Οἱ πόνοι, οἱ τόποι, οἱ ὄρκοι, οἱ πόθοι συνθέτουν τό ἐμβατήριο τῆς Ἐλευθερίας μας



Τοῦ Γιάννη Σπανοῦ

Ὅταν ἡ συνείδηση τοῦ πολιτισμοῦ, ἀποφασίσει νά προβεῖ σέ ἀνατομία τῶν κακουργημάτων, πού διέπραξαν ἔθνη ἐναντίον τῆς ἀνθρωπότητας, μέ σκοπό νά βγάλει κρίση γιά τούς ἐνόχους τῆς ἱστορίας καί νά τούς στιγματίσει στό διενεκές, στήν περίπτωση τῆς Τουρκίας, θά συνιστοῦν ἀναντίρρητη καταδικαστική μαρτυρία, ὅσα εἰδεχθῆ ἐγκλήματα διαπράχθηκαν στή διάρκεια μιᾶς μόνο μέρας, τῆς ληστρικῆς ἐπιδρομῆς τῶν τουρκικῶν ὀρδῶν, στά αἱματοβαμμένα χώματα τῆς τραγικῆς  Κύπρου.
Ἀκόμα καί ὁ ἐπίσημος τουρκικός χαρακτηρισμός τῆς ἄτιμης πολεμικῆς εἰσβολῆς, ἐναντίον ἑνός ἀνυπεράσπιστου λαοῦ, μέ τό ὄνομα τοῦ αἱμοσταγοῦς Ἀττίλα – πού ὁ ἱστορικός Πρίσκος ἀπεκάλεσε «μάστιγα Θεοῦ» τό 568 μ.Χ. – θά ἦταν ἀρκετή παραδοχή, γιά νά ἐξαποστείλει τόν ἐγκληματία στή γέεννα τοῦ πυρός. Ὁμολογία τῆς βάναυσης πρόθεσης βαρβαρότητας, ἱκανή νά προκαλέσει τό ὀργισμένο ἀνάθεμα καί τήν αἰώνια κατάρα.
Τέτοιες μέρες, πρίν 37 χρόνια, ὁ τουρκικός στρατός εἰσβολῆς βρισκόταν σέ πλήρη ἑτοιμότητα. Καί στίς 14 Αὐγούστου 1974, ἡ Τουρκία τράβηξε γιά δεύτερη φορά σ’ ἕνα μήνα, τή μαύρη αὐλαία τοῦ Κυπριακοῦ δράματος. Ἐγκαινίαζε τή δεύτερη φάση τῆς εἰσβολῆς.
Ἕνα Ἔθνος 36 ἑκατομμυρίων, μέ ἄρτια ἐξοπλισμένο στρατό 360.000,  ἐφεδρεία 800.000, ἀεροπορία 50.000 ἀνδρῶν, καί 288 σύγχρονων πολεμικῶν ἀεροσκαφῶν F5, F100, F104, ναυτικό 40.000 ἀνδρῶν μέ κανονιοφόρους, ἀποβατηγά, καταδρομικά, 15 ὑποβρύχια, 14 ἀντιτορπιλλικά,   25 τορπιλλακάτους, 1400 τάνκς Μ47, Μ48, ἀντιαρματικούς πυραύλους Κόμπρα Σ11, ἐπέδραμε ἐναντίον ἑνός οὐσιαστικά ἀνοχύρωτου νησιοῦ, προδομένου νησιοῦ, μισοῦ σχεδόν ἑκατομμυρίου Ἑλλήνων, μέ στρατιωτική δύναμη 10.000 ἀνδρῶν ὑποτυπωδῶς ἐξοπλισμένων.
Γιά νά σκλαβώσει, νά καταστρέψει, νά σκοτώσει. Ἀπό τίς 5 τό πρωΐ, οἱ βόμβες τῶν ἀεροπλάνων τραυμάτιζαν τό καθημαγμένο κορμί τῆς Κύπρου.
Οἱ ἑρπύστριες τῶν τάνκς ἀνάσκαφταν τά χώματα τοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ θηριωδία προέλαυνε ἀκατάσχετα. Ὁ βαρβαρικός ὁδοστρωτήρας ἰσοπέδωνε τά πάντα. Οἱ τοῦρκοι στρατιῶτες σκότωναν ἀλύπητα. Ἀτίμαζαν ἀνυπεράσπιστες γυναῖκες. Βίαζαν κτηνωδῶς μιά ἐποχή. Πυροβολοῦσαν μικρά παιδιά. Λεηλατοῦσαν, πυρπολοῦσαν, κατακρεουργοῦσαν, σκορποῦσαν παντοῦ τό σάβανο τοῦ τρόμου, τοῦ θανάτου, τῆς ἀπόγνωσης, τῆς ἄκρας ἀπελπισίας.
Σκλάβωσαν 3 πόλεις, 142 χωριά. Ἐρήμωσαν 50 χιλιάδες σπίτια. Σκότωσαν 6.000. Αἰχμαλώτισαν χιλιάδες. 1619 ἀγνο­οῦν­ται. Προσφυγοποίησαν 200 χιλιάδες.
Ἅρπαξαν ἐργοστάσια, ξενοδοχεῖα, αὐτοκίνητα, μηχανήματα. Μαγάρισαν τά σπίτια μας, κατάχτησαν τό 37% τῶν ἐδαφῶν μας, καί ἀπέδειξαν ἄλλη μιά φορά πόσο δίκαιο ἔχει ὁ Μαρτίνος Λούθηρος, ὅταν προσευχόταν στό Θεό νά προστατεύει τόν κόσμο ἀπό τίς ἐπιδημίες, τή χολέρα, τήν πανούκλα καί τόν τοῦρκο...
Καί δικαίωσαν τόν Ἀμερικανό διπλωμάτη Τζώρτ Χόρτον, πού τούς χαρακτήρισε «τήν κατάρα τῆς Ἀσίας» (The bilight of Asia).
Ἡ τουρκική κτηνωδία τοῦ εἰσβάλοντος σαρκοβόρου θηρίου, προκάλεσε τή φρίκη τοῦ κόσμου. Κι οἱ ἐλεύθεροι ἄνθρωποι στιγμάτισαν μέ ἀποτροπιασμό τή βαρβαρότητα, πού μέ ἀνατριχίλα ἔβλεπαν νά ἐξελίσσεται, νά ντροπιάζει, νά ἐξευτελίζει καί νά στιγματίζει τόν πολιτισμό.
Κάθε φορά, σάν ξημερώνει ἡ ἀποφράδα 20ή Ἰουλίου, οἱ ἀνατριχιαστικοί ἦχοι τῶν σειρήνων πού ξυπνοῦν τήν πόλη, δέν φέρνουν στό νοῦ μονάχα τίς φοβερές μνῆμες τῆς βαρβαρικῆς τουρκικῆς λαίλαπας τοῦ 1974. Οὔτε προαναγγέλλουν μόνο τό πρωϊνό τῆς μαύρης ἐπετείου τῆς πολυαίμακτης συμφορᾶς. Οἱ σειρῆνες τῆς 5.30 πρωινῆς σχίζουν σάν δίκοπα μαχαίρια τά στήθια, μπήγονται στά σπλάχνα, σφάζουν τήν καρδιά, ματώνουν τήν πολυτραυματισμένη ψυχή τῆς πατρίδας. Οἱ ἦχοι εἰσχωροῦν βαθειά στήν αἱματοποτισμένη γῆ. Ἀναταράσσουν τά ὑποχθόνια. Καί συνθέτουν ἕνα ἐκκωφαντικό, ἕνα μακάβριο ἐγερτήριο, πού δονεῖ τούς τάφους, ἐγείρει τίς χιλιάδες τῶν ἀδικοσκοτωμένων. Ἐκείνων πού τρέξαν στήν πρώτη γραμμή γιά τό ὑπέρτατο χρέος κι ἔχασαν τή ζωή τους στόν πόλεμο τῶν προδομένων. Ὅσων  κατακομματιάστηκαν στά πεδία τῶν μαχῶν ἀπό τούς ὅλμους τοῦ εἰσβολέα, ὅσων ἔλιωσαν ἀπό τίς βόμβες «ναπάλμ», ὅσων σφάχτηκαν ἀπό τίς λόγχες τοῦ αἱμοσταγοῦς κατακτητῆ, ὅσων ἀνάσαναν γιά τελευταία φορά, νοιώθοντας τό στιλέττο, τῆς προδοσίας καρφωμένο στίς πλάτες τους. Καί τά πνεύματά τους, περιπλανιοῦνται ἀνάμεσα στούς ἐπιζῶντες, ἐπαναλαμβάνοντας στή σύγχρονη συνείδηση κάποια ἐναγώνια δραματικά ἐρωτήματα, π’ ἀκόμα δέν ἀπαντήθηκαν μέ τόλμη κι εὐθύνη. Κι οἱ ἀοριστίες κι οἱ πολιτικάντικοι ρητορισμοί δέν εἶναι  ἐπιχειρήματα πού δέχονται ὅσοι ἔπεσαν στόν πόλεμο. Οἱ νεκροί δέν ἀναπαύονται μέ ψευτιές καί μισόλογα. Ἀξιώνουν ντόπρες κουβέντες. Σταράτα λόγια. Ἀπαιτοῦν τήν ἱστορική ἀλήθεια. Χωρίς ὑπεκφυγές. Κι ἀλλοίμονο καί τρισαλλοίμονο στούς ζωντανούς π’ ἀργοῦν ν’ ἀπαντήσουν στίς ἐρωτήσεις πού βοοῦν ἀπό τόν ἄλλο κόσμο:
ΓΙΑΤΙ ἀπογυμνώθηκε ἀπό τ’ ἀμυντικά ὅπλα ὁ Πενταδάκτυλος; Γιατί ἀφέθηκαν οἱ Τοῦρκοι ν’ ἀποβιβαστοῦν στίς ἀκτές; Γιατί οἱ καταδρομεῖς διατά­χθηκαν νά ἐγκαταλείψουν τόν Ἅγιο Ἱλαρίωνα; Γιατί διατάχθηκε ὁ στρατός νά ἐγκαταλείψει τήν Καρπασία; Γιατί στρατιωτικές μονάδες ἔμειναν σέ κρίσιμες ὧρες χωρίς διοικήσεις; Γιατί δέν χτυπήθηκαν οἱ ἀλεξιπτωτιστές; Γιατί στέλλονταν στά μέτωπα ἄοπλοι ἔφεδροι; Ποιοί ἐξέδωσαν τίς διαταγές; Ποιοί ἀπ’ ὅσους ἐγκατέλειψαν τούς ἄντρες τῶν μονάδων τους, ὡς πρόβατα ἐπί σφαγήν κατηγορήθηκαν, ποιοί κλήθηκαν σέ ἀπολογία; ποῦ βρίσκονται; Πόσοι στήθηκαν στό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα; Ἁπλά, καυστικά, κρίσιμα ἐρωτήματα, πού δέν ἀπαντήθηκαν  ἀκόμα καί στοιχειοθετοῦν τήν παρατεινόμενη τραγωδία, ἐνισχύοντας τά δεινά πού δέρνουν ἀλύπητα κι ἐξουθενώνουν τή ζωή στήν προδομένη, τή σκλαβωμένη, τήν καθημαγμένη αὐτή ἐσχατιά τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
­Ὑπάρχει, βέβαια, ὅπως πάντα, καί τό ἄλλο σκέλος τῆς πραγματικότητας. Τά γεγονότα πού τιμοῦν τή ζωή καί καταξιώνουν τόν ἄνθρωπο. Τά γεγονότα πού κρατοῦν γερά τά ριζοβούνια  τῆς ἱστορίας καί συντείνουν στήν ἰσορροπία  τῆς ἠθικῆς ὑπόστασης πού ἀπαιτεῖται γιά τήν κίνηση τοῦ κόσμου στό διαρρέοντα χρόνο. Εἶναι οἱ πράξεις τῆς λεβεντιᾶς καί τῆς αὐτοθυσίας. Τά ἔργα τοῦ ἡρωϊσμοῦ. Ἡ ἐπιτέλεση τοῦ χρέους μέσα στούς πολεμικούς κινδύνους. Ἡ συνείδηση τοῦ καθήκοντος. Ἡ ἀν­­δρεία. Ἡ ἀποδεδειγμένη ἀρετή. Πού φαίνονται ἁπλά καί καθαρά στίς ἱστορίες τῶν πολεμιστῶν, ὅπως τίς διηγήθηκαν ἐπιζήσαντες, γιά νά σκορποῦν στούς ἐπερχόμενους τό ρίγος τῆς ἱστορικῆς  μνήμης, νά προειδοποιοῦν  πώς οἱ δικτατορίες ἰσοπεδώνουν τίς συνειδήσεις τοῦ κόσμου καί στό λαδάκονο τῆς εὐπιστίας ἀκονίζουν τό στιλέττο τοῦ ὀλέθρου.
Δαιδαλώδης λαβύρινθος, ἀνείπωτου πόνου ἡ τραγωδία τούτης τῆς ἐσχατιᾶς τοῦ Ἑλληνικοῦ κόσμου. Ὠκεάνειοι οἱ ἀσταμάτητοι μανιασμένοι  καημοί κι ἀσυγκράτητοι οἱ συφοριασμένοι ἄνεμοι πού δέρνουν ἀνελέητα τό πιό δραματικό πρόσωπο τῆς νεώτερης Ρωμιοσύνης. Τό πρόσωπο τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου τῆς Κύπρου, τοῦ πολύπαθου καί πολυδοκιμασμένου, τοῦ ξεριζωμένου, τοῦ ὀρφανεμένου, τοῦ καταματωμένου, τοῦ καταπροδομένου Εὐρωπαίου τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων. Τοῦ ἀνθρώπου πού ἐφιαλτικά  κατατρε-­ γμένος 37 χρόνια πρίν, στίς 14 Αὐγούστου, σχημάτισε ὁρμητικούς χειμάρρους ζωῆς πού κυλοῦσαν ν’ ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τό σίφουνα τοῦ χαλασμοῦ.
Διακόσιες χιλιάδες οἱ ἐκπατρισμένοι, πού μέ τά λείψανα τοῦ βίου κατάφθασαν μυρμηγκιές καί πλημμύρισαν τά δάση, τά χωριά, τίς πόλεις τῶν ἐλεύθερων ἐδαφῶν.
Τό ἕνα τρίτο τοῦ πληθυσμοῦ ἀνέστιο, πεινασμένο, τρομα­­γμένο, βρέθηκε ἀναπάντεχα στά τρίστρατα τῆς μαύρης προσφυγιᾶς. Τοῦτο τό ποσοστό, κατά συγκριτική ἀναλογία πληθυσμοῦ, θ’ ἀντιστοιχοῦσε γιά τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες μέ 84 ἑκατομμύρια, τήν τότε  Σοβιετική Ἕνωση μέ 98 ἑκατομμύρια, τή Γερμανία μέ 24.800.000, τή Γαλλία μέ 20.800.000, τήν Ἀγγλία μέ 22.400.000.
Δισεκατομμύρια λίρες οἱ καταστροφές στούς παραγωγικούς τομεῖς, δισεκατομμύρια οἱ ζημιές ἀπό τήν ἀπώλεια, τῆς γεωργικῆς  καί βιομηχανικῆς παραγωγῆς.
Τό 41% τῶν μαθητῶν ἐκτοπίστηκαν, τά σχολεῖα ἁρπάχτηκαν, τό 45,7% τοῦ δυναμικοῦ τῶν ὑγειονομικῶν κέντρων ἔπεσε στά χέρια τοῦ εἰσβολέα, τό 82% τῶν τουριστικῶν καταλυμάτων χάθηκαν μαζί μέ τό 96% τῶν κλινῶν ὑπό κατασκευή ξενοδοχείων, τό 73% τῶν ὁλικῶν ἐπενδύσεων καί τό 40% τῶν βοηθητικῶν. Ἀριθμοί ἀσύλληπτοι σέ ὕψος πού μαρτυροῦν τήν καταστροφή.
Παράλληλα, ὅμως, εἶναι κι ἐκεῖνα πού δέν μποροῦν νά μετρηθοῦν. Ὁ θάνατος πού σκόρπισε τήν ἀπόγνωση καί τό ἄσβηστο πένθος. Οἱ βιασμοί πού χάραξαν παντοτεινά τήν ψυχή μέ τή φρίκη τῆς ἀτίμωσης καί τῆς πιό εἰδεχθοῦς  κτηνωδίας. Τά ἠθικά κακουργήματα πού οὔτε μετροῦνται  μέ ἀριθμούς, οὔτε ξεχνιοῦνται. Ἡ ἀπάνθρωπη βαναυσότητα πού θά στιγματίζει στό διηνεκές τήν ἀνθρωπότητα μιᾶς ἐποχῆς. Γιατί ἀνέχθηκε τή βεβήλωση τῆς σύγχρονης συνείδησης. Γιατί δέν θέλησε νά βρεῖ ἀκόμα τή δύναμη ν’ ἀντισταθεῖ στή βαρβαρότητα. Ἡ ἀπάθεια μπροστά στό συνεχιζόμενο ἔγκλημα, εἶναι ἡ σφραγίδα στήν ἐτυμηγορία τῆς αὐτοκαταδίκης ὅσων δέν ἀναχαίτισαν τόν ἐφιάλτη, ὅσων, ἐνῶ μποροῦσαν, δέν ἀνάκοψαν ἀποφασιστικά τήν ἐπέλαση τῆς προσβολῆς στό πρόσωπο τοῦ πολιτισμοῦ.
Τούτη ἡ ἀνοχή ἐξυπονοεῖ ἀδιαμφισβήτητη ἐνοχή. Πού ἴσως οἱ νόμοι νά μήν ἔχουν τή δύναμη νά τήν τιμωρήσουν. Ὁπωσδήποτε ὅμως, τήν τιμωρεῖ ἀργά ἤ γρήγορα ἡ Θεία Δίκη πού πατάσσει ἀμείλικτα καί τούς αὐτουργούς καί τούς συνεργούς τῶν ἠθικῶν κακουργημάτων πού διασαλεύουν τήν ἁρμονία τοῦ Σύμπαντος, τήν ἁρμονία τῆς Δημιουργίας.

Τό συφοριασμένο δράμα τῆς 20ῆς Ἰουλίου 1974 πού ἀκόμα παρατείνεται 37 χρόνια, ἀποτελεῖται ἀπό μιά ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τραγικῶν σκηνῶν πού ἡ ἀφήγησή τους προκαλεῖ ἀνατριχίλα. Μερικές ἀπ’ αὐτές τίς σκηνές γράφτηκαν ἀπό ξένους ἀνταποκριτές στό διεθνή τύπο. Εἶναι μαρτυρίες γιά τό ἰσοπεδωτικό πέρασμα τῆς τουρκικῆς λαίλαπας. Ὅπως οἱ ἀνταποκρίσεις τοῦ IAN WALKER, τοῦ FRANK THOMPSON  καί τοῦ DAVIT MCNEAL.

IAN WALKER
Ἐφημερίδα «THE SUN» 5 Αὐγούστου 1974, πρώτη σελίδα: «Μιά ἑλκυστική Ἑλληνοκυπρία,  20 χρόνων, ξανάζησε λέγοντας τήν ἱστορία  της, μιά ὥρα τρόμου πού ἔζησε μέ τόν τουρκικό στρατό, ὅταν σύρθηκε σέ μιά τάφρο καί βιάστηκε κτηνωδῶς ὑπό τήν ἀπειλή τῶν ὅπλων. Ἡ νέα κοπέλλα ἦταν μία ἀπό τούς ἕξι χωρικούς πού μόλις εἶχαν διασωθεῖ ἀπό τούς στρατιῶτες τῶν Δυνάμεων τῶν Ἡ­νω­μένων Ἐ­θνῶν καί ἔδιναν τίς πρῶτες τρομερές μαρτυρίες γιά τή συνάντησή τους μέ τούς τούρκους στρατιῶτες.
Νέες γυναῖκες εἶπαν πώς κι ἐκεῖνες βιάστηκαν, ἀφοῦ ἀπειλήθηκαν  ὅτι θά ἐκτελοῦνταν ἄν ἀντιστέκονταν.
Ἕνας ἀ­γρό­της ἔκλαψε, καθώς διηγόταν πώς ὁ γιός του, 16 χρόνων, ἐκτελέστηκε ἐν ψυχρῷ καί πέθανε στήν ἀγκαλιά του. Μιά νέα εἶδε τούρκους στρατιῶτες νά κόβουν τά χέρια καί τά πόδια τοῦ πατέρα της, πρίν τόν σκοτώσουν.
Ἕνα κοριτσάκι 4 χρόνων, ἔδειξε στούς δημοσιογράφους μιά πληγή ἀπό σφαίρα στό μηρό της πού τή χτύπησε, ὅταν βρέθηκε σέ μιά σύγκρουση. Οἱ χωρικοί εἶναι ἀπό τό Τριμίθι, τό Κάρμι καί τόν Ἅγιο Γεώργιο, τρεῖς ἀγροτικές κοινότητες στά δυτικά τῆς τουριστικῆς πόλης Κερύνεια, πού βρίσκονταν στόν δρόμο τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ εἰσβολῆς καί ἀποκλείστηκαν ἀπό τήν ἀρχή τῶν συμπλοκῶν πρίν ἀπό δύο βδομάδες (20 Ἰουλίου 1974) καί τά στρατεύματα τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν τούς ἔφεραν στήν Λευκωσία τό τελευταῖο Σάββατο.
Χθές, σέ μιά συνέντευξη τύπου, σ’ ἕνα ὀρφανοτροφεῖο τῆς Λευκωσίας, εἶπαν τίς ἱστορίες τους ἁπλά καί χωρίς νά τούς βοηθᾶ κανείς. Δέν ὑπάρχει ἄμεση ἐπιβεβαίωση τῶν τρομακτικῶν τους ἐμπειριῶν, ἀλλά ἦταν φανερό γιά τούς ξένους ἀνταποκριτές πού τούς ὑπέβαλαν ἐρωτήσεις, ὅτι οἱ ἱστορίες αὐτῶν τῶν ἁπλοϊκῶν χωρικῶν καί τῶν μαυροφορεμένων γυναικῶν μέ τά μαῦρα μαντήλια τους, δέν ἦταν πλαστές ἤ κατασκευασμένες καί τά δάκρυά τους ἦταν γνήσια.
Τό εἰκοσάχρονο κορίτσι φοροῦσε ἕνα ὡραῖο κίτρινο καί ἄσπρο φόρεμα καί καθόταν κάτω ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ πού φύλαγε τό ποίμνιό του. Περιέγραψε πῶς βιάστηκε. Πήγαινε νά ἐπισκεφθεῖ τόν ἀρραβωνιαστικό της, πού ἐργαζόταν σέ ξενοδοχεῖο κοντά στήν Κερύνεια, ὅταν ἐπιτέθηκαν οἱ τοῦ­ρ­κοι. Γιά εἴκοσι ὧρες εἶχε καταφύγει μέ ἄλλους χωρικούς σ’ ἕνα στάβλο ὥς τήν στιγμή πού οἱ τοῦρκοι τούς ἀνακάλυψαν.
Ἦταν παροῦσα στήν ἐκτέλεση τοῦ ἀρραβωνιαστικοῦ της, πού σκοτώθηκε ἐν ψυχρῷ μαζί μέ ἄλλους, λίγα μόλις λεπτά πού τούς ὑποσχέθηκαν  ἐπίσημα, πώς δέν θά τούς ἔκαναν κακό.
«Μετά τούς πυροβολισμούς, ἕνας τοῦρκος στρατιώτης μέ ἅρπαξε καί μέ ἔσυρε σέ μιά τάφρο. Πάλαιψα καί προσπάθησα νά ξεφύγω, ἀλλά μέ ἔριξαν στήν γῆ. Ἔσχισε τά ροῦχα μου μέχρι τή μέση μου καί ἄρχισε νά γδύνεται.
Ἕνας ἄλλος τοῦρκος στρατιώτης πού μᾶς παρατηροῦσε, κρατοῦσε στά χέρια του ἕνα μωρό ἐννέα μηνῶν. Στήν προσπάθειά μου νά σωθῶ φώναξα πώς τό μωρό ἦταν δικό μου. Γέλασαν μαζί μου καί ρίξαν τό μωρό στό χῶμα. Στή συνέχεια βιάστηκα καί μετά ἀπό μερικά λεπτά λιποθύμησα.
Ὅταν συνῆλθα, εἶδα δεκαπέντε στρατιῶτες πού στέκονταν γύρω καί κοιτοῦσαν. Ὁ πρῶτος στρατιώτης μοῦ πῆρε τό ρολόϊ καί τή βέρα μου. Θέλαν νά μέ βιάσουν καί ἄλλοι, μά ἕνας τους ἔφερε ἀντίρρηση καί τούς εἶπε νά μήν κάνουν σάν ζῶα.
Δέν θά ξεχάσω ποτέ ἐκεῖνον πού μέ ἔσωσε. Ἦταν διαφορετικός ἀπό τούς ἄλλους.
Ἔμοιαζε μέ Ἄγγλο, εἶχε μαλλιά ξανθά καί μάτια γαλανά καί μοῦ μίλησε Ἀγγλικά. Μέ βοήθησε νά σηκωθῶ καί εἶπε ὅτι τώρα ὅλα τελείωσαν. Οἱ ἄλλοι προσπάθησαν νά τόν σταματήσουν, ἀλλά τράβηξε τό ὅπλο του καί ἀνοίγοντας δρόμο μέ πῆρε ἐκεῖ πού ἦταν οἱ ἄλλες γυναῖκες.
Ὅταν ὕστερα ἀπό μερικές ὧρες συνῆλθα πῆγα στούς θάμνους πού κάηκαν ἀπό τό βομβαρδισμό καί ἄλειψα μέ κάρβουνο τό πρόσωπο καί τά χέρια μου, ὥστε νά φαίνομαι ἄσχημη καί νά μή ξαναπάθω πάλι τά ἴδια. Δέν μπορῶ νά ἐκφράσω μέ λόγια τήν ντροπή καί τόν τρόμο πού δοκίμασα γιά ὅ,τι μοῦ συνέβη. Πιστεύω πώς θἆταν προτιμότερο νά μέ εἶχαν ἐκτελέσει».
Τό κορίτσι αὐτό ἦταν τό μόνο ἀπό τούς ἕξι πού μᾶς παρακάλεσε νά μήν ἀποκαλύψουμε τήν ταυτότητά της καί νά μήν τή φωτογραφήσουμε γιά νά μήν ντροπιαστεῖ περισσότερο.

Τό δράμα τοῦ Χρίστου Δράκου

Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ  IAN WALKER συνεχίζεται μέ παράλληλο δράμα:
Ὁ χωρικός Χρίστος Σάββα Δράκος, 51 χρόνων μᾶς εἶπε πώς εἶδε τούς τούρκους νά σκοτώνουν τήν γυναίκα του καί τούς δύο γιούς του.
«Ὅταν ἄρχισαν νά σκάζουν οἱ ὀβίδες, πότιζα τόν κῆπο μου. Μέ τούς ἄλλους χωρικούς προσπαθήσαμε νά ξεφύγουμε μέσα ἀπό τά δάση καί τά ξεροπόταμα, μά οἱ το­ῦρκοι μᾶς συνέλαβαν.
Σηκώσαμε ψηλά τά χέρια καί παραδοθήκαμε. Μᾶς ἔψαξαν ἀλλά κανένας μας δέν ἦταν ὁπλισμένος. Ὁ φίλος μου εἶχε ἕνα κουτί τσιγάρα πού τά μοιράστηκαν. Μετά ἄρχισαν τούς πυροβολισμούς ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο καί ἄκουσα τόν γιό μου Γιῶργο, 16 χρόνων, νά λέει μέ ἥσυχη φωνή: «Πατέρα μέ πυροβόλησαν». Τόν ξάπλωσα στή γῆ καί πέσαμε πίσω ἀπό ἕνα βράχο. Πέθανε ἐκεῖ, στά χέρια μου.
Ἕνας ἀξιωματικός ἄκουσε τούς πυροβολισμούς καί ἔτρεξε νά δεῖ τί γινόταν.
Ἔγινε ἔξω φρενῶν μέ τούς ἄνδρες του καί τούς διέταξε νά σταματήσουν. Μέ βρῆκε νά κρύβομαι πίσω ἀπό τό βράχο. Μέ σήκωσε καί μοῦ ἔπλυνε τό πρόσωπο μέ νερό. Εἶδα τούς ὑπόλοιπους ἀπό τούς δικούς μας ξαπλωμένους, νεκρούς στό χῶμα.
Ἡ γυναίκα μου καί ὁ ἄλλος μου γιός Νῖκος, 13 χρόνων μόλις, ἦταν ἐπίσης νεκροί.
Ἡ γυναίκα τοῦ φίλου μου ἦταν βαρειά πληγωμένη καί εἶπε στόν ἀξιωματικό: Γιατί νά ζήσω χωρίς τόν ἄνδρα μου; Σκότωσέ με.
Ὁ ἀξιωματικός κούνησε τούς ὤμους, ἔφυγε καί ἕνας στρατιώτης, τήν πυροβόλησε στό κεφάλι».
Ὅταν αὐτός ὁ δυστυχισμένος τέλειωσε τήν ἱστορία του, τόν βοήθησαν νά σηκωθεῖ  καί πῆγε σέ μιά γωνιά καί ἔκλαψε. Τόν εἶδα νά προσπαθεῖ νά ἀνάψει τό τσιγάρο του, ἀλλά τό χέρι του ἔτρεμε σάν τό φύλλο.
Ἄν οἱ τουρκικές ἀρχές διαψεύδουν αὐτούς τούς ἰσχυρισμούς καί εἶμαι βέβαιος πώς θά τό ἐπιχειρήσουν, θά  θυμᾶμαι τό πρόσωπο αὐτοῦ τοῦ τρομοκρατημένου ἀνθρώπου στή γωνιά πού τό σῶμα του συσπαζόταν ἀπό τούς λυγμούς. Προφανῶς δέν ἦταν ἠθοποιΐα, ὁ ἄνθρωπος πού εἶχε διαταχθεῖ νά πεῖ ψέματα γιά πολιτική προπαγάνδα. Ἦταν ἕνας δυστυχισμένος ἄνθρωπος πού ἔχασε ὅ,τι εἶχε καί ἀγαποῦσε σ’ αὐτόν τόν κόσμο.
(Ὁλοσέλιδη ἀνταπόκριση, στήν πρώτη σελίδα τῆς ἐφημερίδας  THE SUN, μέ τίτλο «Βάρβαροι»).

FRANK THOMPSON,  ἐφημερίδα DAILY MAIL, τοῦ Λονδίνου, 10 Αὐγούστου 1974.
Μέ τά μάτια κατακόκκινα ἀπό τό κλάμα, διηγοῦνται οἱ γυναῖκες πού  ἐπέζησαν ἀπό τήν τουρκική εἰσβολή στήν Βόρεια Κύπρο, τίς τρομερές τους ἱστορίες γιά ἐγκλήματα καί βιασμούς πού εἶδαν καί ἔπαθαν, καθώς ὁ τουρκικός στρατός προχωροῦσε στά ὀρεινά χωριά τῶν Ἑλληνοκυπρίων.
Μιά νέα κοπέλλα διηγήθηκε πώς εἶδε τούς τούρκους νά κόβουν τά χέρια καί τά πόδια τοῦ παπποῦ της πρίν τόν σκοτώσουν. Ἕνα ἄλλο κορίτσι περιέγραψε πῶς πυροβολήθηκε καί σκοτώθηκε ὁ ἀρραβωνιαστικός της, πῶς τήν ἅρπαξαν τή βέρα ἀπό τό δάκτυλό της καί πῶς βιάστηκε ἀπό ἕνα στρατιώτη μπροστά στά μάτια μιᾶς ντουζίνας ἄλλων.
Ἕνα μικρό κορίτσι, πού λεγόταν Στέλλα καί φοροῦσε ἕνα ἀνοιχτόχρωμο φόρεμα μέ λουλούδια, παρουσιάστηκε στούς δημοσιογράφους μέ μιά πληγή ἀπό σφαίρα στό μηρό. Ἦταν καθώς φαίνεται στήν ἀγκαλιά τοῦ θείου της, ὅταν αὐτός πυροβολήθηκε καί σκοτώθηκε.
Ἐκεῖνοι πού περιέγραφαν τίς κτηνωδίες ἦταν μεταξύ 500 χωρικῶν – κυρίως γυναικῶν ἀπό τά χωριά  Ἅγιος Γεώργιος, Τριμίθι καί Κάρμι, λίγα μίλια ἀπό τό προγεφύρωμα τῆς Κερύνειας, ὅπου ἀποβιβάστηκαν τριάντα χιλιάδες τοῦρκοι στρατιῶτες. Εἶπαν ὅτι οἱ ἄντρες τους εἶχαν περικυκλωθεῖ ἀπό τούς εἰσβολεῖς καί πολλοί ἀπ’ αὐτούς, δεμένοι χειροπόδαρα ἐκτελέστηκαν μπροστά στίς οἰκογένειές τους.
Πολλές  ἀπ’ ὅσες  ἐξετάστηκαν  ἀπό τούς δημοσιογράφους, ἦταν ἁπλές χωρικές, πού ποτέ δέν εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τά σπίτια τους στούς λόφους.


DAVID
MCNEAL, B.B.C. 24 Αὐγούστου 1974.
Ὁ ἀνταποκριτής τοῦ Βρετανικοῦ Ραδιοφώνου B.B.C. μετέδωσε τά ἀκόλουθα στήν ἐκπομπή τῆς 8ης πρωϊνῆς τῆς 23ης Αὐγούστου 1974.
«Οἱ στρατιῶτες τοῦ Σουηδικοῦ ἀποσπάσματος, συνόδευσαν τούς δημοσιογράφους στό χωριό Ταύρου, στόν Πενταδάκτυλο, ὅπου τούς ἔδειξαν τό πτῶμα μιᾶς Ἑλληνοκυπρίας, 17 χρόνων, πού εἶχε ἐκτελεστεῖ.
Ἕνας συνάδελφος τοῦ B.B.C. πού εἶδε τό πτῶμα πληροφορήθηκε ὅτι ἡ κοπέλλα ἐκτελέστηκε μέ τίς δύο ἀδελφές της, γιατί ἀντιστάθηκαν στούς τούρκους στρατιῶτες πού ἤθελαν νά τίς βιάσουν».

ΜΑΡΙΑ ΣΤΥΛΛΑΡΗ, Ζώδια, οἰκοκυρά: Ἡ ἑξηνταπεντάχρονη Μαρία Ἀνδρέα Στυλλαρῆ, ἀπό τήν Κάτω Ζώδια ἔδωσε τήν ἀκόλουθη κατάθεση (Γ.Δ.Π. «οἱ εἰρηνοποιοί τοῦ Ἀττίλα» σελ. 40, ἐκδ. 1974).
«Εἶμαι πού τήν Κάτω Ζώδια. Εἶμαι παντρεμένη μέ τόν χωρκανό μου Γιωρκήν Νικόλα, ὁ ὁποῖος μέ ἐγκατέλειψεν  πρίν πού περίπου 35 χρόνια. Ἔχω δυό κόρες, τήν Ἀντρούλα 40 χρονῶν καί τήν Σοφίαν 38 χρονῶν. Ἡ μία εἶναι παντρεμένη μέ τόν χωρκανόν μας Κοκήν τοῦ Φιλίππου τοῦ Γιώρκα. Ἡ κόρη μου ἡ Ἀντρούλα εἶναι ἀγαθή τζιαί δυσκολεύκεται νά συνεννοηθεῖ μέ ἄλλα πρόσωπα. Ἅμαν πού ἦρταν οἱ τοῦρκοι στό χωρκόν μας τήν Παρασκευήν, 16 Αὐγούστου 1974, ἐγιώ τζιαί ἡ κόρη μου ἡ Ἀντρούλα ἐμείναμε στό χωρκόν, διότι δέν τά ἐκαταφέραμε νά φύουμεν ὅπως πολλούς ἄλλους χωρκανούς. Στό χωρκόν ἔμειναν τζιαί ἄλλοι χωρκανοί τζιαί κοτσιάκαρες, μεταξύ τῶν ὁποίων τσιαί ἡ μάνα μου Παναγιωτοῦ Τζανέτου, ἡ ὁποία ἦταν τυφλή καί ἔμεινεν μόνη της σέ ἕνα σπιτούδιν. Ἐγιώ τζιαί ἡ κόρη μου Ἀντρούλα ἐμείναμεν ἔσσω μας χωσμένες γιά 5-6 μέρες, ἀλλά στό τέλος ἐπήαμεν στό σπίτιν τῆς παπαδιᾶς τοῦ Παπα-Φιλίππου τζιαί τζιημέσα ηὗραν μας τρεῖς τοῦρκοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι δέν ἤξεραν Ἑλληνικά, τσιαί ἐμούνταραν  πάνω μας τζιαί μᾶς ἔδησαν τό στόμα μας τζιαί τό σιέρκα τζιαί μᾶς ἐβίασαν.
Ὕστεραν ἐφύαμεν πού τό σπίτιν τῆς Παπαδιᾶς τζιαί ἐπήαμεν στό σπίτι τοῦ Κωστῆ τοῦ Λούκα τζιαί ἐμείναμεν σ’ ἕνα σπιτούδιν τοῦ γιοῦ του τζιαί τήν ἄλλη ἡμέραν ἦρταν πάλαι τρεῖς τοῦρκοι στρατῶτες τζιαί μᾶς ἐβίασαν ἀφοῦ μᾶς ἔδησαν μόνο τά στόματά μας. Ἐμέναν μέ ἐβίασεν μόνον ὁ ἕνας, ἐνῶ τήν κόρην μου τήν ἐβίασαν οἱ ἄλλοι δύο τοῦρκοι στρατιῶτες. Τήν ἄλλην ἡμέραν ἐπήαμεν στό σπιτούδιν τῆς μάνας μου, πού ηὗρα τσουλοκαθιστήν χαμαί πεθαμένη. Δέν ἐπαρατήρησα νά ὑπῆρχαν γαίματα πάνω στήν μάναν μου ἤ καθόλου πληγές τζιαί ἐφύαμεν τζιαί τήν ἀφήσαμεν ἐκεῖ ἄθαφτην τζιαί ἐπήαμεν στήν Πάνω Ζώδιαν. Ἐζητήσαμεν πού κάποιον ἀξωματικόν τοῦρκον νά μᾶς πάρει ὥς τόν Ἀστρομερίτην γιά νά φύουμεν, ἀλλά ἀρνήθηκεν τζιαί ἐμείναμεν στήν Πάνω Ζώδιαν. Βούτημαν τοῦ ἥλιου ἦρταν πέντε τοῦρκοι στρατιῶτες τζιαί ἐπῆραν τήν κόρην μου Ἀντρούλα σέ ἕνα σπίτιν τζιαί τήν ἐβίαζαν τζιαί μοῦ τήν ἔφεραν πίσω ὕστερα πού καμιάν ὥρα τζιαί εἶδα ὅτι τά σιείλη της ἦταν δακκαμένα, πρισμένα τζιαί γαιματωμένα. Ἡ κόρη μου, μοῦ εἶπεν ὅτι τήν ἐβίασαν τζιαί οἱ πέντε τοῦρκοι στρατιῶτες, ὁ ἕνας ὕστερα ἀπό τόν ἄλλον τζιαί ὅτι τήν ἐδάκκαναν πάνω στά σιείλη. Ἐχτές Παρασκευήν, 29.8.74 ἦρταν στήν Πάνω Ζώδιαν πού εἴμαστε στρατιῶτες τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν καί μᾶς ἐπαράλαβαν μαζί μέ ἄλλους χωριανούς γέρους τζιαί μᾶς ἔφεραν στό νοσοκομεῖον Λευκωσίας.

Σάν μανιασμένος δαιμονικός σίφουνας πού ξεσπᾶ ἀπρόσμενα ἕνα ζεστό Αὐγουστιάτικο πρωινό καί σαρώνει κάθε ἴχνος ζωῆς ἐρημώνοντας τήν πλάση, ἐνέσκηψε ἡ λαίλαπα τοῦ τουρκικοῦ Ἀρμαγεδώνα στίς 20 Ἰουλίου 1974.
Ἡ συμφορά σηματοδοτήθηκε μέ τήν ἐμφάνιση τῶν τουρκικῶν βομβαρδιστικῶν ἀεροπλάνων στούς οὐρανούς μας. Ἀκολούθησε ἐκεῖνο τό ἀνατριχιαστικό  κεραυνοβολητό  τῶν παρατεταμένων ἐκκωφαντικῶν θορύβων πού ξέσχιζαν τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Ὕστερα ἀκούστηκαν ἐκεῖνοι οἱ συγκλονιστικοί βόμβοι τῶν ἐκρήξεων πού κατασπάραζαν τά στήθεια τῆς πατρίδας καί ταρακουνοῦσαν τίς πόλεις. Κι ἀμέσως μετά ἐγκαινιάσθηκε ὁ ὀρυμαγδός ἀπό τίς ἑρπύστριες τῶν τάνκς πού προέλαυναν, τούς κρότους τῶν κανονιοβολισμῶν, τό πανδαιμόνιο τῶν πολυβολισμῶν πού ἔσπερναν παντοῦ τό θανατικό, τή σκλαβιά καί τήν ἄκρα ἀπελπισία.
– Οἱ σφαῖρες θέριζαν τούς στρατιῶτες μας, οἱ βόμβες ἀνατίνασσαν σπίτια, ξενοδοχεῖα, ἐργοστάσια, νοσοκομεῖα,  ἰσοπέδωναν τά καταφύγια τῆς ἀπόγνωσης.
– Οἱ «ναπάλμ» μετέτρεπαν δρόμους, χωράφια, δάση σέ πύρινη κόλαση. Κι ἕνα κλάμα, μιά μαζική φωνή τρόμου, μιά μυριόστομη κραυγή φρίκης ξεπετάγονταν ἀπό τά σωθικά τοῦ πανικόβλητου κόσμου πού ἔτρεχε στό πουθενά, σέ μιά ἀλλόφρονα προσπάθεια ν’ ἀποδράσει ἀπό τή γέεννα τοῦ πυρός, ἀπό τή φωτιά πού φούντωνε ἀπ’ τό κατράμι κι ἅπλωνε παντοῦ ἀδηφάγες τίς φλόγες τοῦ χαλασμοῦ.
Ἕνας ὁλόκληρος λαός, ἀθῶος, ἀνυπεράσπιστος, τραυματισμένος, κατακρεουργημένος, τρομοκρατημένος, ἕνα μακάβριο μαντάτο ἄκουγε, ἕνα μαντάτο μετέδιδε: ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ. (ΠΑΛΙΟΤΟΥΡΚΟΙ)!!!!. Κι  ἔκλαιγε γοερά κι ἔτρεχε μ’ ὅλη τή δύναμη πού διέθετε, μοχθώντας νά διαφύγει τό θάνατο, τήν αἰχμαλωσία, τήν ἀτίμωση, πού κατάφθαναν μέ ἰλιγγιώδη ταχύτητα ἀπό παντοῦ.
Ἀπό τήν Κερύνεια ὥς τή Μόρφου, μέχρι τήν Κυθρέα, τό Λευκόνοικο, τό Τρίκωμο, τό Βαρώσι, τόν Ἀπόστολο Ἀνδρέα, δέος, θρῆνος, ὀδυρμός καί ἀγωνία ἀσυγκράτητη μαστίγωναν σάν βροχή πυκνή, καταρρακτώδης, βροχή τρόμου, τήν ψυχή τοῦ κόσμου μας, πού δέν ἤξερε γιά ποῦ νά τραβήξει, ποῦ νά σταθεῖ, ποῦ νά κρυφτεῖ γιά ν’ ἀποφύγει τό συναπάντημα μέ τό χάρο πού προχωροῦσε ἀνάλγητος κι ἀσυγκράτητος κι εἰσχωροῦσε ἀνελέητος παντοῦ.
Ὅσα  χρόνια κι ἄν περάσουν, κι ὅταν στήν πυρπολημένη γῆ μας ξαναφυτρώσει τό χορτάρι κι ἔστω κι ἄν ἡ δική μας, ἡ πολεμόπληκτη γενιά φύγει πιά καί ξεχαστεῖ, τοῦτο τό κλάμα τοῦ λαοῦ, τοῦτος ὁ τρόμος, οὐδέποτε θά λησμονηθοῦν. Θά κληροδοτοῦνται μέσ’ ἀπό τό αἷμα, ἀπό τά πρωτοκύτταρα τῆς ζωῆς στίς φλέβες τῶν μελλούμενων γενιῶν, αὐτῶν πού θάρθουν  καί πού θά νιώθουν ἀνατριχιαστική φρικίαση νά διαπερνᾶ  τά κορμιά τους στό ἄκουσμα τοῦ κολασμένου Ἀττίλα...
Ἄν ἡ εἰσβολή τῆς τουρκίας στήν ἀνυπεράσπιστη Κύπρο καί ἡ διά πυρός καί σιδήρου κατάληψη τμημάτων τοῦ βόρειου τμήματος τοῦ Νησιοῦ, τόν Ἰούλιο τοῦ 1974, ἦταν ἕνα ἀποτρόπαιο ἔγκλημα πού πυροδοτήθηκε μέ μιά πρόστυχα προσχεδιασμένη ἀφορμή – ἐκείνη τῆς πραξικοπηματικῆς προδοσίας πού ἀποφάσισε τό ἐναγές καθεστώς τῆς χούντας – ἡ δεύτερη εἰσβολή τῆς 14ης Αὐγούστου 1974, ἦταν μιά βαρβαρική ἐπέλαση Ἀσιατικῆς ἀποκτήνωσης πού ἀτίμασε βάναυσα τή διαστημική ἐποχή κι ἐπεσώρευσε τό μελανότερο στίγμα καί τήν κατάρα τοῦ ἀναθέματος ἐναντίον τῆς τουρκίας, τῶν ἠθικῶν αὐτουργῶν τοῦ στυγεροῦ κακουργήματος, ἐναντίον ὅσων ὑπεδαύλισαν τό ἔγκλημα κι ὅσων ἀκόμα τό ἀνέχτηκαν.
– Ὁ Ἀττίλας 2 στοιχειοθετήθηκε κι ἐπεκτάθηκε ἀπό τούς κρίκους μιᾶς  μακάβριας ἁλυσίδας ἄδικων σκοτωμῶν, βιασμῶν, λεηλασιῶν. Ἦταν ἕνας ἐκθεμελιωτικός ὁδοστρωτήρας ἀξιῶν, ἰδεωδῶν καί πολιτισμοῦ, ἕνα βρυκολάκιασμα τῶν ἀπεχθέστερων βδελυροτήτων καί τῶν θηριωδῶν τῶν σκοτεινῶν αἰώνων, πού συνέτειναν στήν ὀπισθοδρόμηση τῆς σύγχρονης  κοινωνίας, στή βαρβαρότητα καί στό μίασμα τῆς συνείδησης τῆς τελευταίας  ἐποχῆς τοῦ δύοντος εἰκοστοῦ αἰώνα. Μιᾶς πανανθρώπινης συνείδησης πού πρίν προλάβει νά ἐξιλεωθεῖ ἀπό τίς τραγωδίες δύο παγκόσμιων πολέμων καί γιά τήν ἀνοχή πού ἐπέδειξε στίς δύο προηγούμενες γενοκτονίες. Τοῦ 1915 καί τοῦ 1922, βυθίστηκε στό κρίμα τῆς ἀνοχῆς τρίτης αἱματοχυσίας πού προκάλεσε καί πάλι τό αἱμοβόρο τουρκικό κτῆνος ἐναντίον  τῆς ἀνθρωπότητας, μέ θῦμα ἕνα ἀθῶο λαό πού σφάδαζε ἀπό τά πλήγματα τῆς προδοσίας καί τῆς πρώτης εἰσβολῆς, λαό ὀλιγάνθρωπο πού δέν εἶχε  τά στοιχειωδέστερα μέσα ν’ ἀμυνθεῖ καί νά προστατεύσει τήν τιμή, τήν ἀξιοπρέπεια καί τήν ἐλευθερία του. Τόν ἴδιο λαό πού δοκιμάστηκε  ἀπ’ τόν ἴδιο ἐχθρό, μέ τήν ἴδια θηριωδία, γιά πολλοστή φορά.
– Στήν Κύπρο, τόν Ἰούλιο καί τόν Αὔγουστο τοῦ 1974 ἐπαναλαμβάνονταν γιά μέρες εἰδεχθῆ ἐγκλήματα ἀπό ἕνα ἀδίστακτο εἰσβολέα πού ἐπαναλάμβανε τόν ἑαυτό του κι ἀποδείκνυε ὅτι ὁ χρόνος κι ὁ πολιτισμός δέν ἁπάλυναν τά βρωμερά του ἔνστιχτα. Διέπραττε τά ἴδια κτηνώδη ἐγκλήματα πού περιέγραψε ὁ Ἄγγελος Γάττος στήν ἀφήγησή του γιά τήν πολιορκία καί τήν κατάληψη τῆς Ἀμμοχώστου τό 1571.
«...Καί τό χειρότερο ἀπ’ ὅλα ἦταν ἡ ἀτίμωση τῶν παρθένων καί τῶν παιδιῶν μπροστά στά μάτια τῶν γονιῶν τους πού μέ κλάματα σπαραχτικά  καί ἱκεσίες προσπαθοῦσαν νά σώσουν τά παιδιά τους ἀπό τά χέρια αὐτῶν τῶν βαρβάρων».
Ἀπό τόν Αὔγουστο τοῦ 1974 πέρασαν 37 μαῦρα χρόνια μαρτυρικῆς ἀναμονῆς. Κι ὁ δυστυχισμένος Κυπριακός Ἑλληνισμός πονεῖ, κλαίει, μάχεται, νοσταλγεῖ, ἐλπίζει.
Ὑπομένει τά βάσανα ὅπως στή διαδρομή τῶν αἰώνων. Προβάλλει τίς ἀξιώσεις του. Καί καρτερεῖ τή δικαίωση καί τή λευτεριά του. Τήν ὥρα τοῦ γυρισμοῦ στά πάτρια ἐδάφη, στά προαιώνια λίκνα τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Στόν ἱερό του ἀγώνα χρειάζεται τήν ἀδελφική συναγωνιστικότητα, τήν ἀσπίδα καί τό δόρυ τοῦ Γένους. Χρειάζεται τήν ψυχή τοῦ Ἕλληνα.
Ἐλᾶτε στό πλάι μας γιά τήν τιμή τοῦ Ἕλληνα. Γιά τήν λευτεριά τῆς Κύπρου μας.

Πηγή: Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεῦχος 461, Ἰούλιος 2011.