Ἅγιε Δημήτρη μου προστάτη...



Στούς δρόμους σου, πού διάβηκες, διαβαίνω.
Ἀλλάξανε ὅμως τόσα πολλά…
Δέν ἔχουμε ρωμαίους στρατιῶτες,
θηρία, μονομάχους καί φωτιά.

Δέν ἔχουμε ἀγάλματα καί τύμβους,
δρόμωνες στόν Θερμαϊκό.
Δέν χτίζουμε πιά ἄλλο κατακόμβες·
λεύτερα προσκυνοῦμε τόν Θεό.

Κι ὅμως, θαρρῶ, χτές ἦταν πού περνοῦσες
κάπου ἐκεῖ στήν Κόκκινη Ἐκκλησιά.
Περπάταγες κοντά στά μαθητούδια,
σαΐτευε μέ λόγια τήν καρδιά.

Σέ εἶδα νά εὐλογᾶς μέ τά δυό χέρια
κάθε κατηχητόπουλο μικρό.
Νά ἀγρυπνᾶς γιά τήν Θεσσαλονίκη,
νά μεσιτεύεις γιά ἕνα λαό.

Ἅγιε Δημήτρη μου, Σαλονικιέ προστάτη,
πότε βιγλάτορα στά τείχη σέ θωρῶ
κι ἄλλοτε νά περνᾶς ἀνάμεσά μας
καβάλα στ’ ἄλογο τό φτερωτό.

Ἄγγελο παραστάτη καί προμάχο
στήν πόλη τούτη σ’ ἔβαλε ὁ Θεός.
Ἀριφνητες οἱ χάρες σου, ἅγιέ μου!
Ἀπό τά πλούτη σου ἄς γεύομαι κι ἐγώ.

                                   Δ. Δ.