«Ἐγένετο ἐπ’ ἐμέ χείρ Κυρίου» (Ἰεζ. 37, 1)



­Nίκου Νικολαΐδη
Καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν


Εἶναι μιά προσφιλής καί συγκινητική σκηνή. Τήν βλέπομε κι ἐμεῖς πολλές φορές νά συμβαίνει, στά ἀνθρώπινα φυσικά πράγματα. Ὁ πατέρας ἤ ἡ μητέρα ἤ ἄλλο πρόσωπο νά κρατάει μέ τό χέρι του τό χεράκι ἑνός μικροῦ παιδιοῦ καί νά στέκουν ἤ νά βαδίζουν μαζί. Αὐτή ἡ οἰκειότητα καί ἡ τρυφερότητα πόσο πράγματι συγκινεῖ!
Κάτι ἀνάλογο, στά μέτρα τά θεανθρώπινα, παρατηρεῖται καί στό ἔργο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ. Παίρνει ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο ἀπό τό χέρι καί τόν ποδηγετεῖ ἤ τόν στηρίζει. Καί νοιώθει ὁ πιστός ἄνθρωπος ἔντονα τό στιβαρό χέρι τοῦ Θεοῦ. Καί αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνο τήν παρουσία καί τή φερεγγυότητα τῆς θείας δύναμης, ἀλλά ταυτόχρονα γεύεται καί τή γλυκύτητα τῆς θείας θαλπωρῆς.

Ἰδιαίτερα γεμίζει μέ ἀσφάλεια καί ἐμπιστοσύνη ὁ ἄνθρωπος, ὅταν σ’ αὐτή τή χειροπιαστή ἐκδήλωση προκύψει κάποιο σοβαρό θέμα ἤ πρόβλημα.
Μ’ ἔπιασε ἀπό τό χέρι ὁ Κύριος, διηγεῖται ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ (στό βιβλίο του κεφ. 37, 1-14), καί κρατώντας με σφικτά, μέ ὁδήγησε σέ κάποιο φοβερό τόπο. Καί σ’ αὐτό τό πεδίο δέν ὑπῆρχαν δένδρα καί χόρτα. Ὁ παράξενος αὐτός τόπος ἦταν «μεστός ὀστέων ἀνθρωπίνων»! Καί ἐγώ τά ἔβλεπα καί ἀποροῦσα καί γιά τό πλῆθος τους ἀλλά καί γιατί ἦταν «ξηρά σφόδρα»! Καί ἡ ἀγωνία τοῦ Προφήτη μεγεθυνόταν, ὡς πρός τό τί ἡ ὀπτασία τούτη!
Κι ἐνῶ τήν καρδία τοῦ Ἰεζεκιήλ συγκερνοῦσαν ἡ ἀπορία καί ὁ φόβος, τά αἰσθήματά του αὐτά διέκοψε ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ: «Υἱέ ἀνθρώπου, εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταῦτα;».
Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, τό φαινόμενο τοῦτο, τοῦ διάσπαρτου πεδίου μέ «ὀστέα ἀνθρώπων» δέν ἀπέχει καί πολύ ἀπό μᾶς. Ἄν ἀναλογισθοῦμε ὅτι ἑκατομμύρια ἤ καί δισεκατομμύρια ἀνθρωπίνων ὑπάρξεων ἔζησαν πρίν ἀπό μᾶς καί ποιός ξέρει ἄλλα τόσα ἤ καί περισσότερα “ὀστέα ἀνθρώπινα” πρόκειται νά ὑπάρξουν ἐπί τῆς δικῆς μας ἐποχῆς καί τῶν μετέπειτα χρόνων, τότε, ναί, πράγματι εὑρισκόμαστε κι ἐμεῖς κατάπληκτοι θεατές αὐτοῦ τοῦ φαινομένου. Ἔτσι καί στή δική μας ἔκσταση ἀκούγεται ἡ φωνή τοῦ Κυρίου «υἱέ ἀνθρώπου, εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταῦτα;».
Ἀσφαλῶς, αὐτοί πού δέν ἔχουν “ἐλπίδα” (Α΄ Θεσ. δ΄ 13) ἤ θά χλευάσουν ἤ θά ἀπορήσουν ἤ καί θά ἀπογοητευθοῦν στή σκέψη καί στή θέαση τούτη. Ἀλλά, ὅσοι ἀπό μᾶς πιστεύομε ὅτι καί ὁ Ἰησοῦς “ἀπέθανε καί ἀνέστη” καί ὅτι ὁ Θεός «τούς κοιμηθέντας διά τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σύν αὐτῷ» (Α΄ Θεσ. δ΄  14)­, τότε ἀναθαρροῦμε καί αἰσθανόμαστε πιό δυνατό καί πιό θερμό τό χέρι τοῦ Θεοῦ νά μᾶς κρατεῖ. Καί προσδοκοῦμε μέ βεβαιότητα ὅτι καί τά δικά μας ὀστέα, ὅπως καί τῶν προσφιλῶν κεκοιμημένων μας, δέν θά παραμείνουν ξηρά καί “γεγυμνωμένα”. Κάποτε θά ἀκούσουν καί, μάλιστα, πρῶτοι θά ἐνωτισθοῦν, οἱ κε­κοιμημένοι, αὐτό μᾶς τό βεβαιώνει ὁ ἰσχυρός θεῖος λόγος, τῆς φωνῆς τῆς ἀρχαγγελικῆς καί τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος τῆς ἀναστάσιμης (Α΄ Θεσ. δ΄ 16). «Οἱ νεκροί ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον, ἔπειτα  ἡμεῖς  οἱ  ζῶντες», ὅσοι δηλαδή τότε θά ζοῦμε,  «οἱ  περιλειπόμενοι  ἅμα  σύν  αὐτοῖς (τοῖς νεκροῖς)  ἁρπαγησόμεθα  ἐν  νεφέλαις  εἰς  ἀπάντησιν  τοῦ  Κυρίου  εἰς  ἀέρα·  καὶ  οὕτω  πάντοτε  σὺν  Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α΄ Θεσ. δ΄ 16-17).
Γι’ αὐτό νά μή θρηνοῦμε ἀπερίσκεπτα καί νά μήν ὀλοφυρόμαστε ἀπέλπιδες μπροστά στόν τάφο καί τό φάσμα τοῦ θανάτου. Γιατί μπορεῖ ὁ θάνατος νά ἐπισυμβαίνει ὡς τό πιό τραγικό παρακολούθημα τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά, κατά τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας, διά τοῦ θανάτου, τῆς φθορᾶς καί τῆς διάλυσης δηλαδή τοῦ σώματος, κατορθώνεται μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἡ πλήρης καί τελεία ἐξαφάνιση καί ἀπαλλαγή μας ἀπό τό κράτος τοῦ κακοῦ, τοῦ σώματος τῆς ἁμαρτίας, καί πραγματοποιεῖται ἔτσι μέ τό μυστήριο τοῦ θανάτου τό θαῦμα τῆς ἀνάπλασης καί ἀνακαίνισής μας, «τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ» (Ρωμ. στ΄ 6).
Αὐτό, λοιπόν, πού ἡ Ἐκκλησία μας διδάσκει, ἀλλά καί ἡ ὑπό ἀναφορά προφητεία τοῦ θεόπνευστου προφήτη Ἰεζεκιήλ συνιστᾶ, καί ἡ ὁποία ἀναγινώσκεται, ὡς τό θαμποφῶς τῆς Ἀνάστασης, στό τέλος τῆς Ἀκολουθίας τῆς Μ. Παρασκευῆς, εἶναι νά κρατιόμαστε γερά ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ καί νά πιστεύομε στήν βέβαιη ζωοποίηση καί στήν ἀνάστασή μας.

Πηγή: Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεῦχος 483, Ἰούνιος 2013