Οἱ καιροί χαλεποί


Ἀποτελεῖ, πλέον, κοινό μυστικό γιά ὅλους μας, ὅτι ὁ κόσμος χάλασε. Ποιός ἀμφιβάλλει γι᾿ αὐτό; Ὑπάρ­χουν ἀκόμη ἄνθρωποι πού νά πιστεύουν ὅτι τά πάντα βαίνουν καλῶς; Ἡ κοινωνία μας βαίνει ἀπό τό κακό στό χειρότερο. Αὐτό ἀποτελεῖ ἀδιαμφι­σβήτητη διαπί­στωσι ὅλων τῶν ἀνθρώπων πού διαθέτουν κοινό νοῦ καί στοιχειώδη λογική καί διακρίνονται γιά τήν εὐθυκρισία τους καί τό ἁγνό καί ἄδολο ἐνδιαφέρον τους γιά τόν ταλαίπωρο αὐτόν τόπο.


Οἱ ἄνθρωποι κατά τούς τελευταίους τούτους καιρούς, ἔχουν χάσει τόν προ­σανατολισμό τους.
Ζαλισμένοι ἀπό τά σύγχρονα ἀθεϊστικά καί ὑλιστικά ρεύματα, χτυπημένοι ἀπό τίς καταιγίδες καί τά μπουρίνια τῆς ἀπιστίας, ἐπηρεασμένοι ἀπό τόν διεφθαρμένο τρόπο ζωῆς τοῦ Δυτικοῦ κόσμου, δέν γνωρίζουν οὔτε τί λέγουν, οὔτε τί κάνουν, οὔτε ποῦ πηγαίνουν.
Στίς ἡμέρες μας ἡ ἀνθρωπιά τῶν ἀν­θρώπων λιγοστεύει. Ὁ νόμος τῆς ζούγκλας ρυθμίζει τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἡ οἰκογένεια, τό ὑγιέστερο κύτταρο τῆς κοινωνίας, περνᾶ κρίσι φοβερή. Τά διαζύγια καθημερινῶς πληθαίνουν καί τά ἀν­δρόγυνα γιά ψύλλου πήδημα χωρίζουν. Τά παιδιά τῶν διαζευγμένων, τραυματισμένα ψυχικά, ἐγκαταλείπονται ἀπρο-στάτευτα στούς πέντε δρόμους. Οἱ ἄνδρες ἀπατοῦν τίς γυναῖκες τους. Οἱ γυναῖκες λασπώνουν καί ἀτιμάζουν τό λευκό τους στεφάνι. Τά παιδιά βασανίζουν τούς γονεῖς, καί στά βαθειά τους γεράματα, ἀφοῦ τούς ρουφήξουν ὅλη τους τήν οἰκονομική ἰκμάδα, τούς ἐγκαταλείπουν ἄσπλαχνα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι γιά μικρές καί ἀσήμαντες διαφορές ἀλληλοσφάζονται. Οἱ ληστεῖες καί οἱ κλοπές εὑ­ρίσκονται σέ ἔξαρσι. Οἱ κλέφτες καί οἱ ληστές, οἱ τσαντάκηδες καί οἱ λωποδῦτες, οἱ ριφιφίδες καί οἱ ἀπατεῶνες σχηματίζουν στρατιές ἀναρίθμητες. Οἱ νέοι μας, ἀφοῦ σάρωσαν κάθε ἠθικό φραγμό καί γκρέμισαν ὅ,τι ἀκόμη ὑπῆρχε ὄρθιο, ρίχθηκαν λαίμαργα στήν λίμνη τῆς αἰσθησιακῆς ζωῆς, διαπράττοντας κάθε εἴδους ἀνομία. Τά πολυάριθμα νυκτερινά κέντρα, πού φυτρώνουν ὅπως τά μανιτάρια στίς κοπριές, σέ κάθε γειτονιά πόλεως ἤ χωριοῦ, γίνονται οἱ ἑστίες μολύνσεως τῆς νεολαίας μας καί παραστρατήματος τῶν ἀνωρίμων παιδιῶν. Μέσα σ’ αὐτά γίνεται ἡ διακίνησις τῶν ναρκωτικῶν καί ὀργιάζει τό ἐμπόριο τῆς λευκῆς σαρκός, μεταβάλλοντας τά παιδιά σέ ἀληθινά κουφάρια. Οἱ ὁμοφυλόφιλοι, τά τραγικά αὐτά πλάσματα, ἀπέβαλαν κάθε ἴχνος ντροπῆς καί μέ ἰδιάζουσα θρασύτητα ἐπιζητοῦν νά μᾶς ἐπιβάλουν τόν δικό τους τρόπο ζωῆς ὡς τόν πλέον ἰδανικό. Καί ὅλα αὐτά, βέβαια, ἐν ὀνόματι τῆς «ἐλευθερίας καί τῆς προοδευτικότητας».
Ἡ μοιχεία παρουσιάζεται ἀπό τούς διαφωτιστές της ὡς μία ἁπλή φυσική πρᾶ­ξις, χωρίς καμία τραγική συνέπεια ἐφ’ ὅ­σον, πλέον, καί ἡ Πολιτεία φρόντισε νά τήν καλύψη νομικῶς μέ τήν ἀποποινικοποίησί της. Ἡ πορνεία καλπάζει καί μέ τήν μπουλντόζα τῆς «σεξουαλικῆς ἐπανάστασης», ἄνοιξε τόν δρόμο γιά ὁλοκληρωμένες σχέσεις ἀνάμεσα στά παιδιά ἀπό ἡλικίας δώδεκα χρόνων καί πάνω.
Ἡ φυσική ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἔχασε πλέον τήν ἀξία της. Μέ ὅση εὐκολία οἱ ἄνθρωποι σφάζουν μιά ὄρνιθα, τό ἴδιο κάμνουν καί γιά ἕναν ἄνθρωπο. Ἡ δολοφονία θεωρεῖται ἡρωϊκή πρᾶξις. Ἡ ἀναίδεια καί ἡ ἀπάτη θεωροῦνται ἐξυπνάδα. Ἡ ἀσέβεια καί ἡ ἀπιστία, ἡ βωμολοχία καί ἡ κακότης, ἡ αἰσχρότης καί ἡ ἁμαρτία θεωροῦνται ὡς προτερήματα καί στήν ἐμφάνισί τους οἱ ἄνθρωποι χειροκροτοῦν δαιμονιωδῶς.
Καί γιά νά δώσουμε ἕνα σαφῆ καί κατηγορηματικό χαρακτηρισμό τῆς κοινωνίας μας, λέγομεν ὅτι ἡ κοινωνία μας κατήντησε Σόδομα καί Γόμορρα.
Καί γεννᾶται, πολύ δικαιολογημένα, εὔλογο τό ἐρώτημα. Ἔτσι ὅπως βαδίζουμε, ποῦ ὁδηγούμεθα; Ἀλήθεια! Ποῦ πάει αὐτός ὁ κόσμος; Ποῦ βαδίζει ἡ κοινωνία μας; Ποῦ πορεύεται τό Ἔθνος; Ποῦ ὁδηγοῦνται οἱ ἄνθρωποι; Τί κάνουν οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας; Δέν βλέπουν τούς βαρεῖς λύκους πού κατασπαράσσουν τό λογικό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ; Δέν ἀνησυχεῖ ἡ Ἐκκλησιαστική ἡγεσία; Γιατί δέν σείουν τήν ποιμενική τους ράβδο; Γιατί δέν ἐξαπολύουν τά μανδρόσκυλα καί δέν ἀκονίζουν τήν μάχαιρα τοῦ πνεύματος; Γιατί στέκεται βουβή καί ἀμίλητη μπροστά στό δρᾶμα τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ; Γιατί δέν καλεῖ τόν Λαό σέ μετάνοια; Ἔλειψαν οἱ προφῆτες; Δέν ὑπάρχουν σαλπιγκτές; Δέν ὑπάρχουν νεωκόροι νά κτυπήσουν τίς καμπάνες;
Ὅμως, στόν τόπο αὐτόν δέν εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησία ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τόν βασικό παράγοντα τοῦ Ἔθνους ἀλλά καί ἡ Πολιτεία, ἡ ὁποία μέ τήν δύναμι πού διαθέτει, μέ τούς νόμους πού ψηφίζει καί μέ τό σπαθί τῆς ἐξουσίας πού κρατεῖ, πρέπει να εἶναι ὁ φύλακας τοῦ Λαοῦ καί ὁ τιμωρός παντός κακοποιοῦ, πού τολμᾶ νά καταπατῆ τό δίκαιο, νά στραγγαλίζη τήν ἀλήθεια, νά ἀτιμάζη τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, νά ἐκμεταλλεύεται τόν πτωχό καί νά διαφθείρη τόν Λαό.
Ἀλλά καί πάλι, ἐκτός ἀπό τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ πνευματική τροφός τοῦ Ἔθνους, καί τήν Πολιτεία, ἡ ὁποία ὀφείλει νά διαφυλάττη τίς ἐλευθερίες τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ καί νά διασφαλίζη τόν Λαό ἀπό τήν ἠθική σῆψι καί διαφθορά, ὑπάρχει καί ἡ πνευματική ἡγεσία, ὑπάρχει καί ἡ ἀφρόκρεμα τοῦ πνεύματος, οἱ πνευματικοί ἡγέτες, οἱ ὀνομαστοί ἐπιστήμονες, οἱ ἐξαίρετοι Ἀκαδημαϊκοί, οἱ ἀνώτατοι δικαστικοί, οἱ ὁποῖοι μέ τά φῶτα τῆς ἐπιστήμης καί μέ τά μέσα τῆς γνώσεως ἔχουν χρέος νά καλλιεργήσουν τόν Λαό, νά ἀνεβάσουν τό πνευματικό του ἐπίπεδο καί νά συντελέσουν στήν δημιουργία μιᾶς πολιτισμένης κοινωνίας.
Τί κάνουν οἱ ἐκπαιδευτικοί μας, οἱ νουνεχεῖς παιδαγωγοί, οἱ σοβαροί κοινωνιολόγοι; Δέν ἀγωνιοῦν; Δέν ἀνησυχοῦν γιά τήν διαφθορά τῆς νεολαίας, γιά τήν σηπεδόνα τῆς κοινωνίας μας;
Τί κάνουν ἐπί τέλους οἱ γονεῖς γιά τά δικά τους σπλάχνα, γιά τούς νεαρούς βλαστούς, γιά τά παιδιά τους; Θά συνεχίσουν ἀδιαφοροῦντες καί θά παραμείνουν μοιρολατρικά μέ σταυρωμένα τά χέρια; Δέν αἰσθάνονται τήν ἀνάγκη νά ὑψώσουν φωνή διαμαρτυρίας, νά φωνάξουν δυνατά πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις νά ληφθοῦν μέτρα δραστικά, ὥστε νά σταματήση τό κακό καί ἡ κατηφοριά στήν ὁποία ὅλοι μας παρασυρθήκαμε;
Τί περιμένουν ὅλοι αὐτοί πού στά χέρια τους κρατοῦνε τό νυστέρι; Χειρουργικό μαχαίρι χρειάζεται. Τά σάπια πρέπει νά ἀποκοποῦν. Καί αὐτό μπορεῖ νά γίνη, ὅταν ὅλοι μας ξυπνήσουμε ἀπό τόν βαθύ λήθαργο στόν ὁποῖο ἔχουμε περιπέσει.
Μέ ὅλα αὐτά πού γράφουμε, δέν θέλουμε νά κάνουμε τόν εἰσαγγελέα. Γιά ὅ,τι κακό γίνεται στόν τόπο μας, ἡ εὐθύνη βαρύνει ὅλους μας. Κανένας δέν ἠμπορεῖ νά ἰσχυρισθῆ πώς εἶναι ἀθῶος καί ὅτι φταῖνε ὅλοι οἱ ἄλλοι.
Ἄς θέσουμε ὁ καθένας μας στόν ἑαυτό του ἕνα ἐρώτημα: Τί ἔκανα ἐγώ γιά νά περιορισθῆ τό κακό καί ἀνυψωθῆ ἡ κοινωνία μας; Ποιά ἡ θετική μου προσφορά καί ποιό τό δικό μου παράδειγμα στό νά τιθασευθῆ τό κτῆνος, νά λείψη τό μῖσος, νά κυριαρχήση ἡ ἀγάπη καί νά ἐπικρατήση ἡ δικαιοσύνη;
Καί δυστυχῶς, ὁ δρόμος τῆς ἀλλαγῆς καί τῆς ἀνορθώσεως τῆς κοινωνίας μας περνᾶ ἀπό τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν ἑαυτό μας. Καί χωρίς ἀμφιβολία, ποτέ δέν θά βροῦμε τόν ἑαυτό μας, ἐάν πρῶτα δέν βροῦμε τόν Θεό μας,
Στόχος καί ἐπιδίωξις τοῦ καθενός ἀνθρώπου εἶναι νά βρῆ τόν χαμένο του Θεό. Ὅσοι ἄνθρωποι ζοῦν μακράν τοῦ Θεοῦ, λησμονοῦν τόν προορισμό τους, δέν γνωρίζουν πόθεν προέρχονται, οὔτε ποῦ βαδίζουν οὔτε καί ποῦ θά καταλήξουν. Ὅποιος ἔχασε τόν Θεό του, ἔχασε τόν προσανατολισμό του, σαπίζει ἠθικά, φθείρεται πνευματικά καί χάνεται ψυχικά. Αὐτό σημαίνει βαθειά σῆψι καί ἀργό ἀλλά σταθερό θάνατο.

Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ.  Θεοφίλου Ζησοπούλου, «Δροσοσταλίδες Πνεύματος», ἔκδοσις Ὀρθοδ. Χριστ. Ἀδελφ. ΛΥΔΙΑ.