Nίκου Νικολαΐδη
Καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν
Εἶναι γνωστός ὁ προσδιορισμός αὐτός, ἰδιαίτερα σέ ὅσους ἔχουν οἰκειότητα μέ τά ἁγιογραφικά καί τά ἐκκλησιαστικά πράγματα. Ἀλλά καί στόν εὐρύτερο κύκλο τῶν χριστιανῶν ὁ ὅρος αὐτός δέν εἶναι ἄγνωστος.
Ἀλήθεια, ἔχομε, οἱ «ἐγγύς καί οἱ μακράν» τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων, ἀκριβή γνώση τῆς ἔννοιας ἤ καί τῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξης τούτης; Τήν ἀκοῦμε ἤ τήν χρησιμοποιοῦμε ὡς λέξη πολλές φορές. Καί στό ἐρώτημα: τί σημαίνει ὁ ὅρος «μακάριος», δίνεται συνήθως, ἡ ἀπάντηση ὅτι μέ τήν προσφώνηση αὐτή σημαίνονται τό «εὐτυχισμένος» ἤ τό «εὐλογημένος», ὅπως καί ἄλλα πράγματα μέ παρεμφερές περιεχόμενο.
Ὡστόσο, χωρίς νά ἀποκλείονται οἱ πιό πάνω ἑρμηνευτικές προσεγγίσεις, θά ἀποτολμούσαμε νά λέγαμε, ὅτι ὁ ὅρος «μακάριος» ἔχει βαθύτερο καί ἰσχυρότερο νόημα. Κρύβει ἀλλά καί ἀποκαλύπτει ἕνα ζείδωρο καί ζωηρό μήνυμα, τό ὁποῖο ἔχει σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, ὡς ψυχοσωματική ὁλότητα, καί πού ἰδιαίτερα προσδιορίζει τήν παροντική, ὅπως καί τήν ἐσχατολογική του προοπτική. Ὁ ὅρος «μακάριος», μέ τόν ὁποῖο ὁ Κύριος προτάσσει καί στεγάζει τήν περιώνυμη Ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία του, ἐπικεντρώνει καί συνοψίζει, καί αὐτό δέν ἀποτελεῖ ὑπερβολή, ὅλο τό νόημα καί τό πλήρωμα τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ σέ σχέση μέ τό ἀνθρώπινο πρόσωπο.
Πῶς νοεῖται, ὅμως, καί πῶς δικαιολογεῖται αὐτό; Ἄς δοῦμε τήν ἐτυμολογία τοῦ ὅρου καί τά συνθετικά στοιχεῖα, πού τόν συναποτελοῦν. Ἡ λεξιλογική προσέγγιση τοῦ προσδιορισμοῦ αὐτοῦ θά μᾶς βοηθήσει νά κατανοήσομε τό ἀνθρωπολογικό ἀλλά καί τό σωτηριολογικό μέγεθός του.
Ἡ λέξη, λοιπόν, «μακάριος» εἶναι σύνθετη. Τά συνθετικά της μέρη εἶναι τό «μά» καί τό «Κήρ». Ναί, ἀλλά τί σημαίνουν αὐτά καί πῶς λειτουργεῖ ἡ σύζευξή τους. Τό «μά» εἶναι τό ἀρνητικό μόριο «μή». Καί τό «Κήρ»; Ἡ λέξη «Κήρ», ὅπως ἡ ἀρχαία ἑλληνική γλώσσα καί μυθολογία μᾶς πληροφοροῦν, δήλωνε τό πρόσωπο μιᾶς θεᾶς, μέ κακοσήμαντο καί δυσήκουστο ἔργο: Νά παρευρίσκεται αὐτή ἀόρατα στήν ἐπιθανάτια κλίνη, γιά νά συνοδεύσει τήν ψυχή τοῦ κατοιχουμένου (νεκροῦ) στόν Ἅδη. Ἦταν, λοιπόν, ἡ Κήρ ἡ θεά, τῆς ὁποίας ἡ παρουσία καί τό ἔργο σημάδευε τό θάνατο καί, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τήν ἀνείπωτη τοῦ θανάτου θλίψη.
Εἰλικρινά, ὑπάρχει πιό ἐπώδυνο καί δυσβάστακτο γεγονός ἀπό τό θάνατο; Ὅλοι μας τόν ἀπεχθανόμαστε, ἀλλά καί ὅλοι μας τόν γευόμαστε στό πρόσωπο τῶν δικῶν μας ἤ, ἀργά ἤ γρήγορα, θά τόν δοκιμάσομε ἄφευκτα καί ἐμεῖς ὡς προσωπική περίπτωση. Λέγοντας, λοιπόν, οἱ ἀρχαῖοι: «μή Κήρ», εἶναι ὡσάν νά λέμε κι ἐμεῖς σήμερα: «μακρυά ὁ θάνατος», «ὄχι ὁ θάνατος»!
Ἀσφαλῶς, ὁ θάνατος εἶναι ἐμβόλιμο καί ἀφύσικο στοιχεῖο μέσα στή ζωή μας. Καί μόνο ἡ λέξη «ζωή» ἀποκλείει ἐξ ὁρισμοῦ της τό θάνατο. Πολύ δέ περισσότερο, ἄν ληφθεῖ ὑπόψη ὅτι ὁ Θεός, ὡς δημιουργός μας, εἶναι ἡ αὐτοζωή καί ὁ χορηγός τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή πλάσθηκε ἀπό τό Θεό μέ σκοπό νά μείνει ἀθάνατος, ἀπεύχεται τό θάνατο καί θρηνεῖ γι᾿ αὐτόν. Καί τούτη ἡ ἀπορριπτική στάση μας ἔναντι τοῦ θανάτου εἶναι καί παραμένει διαχρονική.
Πέρα, ὅμως, ἀπό τή δική μας ἀρνητική γιά τό θάνατο στάση καί πρόθεση, αὐτός ἀποβαίνει γεγονός μή ἀναστρέψιμο. Νά τόν ἀποφύγομε, ἑπομένως, δέν μποροῦμε. Δυστυχῶς, «συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ», κατά τόν ἱερό Δαμασκηνό. Πῶς, λοιπόν, μποροῦμε νά τόν ἀντιμετωπίσομε; Μέ ἕνα καί μόνο τρόπο. Πού εἶναι καί ὁ μοναδικός. Ποιός εἶναι αὐτός; Νά ἐπανασυνδέσομε τόν ἑαυτό μας μέ Ἐκεῖνον, μέ τόν ὁποῖον διακόψαμε κάποτε τίς ὀντολογικές μας σχέσεις, καί πού εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καί ὁ νικητής τοῦ θανάτου! Αὐτόν, πού συνέτριψε τό κράτος τοῦ θανάτου! Πολλοί ἦρθαν ἰσχυροί καί θά ἀναφανοῦν στόν κόσμο τοῦτο ἀκόμη, πολλοί ἄλλοι δυνατοί. Ὅμως, ἕνας, καί κανένας ἄλλος, παρά μόνο ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὑπάρχει κραταιός καί μπροστά στό θάνατο. Αὐτός μόνος διακήρυξε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή» (Ἰω. ια΄ 25), καί τό ἀπέδειξε. Καί ἕνας καί μόνο ἕνας εἶπε: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰω. ια΄ 21). Καί τά λόγια αὐτά ὁ Κύριος τά εἶπε στή βαρυπενθοῦσα Μάρθα γιά τό θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ της Λαζάρου. Γιά νά ἐπισφραγίσει καί βεβαιώσει μετά ἀπό λίγο τούς λόγους του αὐτούς μέ τοῦ Λαζάρου τήν ἀνάσταση!
«Μακάριος», λοιπόν, εἶναι αὐτός πού διασκεδάζει ἤ μᾶλλον ὑπερβαίνει καί καταργεῖ τό φόβο ἤ τό γεγονός τοῦ θανάτου. Τό «μή Κήρ», δηλαδή μή μοῦ ἀναφέρεις καί μή μέ καθιστᾶς κοινωνό τῆς θεᾶς Κήρ, δηλονότι τῆς πραγματικότητας τοῦ θανάτου, μετακενοῦνται στόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ὅπως καί σέ κάθε ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ὡς ὁ ἐπινίκιος ἀναστάσιμος διθύραμβος: «Ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. ιδ΄ 8). Καί, ἀκόμη, λέγει ὁ Παῦλος: «Ἐμοί γάρ τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλ. α΄ 21). Γιά μένα, δηλαδή, τώρα πού ζῶ στόν κόσμο αὐτό, ζωή εἶναι ὁ Χριστός, ἀφοῦ ζῶ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Χριστός ζεῖ μέσα μου. Ἀλλά καί ὁ θάνατος εἶναι γιά μένα κέρδος, διότι μέ τό θάνατό μου θά πραγματοποιηθεῖ ὁ πόθος τῆς πλήρους καί αἰώνιας ἕνωσής μου μέ τό Χριστό.
Αὐτό, λοιπόν, διαδηλώνει στή βιβλική καί ἐκκλησιαστική γλῶσσα καί πραγματικότητα ὁ ὅρος «μακάριος». «Μακάριος» νοεῖται αὐτός πού δέν τόν ἀγγίζει καθόλου ὁ φόβος τοῦ θανάτου καί τά παρεπόμενά του. Καί αὐτός εἶναι ὁ ἐν-Χριστῷ, ὁ ἐνχριστωμένος ἄνθρωπος. Ἔτσι, ὅποιος ἔχει καταστήσει τήν καρδιά καί σύνολη τήν ὕπαρξή του «μονήν» τοῦ Χριστοῦ, αὐτός ποτέ καί σέ τίποτε δέ φοβᾶται οὔτε καί ὑστερεῖ. «Μακάριοι», ἑπομένως, εἶναι αὐτοί πού στά μάτια τοῦ κόσμου μπορεῖ νά θεωροῦνται «ὡς (οἱ) μηδέν ἔχοντες, (στήν πραγματικότητα, ὅμως, εἶναι οἱ τά) πάντα κατέχοντες» (Β΄ Κορ. στ΄ 10). Καί ἡ μακαριότητα συμβαίνει καί λειτουργεῖ στό πρόσωπό τους ὡς ἐμπειρία, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι ζοῦν τό Χριστό καί ὁ Χριστός ἐνοικεῖ μέσα τους ὡς «τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. α΄ 23). «Μακάριοι», λοιπόν, εἶναι οἱ Χριστοτερπεῖς ἄνθρωποι!
Πηγή: Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεῦχος 473, Ἰούλιος 2012.