ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΧΡΙΔΑΣ
1. Πολλές φορές «ἡ ἀνάμνηση τοῦ δικαίου, πού συνοδεύεται ἀπό ἐγκώμια», ἔγινε ἀφορμή νά ἐλεγχθεῖ ὁ ἐγκωμιαστής, ἐάν ἔπεσε πολύ ἔξω ἀπό τήν ἀξία τοῦ ἐγκωμιαζομένου —γιατί ὁ λόγος δέν ἐξισώνεται πάντοτε οὔτε σ’ ὅλες τίς περιπτώσεις μέ τήν πραγματικότητα. Γιά τή Δέσποινα ὅμως κάθε δικαίου, πού εἶναι μητέρα τοῦ Θεοῦ, τοῦ βασιλιᾶ τῆς δικαιοσύνης, πῶς θά μπορέσω νά μιλήσω ἔτσι, ὥστε νά ἀγγίξω ἔστω καί λίγο ἕνα μέρος τῆς πραγματικῆς ἀξίας της, ἀφοῦ ἔχω τήν πρόθεση νά ἐγκωμιάσω τή μνήμη τῆς Θεοτόκου; Νομίζω πώς ἄν ὑπῆρχαν ἀγγελικά λόγια, πού πραγματικά θά ἦταν ἀγγελιοφόροι κάποιων μυστηρίων, οὔτε αὐτά θά μποροῦσαν νά φτάσουν τίς χάρες τῆς Θεομήτορος. Αὐτήν, πού ἡ ἁγιοσύνη ξεπέρασε ὁλόκληρη τήν κτίση, κανένας λόγος κτιστοῦ ἀνθρώπου δέν θά μποροῦσε νά τήν ἐξυμνήσει ἐπάξια. Ἆραγε θά σωπάσουμε τελείως καί θά ἀντιπαρέλθουμε ἀσυλλόγιστα τή μητέρα τοῦ Λόγου, ἡ ὁποία εἶναι γιά μᾶς ἡ αἰτία τῆς λογικῆς ζωῆς, ἤ θά μιλήσουμε μ’ ὅσες δυνάμεις ἔχουμε μακαρίζοντάς την σύμφωνα μέ τήν προφητεία καί μ’ ὅλη μας τή δύναμη θά σεβαστοῦμε τά θαυματά ἔργα πού ἔκανε; Μᾶλλον καί μ’ αὐτά θά δοξάσουμε τό μεγαλεῖο τοῦ ἀπερίγραπτου Θεοῦ, διακηρύττοντας τό μέγεθος αὐτῶν, πού βέβαια καί δέν κατανοοῦμε, συγχρόνως ὅμως θά ἁγιασθοῦμε καί ὅσοι μιλᾶμε γι’ αὐτά καί ὅσοι τ’ ἀκοῦμε.
2. Ἡ ἀνθρώπινη φύση βρισκόταν σέ ἄσχημη κατάσταση, καθώς εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν Θεό καί ἔμοιαζε μέ βράχο πού ἀποσπάστηκε ἀπό τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ καί περιφερόταν πρός πολλές κατευθύνσεις καί γι’ αὐτό ἀκριβῶς φθείρονταν ἐλεεινά. Ἀφοῦ ξεκίνησε ἀπό τή γυναίκα ἡ ἀπάτη, ἐξουσίαζε ὁλόκληρη τή δημιουργία χωρίς νά λυπηθεί οὔτε τό πιό δυνατό μέρος τῆς φύσης, δηλαδή τόν ἄνδρα. Τί συμβαίνει στή συνέχεια; Ὁ μεγάλος Δημιουργός μας καί προστάτης μας παρουσιάζεται καί ἐξασφαλίζει μέ τήν πρόνοιά του τή δημιουργία καί μέ τή σοφία του διοικεῖ τά κτίσματά του καί διακηρύττει τή δύναμή του γιά τή δημιουργία του. Πρέπει βέβαια ὁ δημιουργός νά προνοεῖ γιά τό δημιούργημά του, ἄν ἐπιθυμεῖ αὐτό νά παραμείνει ἀναλλοίωτο καί νά μή διαλυθεῖ μόλις δημιουργήθηκε. Γιατί διαφορετικά παράλογη καί ἀτελής θά ἦταν ἡ δημιουργία, πραγματικά σάν ἕνα παιδάκι, πού παίζει στήν ἄμμο περισσότερο παίζοντας παρά κτίζοντας.
3. Ὁ κτίστης λοιπόν δέν μᾶς ἄφησε ἀφρόντιστους, ἀλλά καί μέ ὁμιλίες καί μέ ἐμφανίσεις του μᾶς συνετίζει, μᾶς διδάσκει, μέ ὄνειρα μᾶς κάνει σοφούς καί μέ κάθε τρόπο μᾶς εὐεργετεῖ. Νόμο μᾶς ἔδωσε γιά νά μᾶς βοηθήσει καί ἤδη μέ τήν αὐστηρότητά του μᾶς συμμαζεύει καί μᾶς πιέζει μέ βαρύτερες δοκιμασίες, γιά νά λιώσει τό σαρκικό μέρος τοῦ ἑαυτοῦ μας, πού εἶναι ἄχρηστο καί ἀντιπνευματικό, καί τί δέν κάνει καί τί δέν μηχανεύεται γιά τό καλό μας;
Ἐπειδή ἔβλεπε ἐξαιτίας τῆς ραθυμίας μας νά βρισκόμαστε σέ ἄσχημη κατάσταση καί νά μοιάζουμε τραυματισμένοι ἀπό τό κεφάλι μέχρι τά πόδια ἀπό ἄγριους ληστές καί νά μή δεχόμαστε ἀπό τόν νόμο καί τούς προφῆτες «οὔτε λάδι, οὔτε ἐπιδέσμους» καί νά τά περιφρονοῦμε αὐτά, ἐπειδή δέν μπορούσαμε νά ἀντιδράσουμε ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας πού βασίλευε μέσα μας, ὁ ἴδιος ἐξαναγκάζεται «μέ φύση ὅμοια μέ τή δική μας ἁμαρτωλή φύση» νά δείξει εὐσπλαγχνία, «καταδίκασε τήν ἁμαρτία ἐκεῖ πού φανερώνεται ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία» καί δέχεται νά πεθάνει ἕνας ὑπέρ ὅλων, χαρίζοντας ἔτσι τή νίκη σ’ ὅλη τή φύση. Ἐπειδή «ὁ θάνατος κυριάρχησε σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους» συνοδευόμενος καί δυναμώνοντας ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀπέκτησε μεγάλη ἐξουσία πάνω μας, ἀφοῦ ἡ σύλληψή μας ἔγινε ἀπό ἁμαρτωλούς γονεῖς καί γεννιόμαστε μέσα σέ ἁμαρτίες, ἦταν ἀνάγκη λόγῳ τῆς φύσης τους αὐτοί πού γεννιοῦνται νά πεθαίνουν. Ἔπρεπε λοιπόν ἐξαιτίας ὅλων αὐτῶν νά ἁγιασθεῖ καί ἡ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου καί νά σταματήσει τό ποτάμι τοῦ θανάτου, πού ἔρρεε διά μέσου τῆς κοιλάδας τῶν γεννήσεων τῶν ἁμαρτωλῶν, καί νά ἀνακοπεῖ ἡ ροή του μέ τό μεγάλο ἀνάχωμα τῆς ἁγιοσύνης.
4. Ἀφοῦ ὅλα αὐτά ἦταν ἔτσι, ἔπρεπε καί ἡ εἴσοδος τῆς Παναγίας στήν παρούσα ζωή νά εἶναι στολισμένη πλούσια μέ τή θεία χάρη, ὥστε καί τό τέλος πού ἐπρόκειτο νά ἀκολουθήσει νά εἶναι ἀνάλογο. Διαλέγεται λοιπόν αὐτή, πού ἐπρόκειτο νά ἐξυπηρετήσει αὐτήν τή γέννα, στολισμένη μ’ ὅλες τίς ἀρετές, ὑπερέχοντας ἀπ’ ὅλα τά κτίσματα, καταγόμενη ἀπό βασιλική φυλή, δηλαδή ἀπό τή φυλή Ἰούδα, ἀπό γονεῖς μέ λαμπρή καταγωγή καί μέ πιό λαμπρή εὐσέβεια, ὄντας ἡ ἴδια θεόσδοτος καρπός στούς γονεῖς της. Προσέξτε ὅμως τίς ἀποφάσεις τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ἄμεμπτοι σ’ ὅλα τους στή ζωή, κινδύνευαν ὅμως νά μή ξεφύγουν τό ὄνειδος τῆς ἀτεκνίας στή ζωή τους, εἴτε ἤθελε ὁ Θεός νά δοκιμάσει τήν πίστη τους, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε μέ τόν προπάτορα Ἀβραάμ (γιατί συνηθίζει ὁ Θεός νά φορτώνει τούς πιό δυνατούς μέ μεγαλύτερο βάρος, γιά νά στεφανώνονται στό τέλος πιό λαμπρά γιά τήν πίστη τους καί γιά νά γίνονται παρηγοριά γιά τούς κατοπινούς ἀνθρώπους), εἴτε γιατί ἤθελε νά δείξει σ’ αὐτούς κάτι ἄλλο πιό μυστικό καί πιό συμβολικό. Ὅμως ἐκεῖνοι, ὅπως καί νά τό ποῦμε, σκίζονταν ἡ καρδιά τους καί μέ τήν ἀνάμνηση τῆς ἀτεκνίας ταράζονταν πολύ. Ἰδιαίτερα τή μακάρια Ἄννα ἡ ρομφαία τῆς ἀτεκνίας τῆς μάτωνε τήν καρδιά —γιατί τί νομίζουμε πῶς εἶναι ἡ γυναίκα; Εἶναι ἕνα εὐαίσθητο ὄν, εὐάλωτο στή λύπη καί πολύ εὐαίσθητο στή φιλοτιμία.
Τί κάνουν στή συνέχεια; Δέν καταφεύγουν σέ γιατρούς, δέν κρεμᾶνε πάνω τους φυλακτά, δέν ψάχνουν γιά φάρμακο πού βοηθάει τήν κύηση, δέν πηγαίνουν σέ μάγους. Ὅλα αὐτά εἶναι χαρακτηριστικά πραγματικά ἄρρωστων ἀνθρώπων, πού τούς ἔχει καταβροχθίσει τίς ψυχές ἡ ἀπιστία καί εἶναι δεμένοι μέ μυστικά δεσμά ἀπό τόν Πονηρό. Αὐτοί στήν πραγματικότητα δέν εἶναι σωστοί ἄνθρωποι, γιά νά ἀφήσουν ἀπογόνους στή ζωή τους. Ὅμως ἐκεῖνοι δέν εἶναι τέτοιοι. Στρέφουν τό βλέμμα τους πρός τόν Δημιουργό τῆς κτίσης, αὐτόν πού δημιούργησε τούς ἀνθρώπους καί τούς πολλαπλασίασε καί ζωντάνεψε τή νεκρή μήτρα τῆς Σάρρας, ἀρχίζουν νά νηστεύουν καί μέ τίς προσευχές τους προσελκύουν τή θεϊκή ἀγαθότητα καί φέρνουν στή μνήμη τους ὅλα τά παλαιά θαύματα, αὐτά πού ἀπήλαυσαν οἱ γυναῖκες τῶν πατριαρχῶν, ἡ Σουμανίτις, ἡ μητέρα τοῦ Σαμουήλ Ἄννα, δηλαδή «σπέρνουν καί εὐτυχισμένοι θερίζουν». Αὐτοί λοιπόν πού ἦταν ἐξουθενωμένοι, μεταβάλλονται καί ἀποκτοῦν θυγατέρα, πού τούς ξεπερνάει στήν ἁγιοσύνη καί τή θεία χάρη, ἀφοῦ κατοικεῖ σ’ ἐκείνη περισσότερο παρά σ’ αὐτούς καί διαμένει ὁ Θεός, ἤ καλύτερα μποροῦμε νά ποῦμε ἀναπαύεται. Σ’ αὐτούς ἁπλά κατοικεῖ μέσα τους ὁ Θεός, σύμφωνα μέ τό ρητό πού λέει· «Θά κατοικήσω ἀνάμεσά τους καί θά πορεύομαι μαζί τους», ἐνῶ τῆς θυγατέρας τους οὐσιαστικά γέμισε τή μήτρα.
5. Μήπως αὐτοί περιφρόνησαν τή θεία χάρη; Μήπως μιμήθηκαν τούς στείρους γονεῖς καί ἔτσι κρατοῦσαν στό σπίτι τους τή θυγατέρα τους καί μέ τρυφερότητα τήν ἀνέτρεφαν, ἐλπίζοντας νά τήν ἔχουν βοηθό στά γηρατειά τους, κληρονόμο τους καί διάδοχο; Δέν θά ἦταν πραγματικοί γονεῖς της οὔτε θά ἀξιώνονταν νά τήν ἀποκτήσουν, ἄν θά σκέφτονταν μ’ αὐτόν τόν τρόπο. Μέ τή βοήθεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀποξενώνονται ἀπό κάθε σαρκική συμπεριφορά, δείχνουν ἀνώτερη στάση, δωρίζουν στόν Θεό τό καλό πού τούς δώρισε καί ἀποδεικνύουν πώς παραδέχονται ὅτι τό καλό πού κατέχουν προέρχεται ἀπό ἐκεῖνον καί τό ἐπιστρέφουν σ’ αὐτόν. Στόν ναό προσφέρουν στόν Δεσπότη ἀφιέρωμα ζωντανό πού κινεῖται καί στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ προστίθεται ὡραιότητα καί ὁ τόπος τοῦ ναοῦ κληρώνεται σάν κατοικητήριο τῆς δόξας —πράγμα πού καί ὁ Δαβίδ παραδέχεται ὅτι ἐπιθυμεῖ, ἀλλά δέν ἀξιώνεται νά τό δεῖ μέ τά μάτια του. Καί ξεχνᾶ ἡ παιδούλα τό πατρικό της σπίτι καί ὁδηγεῖται στόν βασιλιά, πού ἐπιθύμησε τό κάλλος της.
Ὁδηγεῖται μέ τή θέλησή της, μέ τιμές καί δόξα, μέ λαμπρή πομπή βγαίνει ἀπό τό σπίτι της, ἐνῶ ὅλοι χειροκροτοῦν ἐγκωμιαστικά τήν ἔξοδο. Συνοδεύουν τούς γονεῖς της ὅλοι οἱ συγγενεῖς, οἱ γείτονες, οἱ φίλοι. Οἱ πατέρες συνοδεύουν χαρούμενα τόν πατέρα κι οἱ μητέρες τή μητέρα, οἱ κοπέλλες καί οἱ νεαρές κρατώντας λαμπάδες συμπορεύονται μέ τήν κόρη τοῦ Θεοῦ σάν ἕνας κύκλος ἀστεριῶν φωτεινῶν γύρω ἀπό τή σελήνη κι’ ὅλη ἡ Ἰερουσαλήμ μαθαίνει τό γεγονός καί παρακολουθεῖ τήν πρωτοφανή αὐτή πομπή, δηλαδή ἕνα κοριτσάκι τριῶν ἐτῶν νά περιστοιχίζεται μέ τόση δόξα, νά τιμᾶται μέ τόση λαμπαδηφορία. Ὅταν ἔφτασαν στόν ναό, τούς περίμενε καί τούς χαιρετοῦσε μέ ψαλμωδίες ὅλη ἡ ἱερατική τάξη καί ὁ ἴδιος ὁ ἀρχιερέας συγκινοῦνταν ἀπό τό θαῦμα αὐτό καί μάλιστα περισσότερο ἀπό ὅλους, ἐπειδή ἦταν θεόπνευστος.
6. Οἱ γονεῖς ὁδηγοῦν σ’ αὐτόν τήν κόρη, τοῦ τήν ἐμπιστεύονται καί διηγοῦνται τά σχετικά μέ τή στείρωση τῆς Ἄννας καί τήν ὑπόσχεση πού ἔλαβαν σ’ αὐτό τό θέμα καί γενικά παραδέχονται πώς ὑπερβαίνει τίς δυνάμεις τους ἡ ἀνατροφή τῆς κόρης. Ἐπειδή ἦταν πολύ ἀγαπητή ἀπό τόν Θεό, ἔπρεπε καί ἡ ἀνατροφή της νά εἶναι ἀνάλογη, ὥστε ἕνα μαργαριτάρι τόσο λαμπρό καί σπάνιο νά μή ραφτεῖ πάνω σ’ ἕνα φτηνό καί τιποτένιο ὕφασμα, ἀλλά σ’ ἕνα βασιλικό ἔνδυμα, γιά νά τό στολίσει καί νά τό ἀναδείξει πάρα πολύ.
Ὁ ἀρχιερέας ἐκείνη τή στιγμή μᾶλλον ἔπεσε σέ ἔκσταση, καταλήφθηκε ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί διέγνωσε ὅτι ἡ κόρη εἶναι πραγματικά κατοικητήριο θείας χάρης καί ὅτι εἶναι αὐτή περισσότερο ἄξια ἀπ’ αὐτόν νά ἐμφανίζεται συνεχῶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ταίριαζε αὐτό πού εἰπώθηκε καί εἶχε βαθύ νόημα στόν νόμο γιά τήν κιβωτό, ὅτι θά κατοικήσει στά Ἅγια τῶν ἁγίων, γιατί αὐτό ἀκριβῶς ἀναφέρεται ὁλοφάνερα σ’ αὐτήν τήν κόρη. Ὁ ἀρχιερέας χωρίς ἐνδοιασμούς καί χωρίς φόβο τολμᾶ κάτι δίκαιο, πού ξεπερνᾶ τόν νόμο, μᾶλλον ξεπερνᾶ τόν ἀνθρώπινο νόμο καθώς καί τήν ἀσάφεια τοῦ γράμματος τοῦ νόμου, γιατί ἀκολουθεῖ τό ἅγιο Πνεῦμα καί ὁδηγεῖ καί ἀποθέτει στά Ἅγια τῶν ἁγίων αὐτό τό ἀφιέρωμα. Δέχεται ὁ τόπος αὐτός τήν κόρη, αὐτός πού κανείς ἄλλος ἄνθρωπος δέν τόν εἶδε, πού δέν τόν πατοῦν οὔτε οἱ ἱερεῖς οὔτε ὁ ἴδιος ὁ ἀρχιερέας, παρά μιά μόνο φορά τόν χρόνο. Ἔπρεπε βέβαια νά μήν ὑπακούει δουλικά στή σπουδαιότητα τοῦ νόμου, αὐτή πού ἁγιάσθηκε μέ τήν καθαρότητά της περισσότερο ἀπό ὁλόκληρη τή φύση καί δικαιώθηκε ἀπό τότε πού ἦταν στή μήτρα τῆς μητέρας της, ἑνός νόμου πού δέν θεσπίστηκε γιά τούς δίκαιους, ἀλλά γιά τούς ἁμαρτωλούς. Ὁ νόμος καθιερώθηκε γιά τίς παραβάσεις καί θεωρήθηκε παιδαγωγός γιά κείνους πού χρειαζόταν διαπαιδαγώγηση. Σ’ αὐτήν πού ξεπερνοῦσε τούς ἀγγέλους ὄχι ὁ νόμος, ἀλλά ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐκτελοῦσε τά τέλεια. Φανερώνει ὁ Θεός ὅτι ἀρέσει αὐτά τά ὁποῖα συνέβησαν, γιατί χρησιμοποιεῖ σάν διάκονό της ἄγγελο γιά νά ἀναθρέψει τήν ἀφιερωμένη καί τρέφει μέ παράδοξο τρόπο αὐτήν πού θά τόν γεννήσει καί θά τόν ἀναθρέψει, ὥστε κανένα χαρακτηριστικό της νά μή φαίνεται ὅτι εἶναι ἀνθρώπινο, ἀλλά ὅλα νά φαίνονται ὅτι εἶναι θεϊκά.
7. Αὐτή εἶναι ἡ σημερινή μας πανήγυρη, αὐτό τό γεγονός γιορτάζουμε σήμερα, τήν προσαγωγή τῆς κόρης στόν ναό καί τήν εἰσαγωγή της στά Ἅγια τῶν ἁγίων. Τί παράξενο γεγονός, τί παράξενο πράγμα ἀκοῦμε! Ἕνα μικρό κορίτσι νά ζεῖ στά ἄδυτα καί ἀθέατα τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη κι ἄν μόνο πατοῦσε στήν αὐλή τοῦ ναοῦ, αὐτό θά ἔδειχνε ξεκάθαρα τήν οἰκειότητα πού θά εἶχε μέ τόν Δεσπότη, ἀφοῦ βέβαια τό «νά πατάει κανείς τήν αὐλή μου δέν τό ἐπιτρέπω» ὁρίσθηκε ἀπό τόν Θεό γι’ αὐτούς πού ἔρχονται σέ ρήξη μ’ αὐτόν. Ἀκόμη κι ἄν ἔβλεπε μόνο τά Ἅγια τοῦ ναοῦ, κι αὐτό θά ἦταν μεγάλη ἀπόδειξη παρρησίας πρός τόν Θεό. Ἀκόμη κι ἄν μιά φορά τόν χρόνο ἔμπαινε στά Ἅγια τοῦ ναοῦ, κι αὐτό θά ξεπερνοῦσε πάρα πολύ τήν ταπεινή θέση τῆς γυναίκας.
Τώρα ὅμως περνώντας τήν αὐλή, διασχίζοντας τό δεύτερο χώρισμα καί φτάνοντας στά Ἅγια τῶν ἁγίων, ὁρίζεται νά μένει συνεχῶς μαζί μέ τόν Θεό κι αὐτό εἶναι ἕνας ἀρραβώνας μεταξύ τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, πού ἐμφανίζεται ἀργότερα. Δείχνει μ’ αὐτή της τήν ἐνέργεια ἡ Θεοτόκος προφητικά σ’ ἐμᾶς καί ἀνοίγει τόν δρόμο σ’ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος γιά τήν ἄνοδο καί εἴσοδό του στά οὐράνια καί ἀληθινά Ἅγια τῶν ἁγίων καί ἔτσι μετά ἀπ’ αὐτό φαίνεται ὅτι καταργεῖ τόν μωσαϊκό νόμο, ὁ ὁποῖος ἐπειδή δέν μποροῦσε νά μᾶς δικαιώσει καί νά μᾶς καθαρίσει ἀπό τήν ἁμαρτία, σχεδόν μᾶς ἐμπόδιζε ὅλους νά μετέχουμε σέ κάθε μορφή ἁγιότητας. Ἐπρόκειτο βέβαια ὁ Χριστός μέ τή θεία χάρη νά μᾶς δικαιώσει ὅλους καί «ἀφοῦ μέ τόν σταυρικό θάνατό του γκρέμισε ὅ,τι σάν τοῖχος μᾶς χώριζε καί προκαλοῦσε ἔχθρα», ἄνοιξε γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους τίς εἰσόδους, πού ἦταν προηγουμένως ἄβατες, καί ἀφοῦ μᾶς ἁγίασε ὅλους καί μᾶς καθάρισε μέ νερό καί ἅγιο Πνεῦμα, μᾶς δέχτηκε στά Ἅγια. Γι’ αὐτό τώρα στόν ναό ὑποδέχεται τήν Παρθένο. Καί ὅσα συμβαίνουν τώρα στή Θεοτόκο, μοιάζουν σάν νά μᾶς δίνει ὁ Θεός ἀξιόπιστα ἐνέχυρα γιά τή συμφιλίωση ἀργότερα ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπινου γένους μαζί του.
8. Μικρό παιδί ἀφιερώνεται ἐξαιτίας τῆς ἔλλειψης κακίας καί ἐξαιτίας τῆς εὐθύτητάς του· «Γιατί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀνήκει σέ ἀνθρώπους πού εἶναι σάν κι αὐτά» καί «Βοηθάει ὁ Κύριος τούς ἀθώους καί βλέπει μέ εὐμένεια τούς εὐθεῖς ἀνθρώπους». Μιλᾶμε γιά γυναίκα, πού ἐξαιτίας τῆς Εὔας προῆλθε ἡ ἁμαρτία, ὥστε «ἐκεῖ ὅπου πλεόνασε ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ θά ὑπερπερισσεύσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ». Καί ἐνῶ ἡ γυναίκα διώχτηκε ἀπό τόν παράδεισο, θά προηγηθεῖ τῆς φύσης της καί θά εἰσέλθει στά Ἅγια τῶν ἁγίων. Θά εἶναι τριῶν ἐτῶν, γιατί ἔτσι συμβολίζεται ἡ ἁγία Τριάδα, αὐτή πού αὐξάνει τήν ἁγιότητα. Τί σημαίνει ἡ πομπή; Εἶναι ἡ ἐλεύθερη διατύπωση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἁπλώθηκε σ’ ὁλόκληρη τή γῆ καί δέν περιορίσθηκε σ’ ἕνα τόπο σύμφωνα μέ τή στενή ἀντίληψη τοῦ νόμου. Τί σημαίνει ἡ παρουσία νέων κοριτσιῶν; Ψυχές τοῦ «καινούργιου ζυμαριοῦ» τοῦ Θεοῦ, πού συμπορεύονται μιμούμενες τήν Παρθένο. Μπορῶ νά διακρίνω κάποιον συμβολισμό στίς λαμπάδες πού κρατοῦν; Εἶναι τό φῶς τῆς ζωῆς, πού λάμπει γιά νά δοξάζεται ὁ Θεός, εἶναι ὁ φωτισμός τῆς γνώσης, αὐτό πού ἀνάβει καί κρατιέται ἀπό δυνατά χέρια, κι ὄχι σάν νά τό κρατοῦν ἀποκαμωμένα χέρια καί ἐγκαταλελειμμένο ἀπό κάθε δύναμη, ὅπως λέει ὁ θεῖος Δαβίδ, ὅτι καί «τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν κι αὐτό ἀκόμη σβήνει». Γιατί τό ἅγιο Πνεῦμα θά ἀποφύγει τόν δόλο καί δέν θά κατοικήσει σέ σῶμα καταχρεωμένο μέ πολλές ἁμαρτίες.
9. Ἐσύ ἀκροατή, πού σκανδαλίζεσαι ἀπ’ αὐτά πού ἀκοῦς ἐξαιτίας τῆς προσωπικῆς σου τυφλώσεως, κρύψου στή σκιά καί μή σκέφτεσαι τίποτε περισσότερο ἀπό αὐτό πού ξεπερνάει τό γράμμα τοῦ νόμου, ἀφοῦ εἶσαι «σκληροτράχηλος μέ πωρωμένη τήν καρδιά» καί κλεισμένα τά ἀφτιά, πού πάντοτε ἀντιστέκεσαι στό ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι δυνατόν νά λέγεται ὅτι ὁ ἀρχιερέας παρανομεῖ τόσο φανερά καί ἐνεργεῖ τόσο ἐπικίνδυνα, ἄν δέν εἶχε πεισθεῖ ἀπό τόν Θεό ὅτι ἔτσι πρέπει νά κάνει γι’ αὐτό τό κοριτσάκι; Πῶς θά εἰσήγαγε τήν κόρη τόσο παράτολμα στά Ἅγια τῶν ἁγίων, ἄν δέν συμβουλευόταν πιό σοφούς ἀπό σένα, ἀκροατή, ἄν δέν εἶχε κάποιο σημάδι «ἀποκαλύψεως καί ἀλήθειας» στό στῆθος, πράγματα πού τόν κοσμοῦσαν πάντοτε καί ἀπό τά ὁποῖα ἔπαιρνε πάντοτε τήν ἄδεια γιά τό τί ἔπρεπε νά κάνει κάθε φορά; Ποιός ἀπό τούς ἱερεῖς θά τόν ἀνεχόταν νά παρανομεῖ σ’ αὐτό τό ζήτημα; Πῶς δέν θά ξεσήκωνε τόν λαό αὐτή ἡ ἀσυνήθιστη ἐνέργειά του, ἀφοῦ σέ ἄλλες περιστάσεις ἦταν πάντοτε ἀντιδραστικός καί πάντοτε καιροφυλακτοῦσε νά μή γίνουν ἀσυνήθιστα πράγματα; Ὅμως τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε ἰσχυρότερο κι ὅσα ἐπικύρωσε ὁ ἅγιος Θεός κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν μπορεῖ νά τά ἀπορρίψει καί μέ τά μυστικά χαλινάρια τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ τά στόματα ὅλων ἐλέγχονταν καί καθοδηγοῦνταν καί ἔτσι ὅλοι ἐπαινοῦσαν καί ἔλεγαν ὅτι αὐτά συμβαίνουν πέρα ἀπό τήν ἀνθρώπινη λογική.
Δέν συμφωνεῖς μ’ αὐτά ὅτι εἶναι ἀληθινά, οὔτε πιστεύεις στόν Θεό; Κοινή μέ τούς προγόνους σου εἶναι αὐτή ἡ συμπεριφορά σου καί πατρογονικό εἶναι αὐτό πού καμαρώνεις, γιατί αὐτοί οἱ πρόγονοι δέν εἶχαν πιστέψει στόν Θεό, ἀλλ’ εἶχαν ἐξουθενωθεῖ γιά τήν ἐπιθυμητή γῆ. «Σαράντα χρόνια», λέει ὁ Θεός πού δέν τόν πίστεψαν, «βαρέθηκα τή γενεά ἐκείνη καί εἶπα· “Πάντοτε πλανῶνται μέ τήν ἁμαρτωλή καρδιά τους”». Ἐκτός ἀπ’ αὐτά βέβαια πρόσεξε μήν ἀνοίξεις περισσότερο τή θύρα σου στούς εἰδωλολάτρες καί ἀπιστεῖς στά θαύματα πού περιέχονται στόν νόμο τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι μαζί μ’ αὐτούς βαδίζεις γιά τά δικά μας θέματα καί ἐνῶ νομίζεις ὅτι συνηγορεῖς σ’ αὐτά πού λέει ὁ νόμος, πέσεις ἔξω καί πάρεις σοβαρές ἀποφάσεις ἐναντίον τοῦ νόμου.
10. Οἱ Ἰουδαῖοι λοιπόν ἄς φοροῦν κάλυμμα μπροστά στά μάτια τους κι ἄς μή βλέπουν τίποτε φωτεινό καί θεϊκό, «Γιατί ἔκλεισαν τά μάτια τους» καί γι’ αὐτό δέν κατάλαβαν, ἀφοῦ βαδίζουν στό σκοτάδι. «Ἐμεῖς ὅμως, χωρίς κάλυμμα στό πρόσωπο, κοιτάζουμε σέ καθρέφτη τή λαμπρότητα τοῦ Κυρίου» καί σημαδεμένοι μέ τό φῶς τους καί διαπλασμένοι ἀπ’ αὐτό, νά μήν ἐξετάσουμε μόνο τά σχετικά μέ τή γιορτή καί νά τά τιμήσουμε, ἀλλά καί μεῖς οἱ ἴδιοι νά γίνουμε γιορτή καί θεμέλιο γιορτῆς. Πῶς θά γίνει αὐτό; Χθές ἤσουν, ἀκροατή, μιά στεῖρα καί ἄκαρπη ψυχή, πού δέν μποροῦσε νά γεννήσει ἕνα τέκνο, τό ὁποῖο θά ἦταν ἄξιο νά δεῖ τό φῶς τῆς ζωῆς; Σήμερα λάβε μέσα σου τόν δεσποτικό φόβο καί μέ χρήσιμες νηστεῖες, μέ δάκρυα, μέ δοξολογίες, γέννησε γιά τόν ἑαυτό σου τά ἀγαθά ὄντως σπέρματα καί πνεῦμα σωτηρίας καί θρέψε, παιδί μου, καί αὔξησε τήν πίστη σου μέχρι αὐτή νά φτάσει τήν πίστη τῆς σεβάσμιας Τριάδας. Μήν ἀσπάζεσαι τήν πολυθεΐα, γιατί αὐτό εἶναι κάτι χυδαῖο, οὔτε ἕναν Θεό μέ μιά μόνον ὑπόσταση, γιατί αὐτό εἶναι κάτι φτωχό. Τό πρῶτο ἔχει σχέση μέ τήν εἰδωλολατρική αἰσχρότητα καί μέ τήν ἐπινόηση τῆς διαδοχῆς τῆς θεότητας, τό δεύτερο ἔχει σχέση μέ τήν ἰουδαϊκή μικροπρέπεια, ἐπειδή τά τρία δέν χωροῦν μαζί ἐξαιτίας τῆς στενότητας τῆς σκέψης τους. Πρόσφερε τό ἀφιέρωμά σου στόν Κύριο, ἀπό τόν ὁποῖο προέρχεται «κάθε καλή προσφορά», καί μήν ἀφιερώνεις ὅ,τι καλό καταφέρεις νά κάνεις νομίζοντας ὅτι προέρχεται ἀπό τούς κόπους σου, ἀλλά νά ξέρεις πώς αὐτό ὀφείλεται στή δύναμη καί στή χάρη ἐκείνου. Ἄς σέ φωτίζει καί τό ἄσβεστο φῶς τῆς παρθενίας ἤ τῆς σωφροσύνης κι ἔτσι θά γίνεις ἄξιος νά εἰσέλθεις ἐσύ ἤ νά εἰσαγάγεις ἄλλον στά Ἅγια τῶν ἁγίων. Γιατί χωρίς «ἁγιασμό καί καθαρότητα κανείς δέν θά ἀντικρύσει τόν Κύριο», ὅπως λέει ὁ Παῦλος. Ἔχε ἐμπιστοσύνη στόν Κύριο. Ἔτσι βέβαια θά τραφεῖς μέ τόν μυστικό θεϊκό ἄρτο, πού θά μεταφέρει ἄγγελος καί θά σοῦ τόν προσφέρει, ἄν βέβαια λέμε καί πιστεύουμε ὅτι ὁ ἱερέας εἶναι ἄγγελος τοῦ Κυρίου.
11. Αὐτά εἶναι τά κέρδη ἀπό μιά πανήγυρη πού γίνεται στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι οἱ Χριστιανοί εὐχαριστοῦνται μέ τίς γιορτές.
Εἶσαι παρθένος; Πρόσεξε τή δόξα τῆς παρθενίας, ποῦ σέ ὁδηγεῖ καί ποῦ σέ ἀνεβάζει καί μέ ποιόν τρόπο σέ τρέφει καί μέ τί «νά μή σαλευθεῖ τό πόδι σου, μήτε νά σβήσει ἡ λαμπάδα σου», οὔτε «νά σέ βρεῖ ὁ θάνατος μπαίνοντας στό σπίτι σου ἀπό τά παράθυρα», οὔτε νά βεβηλώσεις τό ἅγιο τῆς ἀφθαρσίας, τό ὁποῖο δέν ἐπιδέχεται καμιά ἀνάκληση. Γιατί ποιός ἀποκατέστησε τήν παρθενία του, ἔστω καί ἄν λιώσει τίς σάρκες του, ἔστω καί ἄν διατηρήσει τόν ἑαυτό του ἀπρόσιτο στούς ὕπουλους λογισμούς;
Ἔχεις δεθεῖ μέ τά δεσμά τοῦ γάμου; Πρόσεξε νά μήν κατηγορήσεις τόν γάμο ὡς αἴτιο τῆς ἀπομακρύνσεώς σου ἀπό τόν Θεό, νά μή προφασιστεῖς ἀνόητα πράγματα. Ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα ἦταν παντρεμένοι, ἀλλά δέν ἦταν μακριά ἀπό τόν Θεό. Καί τό πιό παράδοξο, ὅταν ἀπέκτησαν διάδοχο καί προχώρησαν ἔτσι μπροστά, κράτησαν τήν ἄποψή τους ἴδια γιά πάντα. Προσφέροντας τή θυγατέρα τους στόν Θεό, ἔγιναν καί καλοῦνται θεοπάτορες σάν ἀνταμοιβή. Ἐπί πλέον πρόσεξε καί λειτούργησε σωστά μέσα στόν γάμο, «δίνοντας στόν αὐτοκράτορα ὅ,τι τοῦ ἀνήκει, καί στόν Θεό ὅ,τι ἀνήκει στόν Θεό». Ἀγάπα τή σύζυγό σου σάν νά εἶναι ἡ σάρκα σου —«κανείς ποτέ δέν μίσησε τό ἴδιο του τό σῶμα»— καί μή ρίχνεις τό βλέμμα σου ἔξω ἀπό τό σπίτι σου. «Πίνε νερό ἀπό τό πηγάδι σου», γιατί εἶναι πολύ στενά τά ξένα πηγάδια «καί φέρνουν θλίψη στή σάρκα» σύμφωνα μέ τόν νόμο. Ἀνάτρεφε τά παιδιά σου «μέ ἀγωγή καί συμβουλές, πού ἐμπνέονται ἀπό τήν πίστη στόν Κύριο» καί νά φοβᾶσαι τήν καταδίκη τοῦ ἀρχιερέα Ἠλεί. Ἁγιάσθηκες μέ τόν γάμο, ἀλλά καί ἁγίασες τόν γάμο καί ἔγινες ἐπιτηδειότατος καί μεταχειρίστηκες τίς κοσμικές ὑποθέσεις σύμφωνα μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί ἀπέδειξες τήν ἀλήθεια πού λέει ἡ Γραφή ὅτι «ὁ Κύριος ἑνώνει τή γυναίκα μέ τόν ἄνδρα», ἕνα ταίριασμα πραγματικά ὡραῖο καί στεφανωμένο ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος τά πάντα λογικά συνταιριάζει.
12. Ἔτσι γιορτάζουμε, ἀδελφοί, μακάρι ἔτσι νά γιορτάζουμε πάντοτε, γιά νά ἀξιωθοῦμε νά εἰσέλθουμε στήν πιό τέλεια εἴσοδο, στά Ἅγια τῶν ἁγίων, παρθένες ψυχές, καθαρές ἀπό κάθε κακό — αὐͺτήν θεωρῶ πραγματική παρθενία μ’ αὐτά πού γράφω—, νά κρατᾶ ἡ ψυχή μας λαμπρές τίς λαμπάδες πού καῖνε τό ἔλαιο τῆς φιλανθρωπίας, νά εἰσέλθουμε ἐκεῖ «ὅπου μπῆκε πρίν ἀπό μᾶς καί γιά χάρη μας ὁ Χριστός», ἔχοντας γιά βοηθό μας αὐτήν τήν ἴδια τή Θεοτόκο καί στίς προθέσεις μας καί στίς πράξεις μας. Αὐτή μᾶς ἀξίωσε νά δεχτοῦμε τόσες χάρες της καί ἡ ὁποία τώρα μέ τή γιορτή της μᾶς ἁγιάζει, καί τότε μᾶς ἀξίωσε νά νιώσουμε τό κάλλος τῆς πανάγιας καί ἀϊδίας Τριάδας, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τοῦ μοναδικοῦ Θεοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Δημητρίου Τσάμη, ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΟΝ, τόμος Β΄, ἐκδόσεις Ὀρθοδ. Χριστ. Ἀδελφ. ΛΥΔΙΑ