Τά καλά τῆς μοναξιᾶς


Τρεῖς καλοί καί προοδευτικοί ἄνθρωποι γινήκανε φίλοι, κι ἐδιαλέξανε ξεχωριστό τρόπο ζωῆς ὁ καθένας τους. Κι’ ὁ μέν ἕνας, σύμφωνα μέ τό Εὐαγγελικό «μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί», ἐπροτίμησε νά συμφιλιώνῃ αὐτούς ποὔχανε διαφορές καί πού φιλονικοῦσαν μεταξύ τους. Ὁ δεύτερος ἐδιάλεξε νά βοηθᾷ καί νά συντρέχῃ τούς ἄρρωστους. Κι’ ὁ τρίτος ἐτράβηξε πρός τήν ἔρημο, γιά νά ζήσῃ ἐκεῖ καί ν’ ἀσκητέψῃ, μαζί μέ τούς ὅσιους Πατέρες.
Ὁ πρῶτος, λοιπόν, ὅταν παρακουράσθηκε ἀπό τίς ἀδιάκοπες φιλονικίες τῶν ἀνθρώπων, χωρίς νά μπορέσῃ νά φέρῃ κανένα ἀποτέλεσμα καί νά τούς κάνῃ νά εἰρηνέψουνε, εὐαρέθηκε κι’ ἀπόκαμε κι’ ἐπῆγε νά βρῇ αὐτόν, πού εἶχεν ἀφοσιωθῇ στό νά γιατροπορεύῃ τούς ἄρρωστους. Τόν εἶδε λοιπόν, νά μήν ἔχῃ κι’ αὐτός πλέον κουράγιο, καί νά μήν εἶναι σέ θέση νά φέρῃ σέ καλό τέλος τό σκοπό του.
Ἐσυμφωνήσανε, λοιπόν, τότε καί οἱ δυό, νά πᾶνε νά βροῦνε αὐτόν π’ ἀσκήτεψε, γιά νά μάθουνε τί ἔκαμε αὐτός καί τί ἐκέρδισε ἀπό τήν ἀσκητική του ζωή. Κι’ ὅταν ἀνταμωθήκανε, διηγήθηκεν ὁ καθένας τους τά δικά του, καί τό πῶς, ἀφοῦ ἐδοκίμασαν χίλιες δυό στενοχώριες, δέν μπόρεσαν νά φέρουνε ἀποτέλεσμα καί νά πραγματοποιήσῃ κανείς τους τήν πρόθεσή του. Τόν παρακαλέσανε δέ κατόπιν, νά τούς εἰπῇ κι’ αὐτός, τί ὠφελήθηκεν ἀπό τήν ἀσκητική του ζωή. Ἐπῆρε, λοιπόν, ἐκεῖνος ἕνα δοχεῖο ἁπλωτό, κι’ ἔχυνε μέσα του νερό καί τούς εἶπε – Προσέχετε στό νερό (ἤτανε δέ ταραγμένο καί θολό). Καί σάν ἐπέρασε λίγη ὥρα τούς ξαναεῖπε.
– Ξαναπροσέξετε καί τώρα στό νερό, πού ἤτανε πλέον κατασταλαγμένο καί ἤρεμο.
Ὅταν λοιπόν ἐπρόσεξαν, εἴδανε καί οἱ δυό τους μέσα στό νερό τά πρόσωπά τους, σάν νἄτανε καθρέπτης. Τούς εἶπε τότε. – Ἔτσι γίνεται καί στόν ἄνθρωπο πού ζῇ μέσα στόν κόσμο. Ἀπό τήν ἀναταραχή πού ἔχει πάντα δέν μπορεῖ, ἀδελφοί μου, νά ξεχωρίσῃ τό κακό, οὔτε καί τίς ἁμαρτίες του. Μά σάν ἀποτραβηχθῇ ἀπό τόν κόσμο κι’ ἀποφασίσῃ νά ζήσῃ στήν ἐρημιά, τότε ἠρεμοῦνε καί οἱ λογισμοί του καί οἱ αἰσθήσεις του. Καί βλέπει τότες ξάστερα τά ἐλαττώματά του· κι’ ὅταν τό θελήσῃ, διορθώνεται, βοηθη­μένος κι’ ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί συνέχισε.
– Σέ μιά λεωφόρο πολυσκονισμένη καί συχνοπατούμενη χόρτο δέν φυτρώνει.
Κι’ ἄν τυχόν σπείρῃς, χαμένος θά πάῃ ὁ σπόρος· πού μονάχα σέ μιά γῆν ἄτριφτη καί πού δέν πατιέται, μπορεῖ καί ξεπετιέται.
Τό ἴδιο γίνεται, ἀδελφοί μου, καί μέ μᾶς. Ὅσο ζοῦμε μέσα στόν κόσμο, σάν νά πατιέται κι’ ὁ νοῦς μας ἀπό τίς λογῆς λογῆς ἔγνοιες καί ἀπό τίς βιωτικές μέριμνες, δέν μπορεῖ νά διακρίνῃ τά κρυφά του πάθη καί τά ἐλαττώματά του. Ὅταν ὅμως μείνῃ χωρίς περισπασμούς, καί βρῇ στή μοναξιά τή γαλήνη του, τότε ξεχωρίζει καλά τό καθετί παθηασμένο καί ἄρρωστο πού κρυφοζῆ μέσα του, καί πού προτήτερα δέν τὤβλεπε· ἄν καί καθημερινῶς ἤτανε μαζί του· καί τόν ἐσυντρόφευε σέ κάθε του πράξη.
«Λιμάνι γαλήνιο, λέει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ, εἶναι ἡ μοναξιά, πού εὐκολώτερα κυβερνοῦμε ἐκεῖ τόν ἑαυτό μας. Ὅσοι ὅμως δέν κρατοῦνε γερά τό τιμόνι, βουλιάζουνε κι’ ἐκεῖ καί πέφτουνε, ὅπως τά φύλλα τῶν δένδρων τό φθινόπωρο».



Πηγή: Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεῦχος 473, Ἰούλιος 2012.