Πειρασμός... ἤ ἁγιασμός;



Τό καλοκαίρι ζέστανε τή γῆ. Ἀλάφρωσε τά μέλη μας μαζί καί τήν ψυχή μας πού ζητᾶ νά δραπετεύσει ἀπό τήν φυλακή τοῦ μόχθου της. Ὅσο κι ἄν μᾶς λιγόστεψαν τό ἔχει μας, ὅσο κι ἄν πλέον δέν ἀντέχουμε ἤ μᾶλλον ἐπειδή πιά δέν ἀντέχουμε, ὅλοι θά νοσταλγοῦμε διακοπές - ἔστω γιά λίγο, ἔστω μέ ἐλάχιστα, ἔστω κάπου κοντά. «Διακοπές» - διαμαρτυρήθηκα κατάκοπη, καθώς διόρθωνα τά τελευταῖα γραπτά. «Ποῦ φέτος τέτοια πολυτέλεια» - ἀπάντησε θλιμμένα ἡ μητέρα μου. «Μά ἴσως καί καλύτερα» - τό ξανασκέφτηκε. «Αὐτό τό καλοκαίρι σκέτος πειρασμός!».

«Τό καλοκαίρι πειρασμός»· πίσω ἀπ’ αὐτήν τήν πρόταση πού τήν ἀκούω ἀπό μικρό παιδί κοιτάζω θλιβερά εἰκόνες τῆς φθορᾶς: ξεγυμνωμένα μέλη στίς ἀκρογιαλιές, νύχτες πού δέν γνωρίζουνε ξημέρωμα, λάγνα λικνίσματα στίς ἀγκαλιές τοῦ ἐφήμερου...
Ὅμως ἐγώ μετρῶ ἀντίστροφα. Φυλλομετρῶ πάνω στό ἡμερολόγιο τό καλοκαίρι τῆς χαρᾶς· εἶναι σημαδεμένο ἀπό ἀγαπημένα ὀνόματα: Κυριακῆς, Μαρκέλλης τῆς Χιοπολίτιδος, Παρασκευῆς, Παντελεήμονος τοῦ ἰαματικοῦ, Διονυσίου τοῦ ἐν Ζακύνθῳ καί Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ...
Τήν ὥρα πού ὁ κόσμος εὐτελίζει τό ἀνθρώπινό μου πρόσωπο στήν ἀχαλίνωτη ραστώνη τοῦ καλοκαιριοῦ, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τό ἀναβιβάζει ὥς τήν ἁγιότητα καί μοῦ προσφέρει σέ ἀντίστιξη εἰκόνες τῆς ἁγνότητας, γιά νά μπορῶ νά ἐπιλέγω ἀλλιώτικα: τόπο, προορισμό καί ἅγιο...
Εἶναι Ἰούλης στίς 22, φεγγοβολοῦν τοῦ Αἰγαίου οἱ ἐσχατιές. Ἡ Χίος, ὁ λεμονανθός τοῦ ἀρχιπέλαγους. Εὐωδιάζει ἀκόμη πιό πολύ. Τινάζει ἡ πέτρα της λουλούδι καί ἁγίασμα. Εἶναι τά θυμητάρια τῆς ἁγίας της, ἀνάβλυσμα ἀπ’ τό αἷμα της στό βράχο πού τήν ἔκρυψε ἁγνή. Παίρνουν οἱ Χιῶτες φαναράκια καί κεριά καί σκαρφαλώνουνε στή Βολισσό, νά ποῦν στούς οὐρανούς πώς εἶναι ἡ γῆ τους λάρνακα.
Τά κύματα μέσα στή νύχτα ταξιδεύουν τῆς Μαρκέλλας τά δοξαστικά ἀπέναντι. Κι ἀπ’ τά καμπαναριά τοῦ ἁγ. Ραφαήλ καλημερίζει τήν ἁγία ἡ μικρή της ἀδελφή. Εἶναι ἡ Εἰρήνη, ἡ δωδεκάχρονη νυφούλα τοῦ Θεοῦ. Πρίν τήν ἀγγίξουν χέρια ἀνθρώπινα, ντυμένη στά λευκά τῆς ἀθωότητας καί στό αἱμάτινο στεφάνι τῆς ἀγάπης της, τή διάλεξε ὁ παντοτινός Ἀγαπημένος τῶν ψυχῶν. Τώρα ὑποδέχεται στ’ ἀρχονταρίκια της ἐμᾶς τούς κουρασμένους νοσταλγούς τῆς ἀθωότητας, καί μᾶς κερνᾶ κάθε πρωΐ Ἄρτο καί Οἶνο Ζωῆς. Κάθε πρωΐ σημαίνει ἡ εὐλογημένη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στά ἱερά θυσιαστήρια τοῦ ἁγίου Ραφαήλ.
Μά ὁ Ἰούλης βιάζεται καί κατεβαίνει μεσοπέλαγα, στά κοριτσάκια τοῦ Αἰγαίου τά πανέμορφα, πού τά σπιλώνει ἡ ξενόφερτη ἁμαρτία μας. Ἠχοῦν ἀλλόκοτοι ρυθμοί στίς παραλίες τους, μά στίς εἰρηνεμένες κορυφές ἀνάβουν ὅλα τά ξωκκλήσια τῆς ἁγίας Παρασκευῆς· ἀμέτρητα μικρά πανηγυράκια στῆς ἁγίας τίς αὐλές, πού μᾶς χαϊδεύουν μέ γαλήνη τήν ψυχή. Μιά μέρα ὕστερα φορά τά γιορτινά της τῶν Κυκλάδων ἡ ἀρχόντισσα, πού πάντοτε θά λύνουν τά μαλλιά της οἱ ἀέρηδες. Χορεύει τά περήφανα καράβια της ἡ Ἄνδρος στά νερά καί γίνεται ἕνα ποτάμι ἀνθρώπινο πού λιτανεύει τή θαυματουργοῦσα κάρα τοῦ ἰαματικοῦ μεγαλομάρτυρα. Ἡ ἀνθρώπινη ὀδύνη ἱκετεύει τή στοργή τῶν οὐρανῶν...
Λίγες ἡμέρες ὕστερα οἱ ὀρφανεμένες μας καρδιές θά γονατίσουν στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ...
Ξημέρωσε ὁ Αὔγουστος. Ἀνάβει τό καντήλι στή μορφή τῆς Παναγιᾶς καί γίνονται τά δεκαπέντε δειλινά φωνές νηπίων πού ἱκετεύουνε τό χάδι της: Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς... Μέσα στά δάκρυα ἐτούτης τῆς μικρῆς Σαρακοστῆς ἡ Ἑλλάδα ἑτοιμάζει τή ζεστή της Πασχαλιά πού τή βαφτίζει μ’ ἀναρίθμητα ὀνόματα: στήν Τῆνο περιμένει ἡ Μεγαλόχαρη γονατισμένες προσευχές, στήν Ἀμοργό μᾶς προσκαλεῖ, σκαρφαλωμένη ἀνάμεσα οὐρανοῦ καί γῆς ἡ Χοζοβιώτισσα· στούς σιωπηλούς Λειψούς ἡ πονεμένη Παναγιά τοῦ Χάρου βαστάζει ὅλους τούς  σταυρούς μας στήν ἀγκάλη της, δίπλα στό σταυρωμένο της Παιδί, ἡ Εἰκοσιφοίνισσα ἀνθίζει θαυματουργικά τό κυπαρίσσι της στή στέρφα στέγη τοῦ ναοῦ, νά πεισματώσει τήν ἐλπίδα μας. Στή Μαλεβή... ἀλάφιασε ὁ Αὔγουστος ν’ ἀναμετράει Παναγιές· ἵδρωσε τό σταφύλι του. Σ’ ἕνα νησί, ἀναπαυμένο στό σαπφείρινο Ἰόνιο, ἡ γιορτή μετρᾶ διπλή. Ταχιά τῆς Παναγιᾶς, θ’ ἀφήσει τό ἐρημητήριό του, τό σκαμμένο μές στή γῆ, ὁ ἅγιος Γεράσιμος. Θά περπατήσει στήν Κεφαλλονιά, νά ὑλοχαρήσει ὀμορφιά ἡ ἔρημος τοῦ κόσμου μας.
Ὁ Αὔγουστος γλιστᾶ... Μετρᾶ τίς 24 ἡμέρες του.
Τό καλοκαίρι χαμηλώνει στό Ἰόνιο, στό πιό ἀκριβό νησί. Σέρνει μιά χρυσοκόκκινη ποδιά ἐπάνω στά μπαλκόνια τά ζακυνθινά καί σπαρταρᾶ. Ἔξω ἀπό τή μεγάλη ἐκκλησιά ἔχουνε συναχθεῖ μέ καρδιοχτύπι ὅλη ἡ Ζάκυνθος. Μιά λέξη ἀνατριχιάζει τά κορμιά: «Ὁ Ἅγιος!... ὁ Ἅγιος...»! Τά πλήθη σπαρταροῦν, ὅπως τά στάχυα πού λικνίζονται στόν ἄνεμο. Ἀπό τά σκαλοπάτια τοῦ ναοῦ, ἄφθαρτος, ὁλοζώντανος, μές στίς βροντές τῶν κανονιῶν καί στῶν δακρύων τίς σιωπές, κατέρχεται ὁ ἅγιος τῆς στοργῆς. Φορᾶ τό πετραχήλι του, ἐκεῖνο πού ἔπεσε ἐπάνω στόν φονιά τοῦ ἀδελφοῦ. Κλαίει ἡ Ζάκυνθος! Σχίζεται αὐθόρμητα στά δύο γιά νά περάσει ὁ πατέρας της, νά ἁγιάσει τά παιδιά του, πού ἁπλώνουνε τά χέρια τους. Τίποτα δέν ἀκούγεται. Μονάχα οἱ καρδιές! «Ρίξε τό πετραχήλι σου» -φωνάζουν οἱ καρδιές. «Ρίξε τό πετραχήλι σου, πατέρα τῆς στοργῆς, κι ἀγκάλιασε... Κοίτα, ὁ πόνος περίσσεψε. Δέν ἔχει ἄλλο τόπο ἡ καρδιά νά τόν χωρέσουμε». Κι ὁ ἅγιος, ἐκεῖνος πού ἀγάπησε, ρίχνει ξανά τό πετραχήλι του ἐπάνω στούς σκυμμένους ὤμους μας. Ζεσταίνει ἡ ἁφή τά πονεμένα μύχια μας, σκουπίζει τήν πληγή, χαϊδεύει στοργικά τή σιωπηλή ὀδύνη μας...

Στή Ζάκυνθο τό καλοκαίρι τελειώνει μυσταγωγικά, πάνω στά γόνατα ἑνός ἁγίου τοῦ Θεοῦ, σέ ἕνα σφιχταγκάλιασμα μέ τή στοργή τῶν οὐρανῶν, πού δέν μποροῦν οἱ λέξεις νά χωρέσουνε...
Θυμήθηκα νοσταλγικά ἐκεῖνο τό γαλήνιο νησί, πού μου ᾽δωσε δυό μέρες μόνο - τό πιό εὐλογημένο καλοκαίρι ὅλης μου τῆς ζωῆς κι ἀναρωτήθηκα: 
«Ποιός εἶπε ὅτι στήν πατρίδα μου τό καλοκαίρι εἶναι πειρασμός; Τό καλοκαίρι στήν Ἑλλάδα μας σημαίνει ἁγιασμός. Μοιράζει ἄρτο στόν ἑσπερινό του, μεταλαβιά Θεοῦ στόν ὄρθρο του. Γίνεται ἕνα πανηγύρι ἀτέλειωτο, ἕνα γαμήλιο τραπέζι μέ τούς οὐρανούς. Κερνᾶ ξανά ἀπ’ τό κρασί τοῦ θαύματος τῶν Ἀρχαγγέλων ἡ Κυρά κι ἀπό τά μητρικά της χέρια πιάνονται, στά χοροστάσια τῶν κυμάτων μας οἱ ἅγιοι. Ἁπλώνουνε σέ μᾶς τά φωτεινά στεφάνια τους, πού κοινωνήσανε στ’ ἀγκάθια τοῦ σταυροῦ καί μᾶς καλοῦν ν’ ἀφήσουμε καί τούς δικούς μας τούς σταυρούς στά χέρια τους, γιά νά μᾶς ἀντιδώσουν τήν ξεκούραση. Ὅπου κι ἄν εἴμαστε, μᾶς περιμένουνε στά σπίτια τους, ἀντίμαχα στό καλοκαίρι τῆς φθορᾶς.
Καί ἄν ἀκόμα μᾶς κρατήσουν φτωχικά οἱ πόλεις μας καί τά χωριά καί πάλι - κι ἴσως ἀκόμα πιό πολύ - μποροῦμε ν’ ἀπολαύσουμε τό καλοκαίρι τοῦ Θεοῦ: νά στήσουμε τίς θερινές σκηνές μας στό Θαβώρ, κάτω ἀπ’ τά ἱερά σκηνώματα μιᾶς ἐκκλησιᾶς λατρεύουσας στίς μνῆμες τῶν ἁγίων μας γιά νά πλουτίζουν οἱ ψυχές μας ὀμορφιά.
Σάν ἔρθει ἡ στιγμή νά κατεβοῦμε πάλι μές στήν τύρβη τῆς ζωῆς νά ᾽χουμε δοκιμάσει μεταμόρφωση.
Εὐλογημένο καλοκαίρι· φωτόλουστο, ἑλληνικό, ὀρθόδοξο!
Γιατί -μήν τό ξεχάσουμε: Τό καλοκαίρι στήν Ἑλλάδα μας δέν εἶναι πειρασμός· τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν γίνεται ἁγιασμός· γιορτή νά μεταλάβουμε Παράδεισο.
Ἀμήν.
Μ.Π.

Πηγή: Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεῦχος 472, Ἰούνιος 2012.