεινε κρεμασμένο τό ἱερό σκήνωμα στήν Πύλη τῆς θυσίας, γιά νά δεχθῆ τή χλεύη τοῦ τουρκικοῦ ὄχλου. Μετά τό ἐξαγόρασαν οἱ Ἑβραῖοι ἀντί 800 γροσίων καί ἀφοῦ τό διαπόμπεψαν στούς δρόμους τῆς Πόλεως τό ἔρριψαν στή θάλασσα τοῦ Βοσπόρου.

19 Ἀπριλίου.  Ὁ βυθός φιλόξενα τό κράτησε, γιά νά τό δροσίση ἀπό τήν πύρα τοῦ μαρτυρίου. Τήν κατάλληλη στιγμή τό ἀνέβασε στήν ἐπιφάνεια, ὅταν περνοῦσε ὁ εὐσεβής πλοίαρχος Ν. Σκλάβος, ὁ ὁποῖος καί τό περισυνέλεξε. Ἡ ἀναγνώρησί του ἔγινε ἀπό τόν Ἀρχιμανδρίτη τοῦ Πατριαρχείου π. Σωφρόνιο.
Τό Πάσχα τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων ἦταν πένθιμο… Εἶχε ἐκπληρωθῆ ἡ προφητεία καί γι’ αὐτούς: «Καί μετατρέψω τάς ἑορτάς ὑμῶν εἰς πένθος».
Στίς 5 Μαΐου, ὁ θεοσεβής κεφαλλονίτης πλοίαρχος μέ τό πλοῖο του «Ἅγιος Νικόλαος» τό μετέφερε στήν Ὁδησσό τῆς Ρωσίας, ὅπου μέ διαταγή τοῦ Τσάρου Ἀλεξάνδρου ἐκηδεύθη μέ τιμές Προέδρου τῆς Ρωσικῆς βουλῆς. Τά Πατριαρχικά ἄμφια, ἡ μίτρα, τό ἐγκόλπιο, ὁ διαμαντένιος σταυρός ἦταν καί αὐτά δῶρα τοῦ Τσάρου. Τό λείψανο ἦταν «σῶον καί ἀκέραιον, ὡς νωπόν καί σύγκαιρον καί ὄχι ἑνός μηνός νεκρόν», κατά τήν ὁμολογίαν τοῦ Οἰκονόμου ἐξ Οἰκονόμων, ὁ ὁποῖος ἐξεφώνησε καί τόν ἐπικήδειο λόγο.
Ἐδῶ, ὁ Ὀρθόδοξος Οἰ­κουμενικός Πατριάρχης, Γρηγόριος Ε΄, ὁ Ἕλληνας, θά ἀναπαυθῆ ἀπό τούς κόπους, γιά 50 χρόνια.
Ὡς ἀστραπή διέσχισε ἡ εἴδησι τοῦ ἀπαγχονισμοῦ τήν Ἑλλάδα! Γιγάντωσαν οἱ καρδιές, ἐνισχύθηκαν οἱ ψυχές, κάμφθηκαν οἱ ἀμφιβολίες. Συγκινήθηκαν καί ἐπισήμως δήλωσαν τήν ἀγανάκτησί τους ἡγέτες ξένων κρατῶν. Δέ γινόταν νά περιμένουν ἄλλο. «Στήν κόψιν τοῦ ἑλληνικοῦ σπαθιοῦ ἦτο γραμμένο τό ὄνομα τοῦ Πατριάρχου καί ἐθέριζε». Τό “σχοινί τοῦ Πατριάρχη” ἔγινε φλάμπουρο, ὑπόσχεσι ἐλευθερίας. Μέσα σέ λίγους μῆνες πάρθηκαν ἡ Τριπολιτσά, Ἀθήνα, Σάλωνα.

* * *
1871, 10 Ἀπριλίου: Ἐπίσημη ἑλληνική ἀντιπροσωπεία ἀπό τό ἐλεύθερο ἑλληνικό κράτος κατέφθασε στήν Ὁδησσό γιά νά ζητήση τό σκήνωμα τοῦ Ἐθνάρχη.
Πλῆθος πιστοῦ λαοῦ κατέφθανε στόν ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιά νά ἀποχαιρετίση τόν Πατριάρχη.
Ἀφοῦ ὑπέγραψαν πρωτόκολλο παραδόσεως καί παραλαβῆς, καί μέ συνοδεία τοῦ Ἕλληνα προξένου στήν Ὁδησσό, ἀνεχώρησαν γιά τήν Ἑλλάδα, μέ μεσίστια τήν σημαία.
Στίς 14 Ἀπριλίου τό πλοῖο «Βυζάντιον» κατέπλευσε στόν Πειραιᾶ, ὅπου πλῆθος πιστοῦ λαοῦ εἶχε συρρεύσει.
Τό πολεμικό «Βασιλεύς Γεώργιος» περίμενε ἔξω ἀπό τό λιμάνι, τήν λαμπρή ἀποστολή, μεταφέροντας τήν Ἱερά Σύνοδο καί τόν Ὑπουργό τῶν Ἐκκλησιαστικῶν. Ὁ κυβερνήτης Ἀνδρέας Μιαούλης διέταξε τό «Βυζάντιον» νά ἄρη τό πένθος ἐν μέσω κανονιοβολισμῶν, σημαιοστολισμῶν καί ἀνθέων.
Τήν 25η Ἀπριλίου, τό ἱερό λείψανο μετεφέρθη ἀπό τόν Πειραιᾶ στό Μητροπολιτικό ναό τῶν Ἀθηνῶν καί συγχρόνως ἑορτάσθη ἡ πεντηκονταετηρίδα τοῦ Ἐθνικοῦ Ἀγῶνος, ἐγκαινιασμένος ἀπό τήν θυσία τοῦ Ἐθνάρχη.
Πλῆθος κόσμου ἀπό τήν ἐλεύθερη πατρίδα, ὅλοι οἱ Μητροπολῖται, στρατιωτικά τμήματα, μαθηταί σχολείων, πρόξενοι κρατῶν συμμετεῖχαν στόν ἑορτασμό.
«Εἰς τόν σταθμόν τῶν Ἀθηνῶν ἀνέμενον τό λείψανον οἱ Βασιλεῖς, τό ὑπουργικόν συμβούλιον, ἡ Ἱερά Σύνοδος μετά τῶν ἀρχιερέων, ὅλοι οἱ Βουλευταί καί ἄλλοι ἐπίσημοι. Μετά προσφώνησιν τοῦ μητροπολίτου Ἀθηνῶν ἐξεκίνησε ἡ πράγματι πρωτοφανής διά τάς Ἀθήνας πομπή. Τό λείψανον εἶχε τεθῆ ἐπί χρυσοποικίλτου φορείου ὑπό μεταξωτόν κουβούλκιον. Τήν πομπήν ἠκολούθουν πεζῇ οἱ Βασιλεῖς, τό Προεδρεῖον τῆς Βουλῆς, οἱ Βουλευταί οἱ τιμηθέντες διά μεγαλοσταύρων, τέλος ὅλοι οἱ ἐπίσημοι καί ἡ ἐπιτροπή τῶν κατοίκων τῆς Δημητσάνης. Ἡ πομπή, ἡ ὁποία ἐκλείετο δι’ ἰλῶν ἱππικοῦ, διῆλθε τάς ὁδούς Πειραιῶς, Σταδίου καί Ἑρμοῦ καί ἔφθασεν τήν 10.30΄ πρωϊνήν εἰς τήν Μητρόπολιν, μετά τρεῖς στάσεις κατά τάς ὁποίας ἐψάλησαν εὐχαί εἰς μνήμην τῶν πεσόντων εἰς τόν ἀγῶνα καί ὑπέρ τοῦ μέλλοντος τοῦ Ἔθνους. Εἰς τήν πλατεῖαν τοῦ Συντάγματος εἶχεν ἱδρυθῆ ἁψίς στηριζομένη ἐπί δώδεκα κιόνων ἰωνικοῦ ρυθμοῦ. Πρό τοῦ ναοῦ δέ τῆς Μητροπόλεως, ὁ Βασιλεύς ὕψωσε μέ τόν Μητροπολίτην τήν λάρνακα τοῦ Πατριάρχου, ἀκολούθως δέ ἀπέθεσαν αὐτήν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἱερεῖς εἰς τήν ἐντός τοῦ ναοῦ ἐξέδραν. Μετά ταῦτα, ἐψάλη δοξολογία, κατά τήν ὁποίαν ὁ ἐπίσκοπος Σύρου, Ἀλεξανδρος Λυκοῦργος, ἐξεφώνησε λόγον. Ἡ τελετή ἔληξεν ἀ­κριβῶς τήν μεσημβίαν. Τήν ἑσπέραν, ἡ πόλις ἐφωταγωγήθη λαμ­πρῶς καί αἱ μουσικαί ἀνέκρουον ἐμβατήρια. Ὁ Βασιλεύς ἐκάλεσεν εἰς δεῖπνον τούς ἐπιζῶντας Ἀγωνιστάς καί ἡ ἡμέρα αὐ­τή –ἀναφέρουν αἱ πληροφορίαι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης– ἔμεινεν ἀλησμόνητος εἰς ὅσους τήν ἔζησαν».
(Ἐφημ. «Ἑστία», 5/4/1975)
Γιά πέντε ἀκόμη ἡμέρες παρέμεινε τό ἱερό σκήνωμα γιά προσκύνημα.
Τήν 29η Ἀπριλίου παρουσίᾳ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τῶν Βασιλέων, τοῦ Πρωθυπουργοῦ ἄνοιξαν τή λάρνακα τοῦ λειψάνου. Γιά τήν κατάστασι τοῦ λειψάνου τό πρωτόκολλο πού ὑπεγράφη ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Τά μέν ἄνωθεν ἱερά ἄμφια ἐν ὑγρᾷ καταστάσει καί τό πλεῖστον ἐφθαρμένα, ὁ ἀήρ ὁ καλύπτων τό πρόσωπον, καί ἡ ἐπ’ αὐτοῦ εἰκών τοῦ Σωτῆρος, ἡμίφθαρτα, ἐπί τοῦ στήθους μεταξύ τῶν ἱερῶν ἀμφίων, ὁ τίμιος Σταυρός μετά γραφῶν ἐκ σμάλτου, τό ἐπιγονάτιον ἐφθαρμένον, ἡ κεφαλή, συγκρατουμένη μέν, ἀλλ’ εἰς διάλυσιν, σωζομένων τῶν τριχῶν αὐτῆς τε καί τοῦ πώγωνος αἱ χεῖρες συγκρατούμεναι ὡσαύτως καί τό πλεῖστον ἀδιάλυτοι, διακρινομένων καί τῶν δακτύλων, τά ὀστᾶ τοῦ στέρνου συγκρατούμενα ἀλλ’ αἱ κνῆμαι καί οἱ ταρσοί εἰς διάλυσιν. Καθόλου δέ εἰπεῖν, τό ἱερόν λείψανον φαίνεται κατά μέγα μέρος συγκρατούμενον».

Στίς 5 Μαρτίου 1872, «ἡ εὐλαβής εὐγνωμοσύνη τῶν Ἑλλήνων ἔστησεν παρά τά προπύλαια τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου ὡς οἰκονόμον καί φρουρόν πάσης πνευματικῆς τοῦ Ἔθνους ἐπιδόσεως, τόν ἀνδριάντα τοῦ Ἐθνομάρτυρος» (Κ. Παπαρηγόπουλος).

* * *
Ὡς φωτεινό μετέωρο σελαγίζει ἡ λάρνακα μέ τό ἱερό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου, στήν καρδιά τῆς Ἑλλάδος, στό Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν, ὑπενθυμίζοντας σέ μᾶς τά ἰδανικά τοῦ Μαρτυρικοῦ Πατριάρχου: «Σταυρός καί Πατρίδα». Αὐτά ἄς εἶναι ἡ πολύτιμη παρακαταθήκη του γιά μᾶς.

Πηγή: Περιοδικό «Ἁγία Λυδία», τεῦχος 434 Ἀπρίλιος 2009.