Ἀγάπη πρός τόν πλησίον



Ὁ Ὑποτακτικός κάποιου Γέροντος ἔμενε σέ μιά καλύβα δέκα μίλια μακριά ἀπό τή σκήτη. Μιά μέρα θέλησε νά τόν εἰδοποιήση ὁ Γέρων νά ἔλθη νά πάρη τό ψωμί του. Ὕστερα σκέφτηκε: Γιά λίγα ψωμιά νά κάνω τόν Ἀδελφό νά περπατήση δέκα μίλια; Ἄς τοῦ τά πάω μόνος. Ἔβαλε τό ταγάρι στόν ὦμο καί ξεκίνησε. Πηγαίνοντας, σκόνταψε σέ μιά πέτρα κι’ ἔκανε τέτοια πληγή στό πόδι, πού ἦταν ἀδύνατον νά σταματήση τό αἷμα. Ἀπό τόν ὑπερβολικό πόνο πού ἔνοιωσε ἄρχισε νά κλαίη. 
– Γιατί κλαῖς, Ἀββᾶ; Ἄκουσε πίσω του μιά γλυκειά φωνή νά τόν ἐρωτᾶ. 
Ἔστρεψε τό κεφάλι καί εἶδε ἕναν ὡραῖο Ἄγγελο. Δέν φοβήθηκε ὅμως, ἀλλά τοῦ ἔδειξε μέ τό δάκτυλο τήν πληγή. 
– Παῦσε νά κλαῖς γι’ αὐτό τό τιποτένιο πρᾶγμα, τόν ἐπρόσταξε ὁ Ἄγγελος. Τά βήματα πού κάνεις γιά τήν ἀγάπη τοῦ Ἀδελφοῦ τά ἔχω μετρημένα καί θά πάρης τήν ἀμοιβή σου ἀπό τόν Θεόν. 
Ὁ Γέροντας πῆρε θάρρος καί χαρούμενος συνέχισε τό δρόμο του. Ἀπό τότε προθυμοποιήθηκε νά ἐξυπηρετῆ τούς Ἀδελφούς. 
Μιά μέρα πῆρε πάλι ψωμιά νά τά πάη σ’ ἄλλον Ἐρημίτη πού ἔμενε πολύ πιό μακριά. Συνέβη ὅμως νά ἔρχεται κι’ ἐκεῖνος μέ τόν ἴδιο σκοπό καί συναντήθηκαν στό δρόμο. 
– Ἀδελφέ μου, εἶπε πρῶτος ὁ Γέροντας, μέ κόπο ἀπέκτησα ἕνα μικρό θησαυρό καί πρόλαβες ἐσύ νά μοῦ τόν πάρης. 
– Μήπως ἡ στενή πύλη χωράει μόνο ἐσένα, Ἀββᾶ; Κάνε λίγο τόπο νά περάσωμε κι’ ἐμεῖς, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀδελφός. 
Ἐνῶ ἔλεγαν αὐτά, ἦλθε πάλι ὁ Ἄγγελος καί τούς εἶπε: 
– Αὐτή ἡ φιλονικία σάν εὐωδιαστό λιβάνι ἀνεβαίνει στόν οὐρανό.

(Ἀπό το Γεροντικό τῆς Θεοδώρας Χαμπάκη πρώην ἡγουμένης τῆς Ἱ.Μ. Ὁσ. Θεοδοσίου, Ἐκδόσεις Ὀρθ. Χριστ. Ἀδελφότητος «ΛΥΔΙΑ»).