Ο αετός και η αλεπού



Ένας αετός και μια αλεπού έγιναν φίλοι και αποφάσισαν να κατοικούν κοντά ο ένας με τον άλλον, πιστεύοντας πως αυτό θα στερέωνε τη φιλία τους. Εκείνος, λοιπόν, ανέβηκε σε ένα ψηλό δέντρο μαζί με τα παιδιά του και η άλλη μπήκε και γέννησε τα μικρά της στα χαμόκλαδα που ήταν από κάτω.
Μια μέρα, όμως που η αλεπού βγήκε για βοσκή, ο αετός, ο οποίος δεν είχε βρει τροφή για τα παιδιά του, πέταξε κάτω στα χαμόκλαδα και άρπαξε τα αλεπουδάκια και τα ξεκοκάλισε αυτός και τα μωρά του. Όταν γύρισε η αλεπού και κατάλαβε τι είχε γίνει, λυπήθηκε πολύ. Λυπήθηκε όχι τόσο για το θάνατο των μικρών της, αλλά επειδή δεν μπορούσε να εκδικηθεί τον αετό, εξαιτίας της αδυναμίας της να πετάξει για να τον κυνηγήσει. Έτσι στάθηκε από μακριά με σταυρωμένα τα χέρια, το μόνο που μπορούν να κάνουν οι ανήμποροι και οι αδύνατοι. Κι ήρθαν έτσι τα πράγματα που ο αετός δεν άργησε να πληρώσει την ασέβεια που έδειξε στη φιλία. Βλέποντας κάτι ανθρώπους που θυσίαζαν στα χωράφια μια κατσίκα, χίμηξε κάτω, άρπαξε από το βωμό ένα φλογισμένο κομμάτι από τα σπλάχνα και το ανέβασε ψηλά. Όταν το έφερε στη φωλιά του, φύσηξε δυνατός αέρας και από κάποια ξερά ξυλαράκια, άναψε μια μεγάλη φωτιά. Έτσι, τα αετόπουλα κάηκαν, γιατί χωρίς φτερά δεν μπορούσαν να πετάξουν, και έπεσαν στη γη. Η αλεπού έτρεξε αμέσως και τα έφαγε όλα μπροστά στα μάτια του αετού. 

Ο μύθος δείχνει, πως όσοι πατούν τη φιλία, ακόμα κι αν ξεφύγουν την εκδίκηση εκείνων που αδίκησαν, επειδή αυτοί είναι δυνατοί, την τιμωρία από τον Θεό ποτέ δε θα τη γλυτώσουν.