Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ


Μέρος Δ΄

Ταπεινοφροσύνη, ὑπομονή καί ἀγάπη

Ὅταν λέτε φωναχτά τή λέξη “ταπεινοφροσύνη”, αἰσθάνεσθε ἀμέσως πόσο ξένη εἶναι στό πνεῦμα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Γιά ποιά ταπεινοφροσύνη μποροῦμε νά μιλᾶμε ὅταν ὅλη ἡ ζωή σήμερα κτίζεται ἀποκλειστικά πάνω στόν αὐτοθαυμασμό καί στήν αὐτοεκτίμηση, πάνω στόν ἐνθουσιασμό γιά τήν ἐξουσία, τό μεγαλεῖο, τή δύναμη κλπ.; Αὐτό τό πνεῦμα τῆς αὐτοεξύμνησης ἔχει διαχυθεῖ ἀπό τήν κορυφή μέχρι τά πόδια ὄχι μόνο στήν πολιτική καί στή δημόσια ζωή, ἀλλά καί στήν προσωπική, ἐπαγγελματική, κοινωνική καί κυριολεκτικά σέ κάθε πτυχή τῆς ζωῆς. Διδάσκουμε τά παιδιά μας νά εἶναι ὑπερήφανα, καί σπάνια ζητοῦμε ἀπό αὐτά ἤ ἀπό τούς ἑαυτούς μας νά εἶναι ταπεινόφρονες. Ἐπί πλέον, ἕνα ἀπό τά κύρια χαρακτηριστικά πού οἱ στρατευμένοι ἄθεοι συνεχῶς προσάπτουν στό Χριστιανισμό εἶναι πώς διδάσκει τούς ἀνθρώπους πώς τό νά εἶναι ταπεινοί ἀποτελεῖ τήν πρωταρχική χριστιανική ἀρετή. Ὁ Χριστιανισμός συνεπῶς, σύμφωνα μ’ αὐτούς, διδάσκει τή δουλοπρέπεια καί τήν ὑποταγή, ταπεινώνει καί μειώνει τούς ἀνθρώπους καί τήν ἀξιοπρέπειά τους.
Τό πλέον καταπληκτικό σ’ αὐτές τίς κατηγορίες εἶναι πώς κανείς δέν τούς ἔχει ποτέ ἐξηγήσει τί εἶναι ὄντως ταπεινοφροσύνη. Τί διδάσκει ὁ Χριστιανισμός ὅταν μιλᾶ γιά ταπεινοφροσύνη; Γιατί καί μέ ποιό τρόπο ἡ ταπεινοφροσύνη ὑποβαθμίζει τούς ἀνθρώπους;
Ὁ Χριστός, π.χ., λέει γιά τόν ἴδιο, “πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ” (Ματθ. 11,29), ἀλλά ποτέ ἄς μή φανταστεῖ κανείς πώς μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ ὅτι αὐτό ἀποδεικνύει τήν ἀδιαφορία του γιά τό κακό, τήν τυφλή του ὑποταγή σέ κάποιον, ἤ τό δουλοπρεπή του φόβο μπροστά στίς δυνάμεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Πράγματι, στέκεται ἀπέναντι στόν Πιλάτο καί τοῦ λέει πολύ ἁπλά, “οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ’ ἐμοῦ, εἰ μή ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν” (Ἰωάν. 19,11). Εἶναι φανερό λοιπόν πώς κάθε ταπείνωση δέν εἶναι ἴδια· πρίν νά τήν κατηγορήσουμε λοιπόν χρειάζεται νά ἐξηγήσουμε γιά ποιά ταπείνωση πρόκειται.
Ποιά εἶναι ἡ χριστιανική ταπεινοφροσύνη; Φυσικά πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι ἔνα αἴσθημα ἀλήθειας, πρῶτα ἀπ’ ὅλα γιά τόν ἑαυτό μου. Ἡ ἀλήθεια ποτέ δέν ὑποβαθμίζει, οὔτε ταπεινώνει, ἀλλά σηκώνει καί ἐξαγνίζει. Ἐπιπλέον, ταπεινοφρωσύνη σημαίνει τιμιότητα γιά τήν ἀλήθεια, ἄρνηση νά εἴμαστε καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ὑπερβολικοί σέ σχέση μέ τόν ἑαυτό μας, ἀποφυγή νά θολώνουμε τήν ἀλήθεια σχετικά μέ τόν ἑαυτό μας μπροστά στούς ἄλλους. Ταπεινοφροσύνη εἶναι τελικά ἡ γνώση τοῦ χώρου μου, τῶν ἱκανοτήτων καί τῶν περιορισμῶν μου, ἡ θαρραλέα ἀποδοχή τοῦ ἑαυτοῦ μου ὅπως εἶναι... Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ἡ ταπεινοφροσύνη, ὅπως καί ἡ σωφροσύνη, εἶναι “ἀρχή σοφίας”, καί αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ζητᾶμε στήν προσευχή τό δῶρο τῆς ταπεινοφροσύνης. Μόνο κάποιος πού δέν ψεύδεται, πού δέν ὑπερβάλλει, πού δέν ἐπιδιώκει τήν “εἰκόνα” σέ βάρος τῆς “οὐσίας”, πού εἰρηνικά, νηφάλια καί θαρραλέα δέχεται καί κάνει τή δουλειά του, μόνον αὐτός κατέχει σοφία. Ὅταν ἰδωθεῖ ἀπό αὐτή τή γωνία, τό κήρυγμα τοῦ Χριστιανισμοῦ γιά τήν ταπεινοφροσύνη, ὄχι μόνο δέ μειώνει τίς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις, ἀλλά ἀντίθετα τίς ἀνεβιβάζει, καί τό ἀκόμη σπουδαιότερο, τίς σέβεται. Χρειάζεται τόν αὐτοθαυμασμό μόνο αὐτός πού τοῦ λείπει κάτι, μόνον ὁ ἄσχημος χρειάζεται νά καλυφθεῖ, μόνον ὁ ἀδύνατος χρειάζεται νά ἐπιδείξει δύναμη. Ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἐλευθερία, δέ χρειάζεται ἡ προπαγάνδα· ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει γνήσια δύναμη, δέν ὑπάρχει ἀνάγκη γιά ἀπειλές· ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει γνήσια ὀμορφιά δέ χρειάζεται ἡ “ἐξαντλητική ὑπερβολή στό ντύσιμο”. Γιαυτό ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι τόσο λίγη στό σημερινό κόσμο καί στούς σημερινούς ἀνθρώπους· γιαυτό, ἀκόμη καί ἀσυνείδητα, οἱ ἄνθρωποι ἐξαντλημένοι σ’ ἕναν ὠκεανό ἀπό ψέματα καί αὐτοθαυμασμό, νοσταλγοῦν τήν ταπεινοφροσύνη περισσότερο ἀπό κάθετι ἄλλο...
Τήν ταπεινοφροσύνη στήν εὐχή τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἀκολουθεῖ ἡ ὑπομονή, καί ἐδῶ ξαναβρισκόμαστε μπροστά σέ μιά ἀπό τίς κύριες κατηγορίες κατά τῆς θρησκείας. Κηρύσσοντας ὡστόσο τήν ὑπομονή ὁ Χριστιανισμός δέν ὑπονομεύει τήν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά διαμαρτύρεται, νά παλεύει, νά ὑπερασπίζεται τά δικαιώματά του, νά λαχταρᾶ ἕναν καλύτερο, δικαιότερο κόσμο. Γιά τήν ὑπομονή, ὅπως καί γιά τήν ταπεινοφροσύνη, ἄς κοιτάξουμε καλύτερα τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα, διδάσκει τήν ὑπομονή, ἐπειδή “ἐν τῇ ὑπομονῇ κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν” (Λουκ. 21,19)· ἀλλά ὅ,τι ὁ Χριστός ὀνομάζει ὑπομονή βρίσκεται τόσο μακριά ἀπό τήν καρικατούρα τῆς ὑπομονῆς πού ὑπάρχει στά ἀθεϊστικά φυλλάδια ὅσο ἡ χριστιανική ἀγάπη ἀπό ἐκείνη τή μακρινή συλλογική καί ἀπρόσωπη ἀγάπη στό ὄνομα τῆς ὁποίας ἑκατομμύρια ἄνθρωποι στερήθηκαν τήν ἐλευθερία τους.
Ἡ πηγή τῆς χριστιανικῆς ὑπομονῆς δέν βρίσκεται στην ἀδιαφορία πρός τό κακό, ἀλλά ὅσο παραξενο καί ἄν φαίνεται, στο ἐνεργητικό αἴσθημα ἐμπιστοσύνης πρός τούς ἀνθρώπους. Ἀνεξάρτητα ἀπό τό πόσο πέφτουν οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξάρτητα ἀπό τό πόσο προδίδουν ὅ,τι καλύτερο ὑπάρχει μέσα τους, ὁ Χριστιανισμός τούς καλεῖ νά πιστέψουν πώς ἡ οὐσιαστική ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου δέν συνίσταται ἀπό τό κακό καί τήν πτώση. Πιστεύει πώς οἱ ἄνθρωποι μποροῦν γιά ἄλλη μιά φορά νά ξανασταθοῦν στά πόδια τους, πώς μποροῦν νά ἐπιστρέψουν στη λαμπερή τους οὐσία... Στό τέλος ὑπομονή εἶναι ἡ πίστη στή δύναμη τοῦ καλοῦ.
Τελικά ζητοῦμε στήν εὐχή τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ χαρακτηριστική χορδή τῆς εὐχῆς. Οὐσιαστικά ὁλόκληρη ἡ εὐχή ὁδηγεῖ πρός αὐτή τήν αἴτηση καί ἐδῶ ὁλοκληρώνεται. Ἐπειδή ἄν ζητοῦμε γιά ἀπελευθέρωση ἀπό τήν “ἀργία, τήν περιεργία, τήν φιλαρχία, καί τήν ἀργολογία”, ζητοῦμε οὐσιαστικά τήν ἀφαίρεση τῶν περιορισμῶν τῆς ἀγάπης, περιορισμοί πού ἐμποδίζουν τήν ἀγάπη ἀπό τοῦ νά μπεῖ στήν καρδιά. Ἡ σωφροσύνη, ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ ὑπομονή εἶναι τά δομικά στοιχεῖα, οἱ ρίζες, τά πρῶτα βλαστάρια τῆς ἀγάπης. Συνεπῶς ὅταν τελικά πέφτει στα αὐτιά μας σάν ἀπό τόν οὐρανό ἡ λέξη ἀγάπη, ξέρουμε ἤδη πώς ἡ ἀγάπη δέν εἶναι ἁπλῶς ἀπό τό Θεό, ἀλλά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός πού εἰσέρχεται στήν καρδιά μας, πού ἔχει τώρα καθαρισθεῖ και κομησθεῖ μέ τή σωφροσύνη, τήν ταπεινοφροσύνη και τήν ὑπομονή, καί εἶναι τώρα ἕτοιμη νά γίνει ναός μέσα ἀπό την παρουσία, τό φῶς και τήν τεράστια δύναμη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη γίνεται συγχρόνως τό κρυμμένο κίνητρο τῆς ζωῆς μας καί ὁ σκοπός της. Μέσα ἀπό τήν ἀγάπη τά πάντα εἶναι ζωντανά, ὅλα κατευθύνονται πρός τήν ἀγάπη, καί μέσα ἀπό τήν ἀγάπη μαθαίνουμε πώς “ὁ Θεός Ἀγάπη ἐστί”.

Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ ἐτήσιος ἐκκλησιαστικός κύκλος, Ἐκδόσεις Ἀκρίτας.