Στό κείμενο πού θά μελετήσουμε παρακάτω, ὁ μεγάλος Ἱεροκήρυκας τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ ἀγωνία καί πόνο, μέ παρρησία καί σθένος, ἀπευθύνεται στόν πλούσιο, στόν κάθε πλούσιο, τῆς ἐποχῆς του ἀλλά καί τῆς δικῆς μας.
* * *
Σέ ἀπαλάσσω ἀπό τήν ἁμαρτία, σέ ἐλευθερώνω ἀπό τήν ἁρπαγή, σέ κάνω φίλο μέ ὅλους, ἀγαπητό σέ ὅλους. Διαρκῶς σοῦ λέω· ἅρπαξες; ἔδειξες πλεονεξία; Ἕλα καί θά σέ μεταβάλω, θά μεταβάλω τήν ἔχθρα σέ φιλία, τόν κίνδυνο σέ ἀσφάλεια· αὐτά ἐδῶ, ἀλλά καί ἐκεῖ σοῦ δίνω ἐπίσης τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιά νά μή βρεθῆς στίς ἀτέλειωτες κολάσεις, γιά νά ἀπολαύσης τά ἀγαθά, «τά ὁποῖα μάτι δέν εἶδε, οὔτε αὐτί ἄκουσε, καί νοῦς ἀνθρώπου δέν τά συνέλαβε». Εἶναι αὐτά ἐνέργειες ἀνθρώπου πού σέ διώκει ἤ πού σέ συμβουλεύει; Ἀνθρώπου πού σέ ἀγαπᾶ ἤ σέ μισεῖ; Ἐσύ βέβαια μέ μισεῖς, ἀλλά ἐγώ σέ ἀγαπῶ. Ἔχω ἐντολή τοῦ Κυρίου μου· «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας». Δέν παύω νά σέ θεραπεύω. Ὁ Κύριός μας σταυρωνόταν καί ἔλεγε· «συγχώρησέ τους, Πατέρα μου· γιατί δέν ξέρουν τί κάνουν». Μήπως διώχνω ἐσένα; Τό πάθος σου διώχνω. Μήπως σέ πολεμῶ; Τήν κακία σου πολεμῶ. Καί δέν μέ θεωρεῖς εὐεργέτη σου; δέν μέ θεωρεῖς κηδεμόνα σου; δέν μέ θεωρεῖς μᾶλλον προστάτη ὅλων;
Ποιός ἄλλος θά σοῦ πῆ γι’ αὐτά; Ὁ ἄρχοντας; Τίποτα τέτοιο, παρά μόνο γιά ἐγκλήματα, γιά κατηγορίες. Μήπως ἡ γυναίκα σου; Αὐτή γιά κοσμήματα καί χρυσαφικά. Μήπως τό παιδί σου; Αὐτό γιά κληρονομιά, γιά διαθήκη, γιά κλῆρο. Καί ὁ ὑπηρέτης; Αὐτός γιά ὑπηρεσία, γιά δουλεία, γιά ἐλευθερία. Μήπως οἱ ὁμοτράπεζοί σου; Αὐτοί γιά συμπόσια, γιά δεῖπνα, γιά γεύματα. Μήπως οἱ ἄνθρωποι τοῦ θεάτρου; Αὐτοί γιά γέλια αἰσχρά, γιά ἀκόλαστη ἐπιθυμία. Ἀλλά καί ὁ δικαστικός; Αὐτός γιά διαθῆκες, γιά κληρονομιές, γιά ἐλευθερία, αὐτά πού κάνει. Ἀπό ποῦ μπορεῖς νά τά ἀκούσης αὐτά, ἄν ὄχι ἀπό μένα;
Ὅλοι σέ φοβοῦνται, ἐνῶ ἐγώ σέ περιφρονῶ· ὅσο καιρό εἶσαι τέτοιος σέ περιφρονῶ, σέ παραβλέπω, περιφρονῶ τό πάθος σου. Ἐγώ κόβω, ἐσύ φωνάζεις· ὅμως δέν φοβᾶμαι τήν φωνή σου, ἀλλά ποθῶ τήν σωτηρία σου, γιατί εἶμαι γιατρός. Ἄραγε, ἐάν ἔχοντας ἕλκος καλοῦσες γιατρό καί τόν ἔβλεπες νά ἀκονίζη τό μαχαίρι του, δέν θά ἔλεγες, “κόβε, ἄν καί πονῶ”, περιμένοντας μέ λαχτάρα τήν σωτηρία ἀπό τό κόψιμο; Ἐμένα ὅμως μέ ἀποφεύγεις, ἄν καί δέν κόβω, ἀλλά ἁπλῶς καθαρίζω τήν σκέψι σου μέ τόν λόγο. Ἄν καί βέβαια ὁ γιατρός τί κάνει; Κόβει πολλές φορές καί κάνει χειρότερη τήν πληγή· ἐνῶ ἐγώ δέν σέ κάνω χειρότερο, ἀλλά καλύτερο. Γιατί ἐκεῖ εἶναι ἡ φύσις αὐτή πού ἔχει ἀνάγκη, καί ὑπάρχει ἀδυναμία φαρμάκων, ἐνῶ ἐδῶ βρίσκεται ἡ δύναμις τῶν λόγων. Ὁ γιατρός δέν σοῦ ἐγγυᾶται τήν σωτηρία, ἐνῶ ἐγώ ἐγγυῶμαι τήν σωτηρία σου· ἄκουσέ με· γι’ αὐτό κατέβηκε ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, γιά νά μᾶς ἀνεβάση ἐπάνω καί νά μᾶς κάνη ψηλότερους ἀπό τούς οὐρανούς.
Ἰω. Χρυσόστομος
Πηγή: Περιοδικό «Ἁγία Λυδία», τεῦχος 435, Μάιος 2009.