Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ


Μέρος Γ΄

Σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, ὑπομονή

Στήν εὐχή τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ζητᾶμε ἀπό τό Θεό νά μᾶς δώσει “πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης”. Ἄς δοῦμε κάθε μιά ἀπ’ αυτές τίς ἔννοιες, πού μαζί ἀποτελοῦν τή βάση καί τή πηγή τῆς καλωσύνης, σύμφωνα μέ τήν ἀρχαιότατη Χριστιανική πνευματική ἐμπειρία, ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἀρνητικές αἰτήσεις τῆς Σαρακοστιανῆς εὐχῆς ἀποτελοῦν τή βάση τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ κακοῦ.
Πνεῦμα σωφροσύνης. Ἡ λέξη “σωφροσύνη” ἐνῶ ἀρχικά ἦταν μιά ἀπό τίς βαθύτερες καί ὀμορφότερες λέξεις στήν ἀνθρώπινη γλώσσα, βαθμιαῖα ἔχασε τό “ἄρωμά” της, ἤ τουλάχιστον τό νόημά της συνεστάλη. Γιά τούς περισσότερους ἡ λέξη ἀναφέρεται τώρα σχεδόν ἀποκλειστικά στή σεξουαλική καθαρότητα, σέ ἀντίθεση πρός τή σεξουαλική ἐλευθεριότητα καί διαφθορά. Ἡ ἀρχική ὅμως σημασία τῆς λέξης σοφρωσύνη ἦταν κατά πολύ εὐρύτερη καί βαθύτερη. Τό κλειδί γιά ν’ ἀποκαλύψουμε τή σημασία της βρίσκεται σέ δύο ἔννοιες πού συνδέοται στενά: σῶος (ὁλόκληρος) καί φρένα (νοῦς, σοφία). “Σωφροσύνη” εἶναι λοιπόν μιά ἀπό τίς πιό χριστιανικές λέξεις, ἐπειδή ἐκφράζει τήν κεντρική ἐμπειρία τοῦ Χριστιανισμοῦ, πώς ἡ καλωσύνη –ἡ καλή, δίκαιη, καί αὐθεντική ζωή– εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀκεραιότητα, καί συνεπῶς ἡ σοφία. Ἡ ἀκεραιότητα βρίσκεται σέ ἀντίθεση πρός τό κακό, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ ἀνέκαθεν μία ρήξη, μία διαίρεση, μιά φθορά τῆς ἀρχικῆς ἀκεραιότητας, και ἔτσι μιά ἀπομάκρυνση ἀπό τή σοφία. Τό πνεῦμα τῆς σωφροσύνης εἶναι συνεπῶς αὐτή ἡ ἀκεραιότητα ἔξω ἀπό τήν ὁποία, ἐξ ὁρισμοῦ, δέν παραμένει τίποτε ἄλλο. Εἶναι ἡ ἐπιστροφή στή ζωή ὡς ἀκεραιότητα. Εἶναι ἡ χαρά τῆς νεοαποκτηθείσας ἀκεραιότητας, ἤ μ’ ἄλλα λόγια, ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀρμονία τοῦ πνεῦματος, τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καί τοῦ σώματος, ἡ χαρά τῆς σοφίας, ἡ χαρά τῶν “σώων φρένων”.
Μετά τή σωφροσύνη ἔρχεται ἡ “ταπεινοφροσύνη”. Γιά ἄλλη μιά φορά σημειῶστε πώς δέν εἶναι μόνο ταπείνωση, ἀλλά κυριολεκτικά “ταπεινή φρόνηση”, ἐπειδή ἡ λεξη ταπεινοφροσύνη, ὅπως και σωφροσύνη, μπορεῖ νά κατανοηθεῖ μέ διάφορους τρόπους. Μπορεῖ νά λάβει ἕνα δουλοπρεπή τόνο καί νά ἐκφράζει τήν περιφρόνηση κάποιου γιά τόν ἑαυτό του ὠς ἄνθρωπο, καί ἔτσι, μέ τόν τρόπο αὐτό νά ἐκφράζει περιφρόνηση γιά τούς ἀνθρώπους γενικά: “Εἶμαι τόσο μικρός, τόσο κακός, τόσο ἀδύνατος”. Ὄχι, τίποτε ἀπ’ ὅλη αὐτή τήν αὐτομεμψία δέν ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀληθινή χριστιανική ταπεινοφροσύνη, πού εἶναι ριζωμένη στή βίωση τοῦ ἀπεριόριστου βάθους τῆς ζωῆς. Αὐτή ἡ ταπεινοφροσύνη δέν προέρχεται ἀπό ἄγνοια καί ἀδυναμία, ἀλλά ἀπό σεβασμό, σοφία, κατανόηση, καί ἔτσι πηγάζει ἀληθινά ἀπό τό Θεό. Ὁ πεσμένος ἄνθρωπος εἶναι αὐτός ἀκριβῶς πού συνεχῶς αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη γιά περηφάνια, αὐτοεξύμνηση καί αὐτοδικαίωση, γιά ἕνα προπέτασμα καπνοῦ πού θά κρύβει τά μειονεκτήματά του ἀπό τούς ἄλλους, ἀκόμη δέ καί ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἐκεῖνοι πού εἶναι γνήσια καλοί, γνήσια σοφοί καί γνήσια ζωντανοί δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τήν ἔπαρση, ἐπειδή δέν ἔχουν τίποτε νά κρύψουν, καί συνεπῶς εἶναι ταπεινοί. Ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, λέει, “μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ” (Ματθ. 11,29). Ἔτσι στήν ταπεινοφροσύνη, ὅπως καί στήν ἀκεραιότητα, ἀποκαλύπτεται ἡ γνήσια σοφία, πού ἀκτινοβολεῖ καί θριαμβεύει ὡς “ταπεινό φρόνημα”.
Μετά τή σωφροσύνη καί τήν ταπεινοφροσύνη ἀκολουθεῖ τό πνεῦμα ὑπομονῆς. Γιατί ὁ Χριστιανισμός τήν τοποθετεῖ σέ τέτοιο βαθμό; Ποιά εἶναι ἡ ἀρετή τῆς ὑπομονῆς; Αὐτά εἶναι σημαντικά ἐρωτήματα, ἐπειδή ὁ Χριστιανισμός καί ἡ θρησκεία γενικότερα κατηγοροῦνται ἀπό τούς ἀντιπάλους τους πώς κηρύσσουν πάνω ἀπ’ ὅλα τήν ὑπομονή. Λένε μάλιστα πώς οἱ θρησκευόμενοι ἄνθρωποι, κηρύσσοντας την ὑπομονή, καί ὑποσχόμενοι μιά ἀντιμισθία στήν ἄλλη ζωή, ἐκτρέπουν τούς ἀνθρώπους ἀπό τοῦ νά ἀγωνίζονται γιά τήν ἐλευθερία, τούς ἐγκαταλείπουν στό κακό καί στήν ἀδικία, τούς μετατρέπουν σέ ὑπάκουους σκλάβους. Δέ θά ἔχουν ὅμως μᾶλλον καταλάβει: δέ μιλᾶμε ἐδῶ γι’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ὑπομονή. Ἐδῶ, στήν εὐχή αὐτη τῆς Σαρακοστῆς, ἡ ὑπομονή εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πίστης, τῆς ἐμπιστοσύνης, τῆς ἀγάπης· αὐτό εἶναι μᾶλλον ἀντίθετο ἀπό τοῦ νά ἀπορρίπτεις τό κάθετι μ’ ἕνα κούνημα τοῦ χεριοῦ καί νά λές “δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό ὑπομονή”. Ὄχι, ὑπομονή ἐδῶ σημαίνει πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος “δέ μᾶς ἀπέρριψε”, ἀλλά συνεχίζει νά μᾶς ἐμπιστεύεται, νά μᾶς πιστεύει. Καί αὐτή ἡ ὑπομονή προέρχεται μόνο ἀπό τήν πίστη πώς τό καλό εἶναι ἰσχυρότερο ἀπό το κακό, πώς ἡ ἀγάπη εἶναι δυνατότερη ἀπό τό μίσος, καί τελικά πώς ἡ ζωή εἶναι ἰσχυρότερη ἀπό τό θάνατο... Γι’ αὐτή λοιπόν τή θεία ἀρετή, τό θεῖο δῶρο τῆς ὑπομονῆς, προσευχόμαστε, ὥστε νά μή κλονιστεῖ ἡ ἐμπιστοσύνη μας, οὔτε νά ἐνδώσουμε στήν ἀδιαφορία, στήν ἀκαταδεξία, ἤ στό ἀποδοκιμαστικό κούνημα τοῦ χεριοῦ...

Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ ἐτήσιος ἐκκλησιαστικός κύκλος, Ἐκδόσεις Ἀκρίτας.