Ὁ στενός δρόμος


Ὁ δρόμος τῆς ζωῆς μας μπορεῖ νά εἶναι στενός ἤ εὐρύχωρος. Τραχύς ἤ ἄνετος. Γεμάτος δυσκολίες ἤ γεμάτος ἀπολαύσεις. Ἡ ἐπιλογή εἶναι σίγουρα δική μας, ἀλλά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι στήν αἰώνια ζωή θά φθάσουμε μόνο μέσα ἀπό τόν στενό δρόμο. Ἔ­τσι, κάθε ἄλλη ἐπιλογή καθίσταται λανθασμένη καί ἀξιοθρήνητη. Ἄς ἀκούσουμε τί ἔχει νά μᾶς πῆ γιά τό θέμα αὐτό ὁ Χρυσορρήμων Πατήρ τῆς Ἐκ­κλησίας μας.


Εἶναι πράγματι στενός ὁ δρόμος, ἀφοῦ ὀφείλουμε νά δίνουμε λογαριασμό γιά τά λόγια καί τίς σκέψεις καί τίς πράξεις μας καί γιά ὅλα. Ἐμεῖς ὅμως τόν κάνουμε ἀκόμα στενότερο, πλατύνοντας καί εὐρύνοντας τούς ἑαυτούς μας καί ἁπλώνοντας τά πόδια. Γιατί ὁ στενός δρόμος εἶναι, βέβαια, στόν καθένα δύσκολος, πιό πολύ ὅμως στόν παχύ. Διότι ἐκεῖνος πού μένει ἀδύνατος, δέν θά αἰσθανθῆ τήν στενότητα τοῦ χώρου. 
Μέ ἀνέσεις, ἄς μήν περιμένη κανείς νά δῆ τόν οὐρανό, γιατί δέν εἶναι δυνατόν. Μέ ἀπολαύσεις, κανείς ἄς μήν ἐλπίζη νά βαδίζη τόν στενό δρόμο, γιατί δέν εἶναι δυνατόν. Κανείς ἄς μήν ἐλπίζη τήν ζωή, ὅταν βαδίζη τόν εὐρύχωρο δρόμο.
Πές μου, ἄν κάποιος προσκαλούμενος στά ἀνάκτορα, βάδιζε ἀ­νάμεσα σέ στενά καί ἀπόκρημνα μέρη καί κάποιος ἄλλος βάδιζε τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν θάνατο, συρόμενος μέσα ἀπό τήν ἀγορά, ποιόν θά μακαρίσουμε; ποιόν θά θρηνήσουμε; Ὄχι ἐκεῖνον πού βαδίζει στόν εὐρύχωρο δρόμο; Ἔτσι καί τώρα, ἄς μήν μακαρίζουμε ἐκείνους πού ζοῦν μέ ἀπολαύσεις, ἀλλά ἐκείνους πού δέν ζοῦν. Αὐτοί βαδίζουν πρός τόν οὐρανό, ἐκεῖνοι πρός τήν γέεννα τοῦ πυρός.
Ἴσως, βέβαια, πολλοί γελάσουν μέ τά λεγόμενά μας. Ἐγώ ὅμως κυρίως γι᾽ αὐτό πενθῶ καί θρηνῶ γι᾽ αὐτούς, γιατί δέν γνωρίζουν γιά ποιά πρέπει νά γελοῦν καί γελοῦν γιά ἐκεῖνα πού πρέπει νά πενθοῦν. Ἀλλά τά πάντα συγχέουν καί ἀνακατώνουν καί διαταράσσουν. Γι᾽ αὐτά τούς θρηνῶ ἐγώ.
Τί λέγεις, ἄνθρωπε; Ἐνῶ πρόκειται νά ἀναστηθῆς καί νά δώσης λογαριασμό γιά τίς πράξεις σου καί νά ὑποστῆς τήν Κρίσι, γι᾽ αὐτά δέν ἐνδιαφέρεσαι καθόλου, φροντίζεις ὅμως νά τρῶς ὑπερβολικά καί νά μεθᾶς καί ἐπιπλέον γελᾶς; Ἐγώ σέ θρηνῶ, ἐπειδή γνωρίζω τά δεινά πού σέ περιμένουν. Καί γι᾽ αὐτό κυρίως θρηνῶ, ἐπειδή γελᾶς. Πένθησε μαζί μου, θρήνησε τίς συμφορές σου μαζί μου. 
Πές μου: ἄν κάποιος ἀπό τούς συγγενεῖς σου χάνεται, ἐκείνους πού γελοῦν γιά τόν θάνατό του δέν τούς ἀποστρέφεσαι καί τούς θεωρεῖς ἐχθρούς, ἐκείνους ὅμως πού δακρύζουν καί πενθοῦν μαζί σου δέν τούς ἀγαπᾶς;
Ἔπειτα, ὅταν ἡ γυναίκα σου κείτεται νεκρή, ἐκεῖνον πού γελᾶ τόν ἀποστρέφεσαι, ὅταν ὅμως ἡ ψυχή σου εἶναι πεθαμένη, ἐκεῖνον πού δακρύζει τόν ἀποστρέφεσαι κι ἐσύ ὁ ἴδιος γελᾶς; Βλέπεις πῶς μᾶς ἔκανε ὁ διάβολος νά εἴμαστε ἐχθροί τοῦ ἑαυτοῦ μας; Ἄς συνέλθουμε κάποτε, ἄς δοῦμε καθαρά, ἄς ἀγρυπνήσουμε, ἄς ἐπιδιώξουμε τήν αἰώνιο ζωή.

Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὁμιλία Θ´ πρός Θεσσαλονικεῖς Α´, ΕΠΕ τ. 22.

Πηγή: Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεῦχος 448, Ἰούνιος 2010.