Χέρια ἀξιολάτρευτα



Ἕνας καλλιτέχνης, παιδί μιᾶς μάννας στοργικῆς, μιᾶς μάννας ἡρωΐδος – σάν ὅλες τίς μάννες τοῦ κόσμου – παιδί εὐαίσθητο, ἤ­θε­λε νά κάνη ἕναν πίνακα ζωγραφικῆς, στόν ὁποῖο νά ἀπέδιδε τό μεγαλεῖο τῆς Μάννας του.
Ἔκανε μιά γυναικεία μορφή καί ἔβαλε στά χέρια της τό περιστέρι τῆς εἰρήνης.
Κοίταξε τό ἔργο του, μά δέν ἱκανοποιήθηκε.
– Δέν ἐξαντλεῖ τό μεγαλεῖο της, εἶπε. Καί τό ἔσχισε. Γιατί ἡ μάννα δέν ὑπηρετεῖ μόνον αὐτό τό ἀγαθό.
Τήν δεύτερη φορά ἔβαλε στά χέρια της ἕνα σπίτι. Μά ἔνοιωσε πώς καί αὐτό τήν ἀδικοῦσε, γιατί ἡ μάννα κρατᾶ στά χέρια της τήν πορεία  ὅλης τῆς οἰκουμένης.
Τήν τρίτη φορά τήν ζωγράφισε δεομένη μέ τά χέρια ψηλά, σέ στάσι ἱκεσίας. Οὔτε καί αὐτή ἡ στάσις κάλυπτε τήν προσφορά της.
Μέρες τόν ἀπασχολοῦσε αὐτός ὁ πίνακας. Ὥσπου τήν ἔκανε τήν Μάννα ὅλη μιά καρδιά καί ἔγραψε μέσα:
«Παιδί μου, ἡ Παναγιά μαζί σου», «Στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ!», «Καλό ταξίδι!».
«Πρόσεχε, μήν κρυώσης!», «Πῆρες τό μπουφάν σου;».
«Μήν τρέχης!». «Νά τηλεφωνήσης μό­λις φθάσης».
«Ἔφαγες;», «Πονᾶς;», «Τί νά σοῦ ἑτοιμάσω;».
«Κοιμήθηκες καλά;», «Σέ περιμένω».
«Εἶσαι καλά;», «Μήν στεναχωριέσαι».
«Τά ἔχω σβήσει ὅλα!».
Φράσεις πού κρύβουν λαχτάρες καί ἀ­γωνίες, πόνους καί καϋμούς, πόθους, θυσίες, ἀγρύπνιες, κόπους, τρυφερότητα καί ἀγά­πη. Ἀγάπη ἀνιδιοτελῆ, εἰλικρινῆ, μόνιμη, διαρκῆ.
Αὐτή εἶναι ἡ Μάνα!

Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀχιμ. Θεοφίλου Ζησοπούλου,  «Ὑπάρχει Ἐλπίδα!», ἔκδοση Ὀρθοδ. Χριστ. Ἀδελφ. «ΛΥΔΙΑ».