Διάβασα κάπου:
Ἕνας πατέρας γυρίζει σπίτι ἀπό τήν δουλειά ἀργά, κουρασμένος καί ἐκνευρισμένος. Στήν πόρτα τόν περιμένει ὁ 5χρονος γυιός του.
ΓΥΙΟΣ: Μπαμπά, μπορῶ νά σέ ρωτήσω κάτι;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναί, βεβαίως, τί εἶναι;
ΓΥΙΟΣ: Θέλω ἀκριβῶς νά ξέρω. Παρακαλῶ, πες μου πόσα παίρνεις στήν μιά μέρα;
ΠΑΤΕΡΑΣ: Ἐάν πρέπει νά ξέρης, παίρνω 50 € τήν μέρα.
ΓΥΙΟΣ: Ὤχ... ἀπάντησε το παιδί, μέ τό κεφάλι του κάτω καί συνέχισε… Μπαμπά, σέ παρακαλῶ, μπορεῖς νά μοῦ δανείσης 25€;
Ὁ πατέρας ἐξαγριωμένος τοῦ ἀπήντησε:
– Ἐάν ὁ μόνος λόγος πού ἐσύ ρώτησες εἶναι, ὥστε νά δανειστῆς κάποια χρήματα γιά νά ἀγοράσης ἕνα ἀνόητο παιχνίδι ἤ κάποιες ἄλλες ἀηδίες, τότε νά πᾶς κατ’ εὐθεῖαν στό δωμάτιό σου καί στό κρεββάτι σου. Σκέψου, γιατί εἶσαι τόσο ἐγωιστής. Δέν ἐργάζομαι σκληρά καθημερινά γιά τέτοιες παιδαριώδεις ἐπιπολαιότητες.
Τό μικρό παιδί πῆγε ἥσυχα στό δωμάτιό του καί ἔκλεισε τήν πόρτα. Ὁ μπαμπάς κάθισε σκεπτόμενος τήν ἐρώτησι τοῦ παιδιοῦ καί νευρίαζε περισσότερο.
Πῶς τόλμησε νά ὑποβάλλη τέτοια ἐρώτησι γιά νά πάρη μόνο κάποια χρήματα; Μετά ἀπό μιά περίπου ὥρα, ὁ μπαμπάς εἶχε ἠρεμήσει καί εἶχε ἀρχίσει νά σκέφτεται: Ἴσως εἶναι κάτι πού πρέπει πραγματικά νά ἀγοράση ὁ μικρός μέ τά 25 €, γιατί δέν ζητάει χρήματα πολύ συχνά.
Πῆγε στήν πόρτα τοῦ δωματίου τοῦ παιδιοῦ καί ἄνοιξε τήν πόρτα.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Κοιμᾶσαι, ἀγόρι μου;
ΓΥΙΟΣ: Δέν κοιμᾶμαι.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Σκεφτόμουν ὅτι ἴσως ἤμουν πάρα πολύ σκληρός μαζί σου νωρίτερα. Ἦταν μιά μεγάλη ἡμέρα καί ἔβγαλα τήν κούρασί μου σέ σένα. Ἐδῶ εἶναι τά 25 € πού μοῦ ζήτησες.
Τό παιδί ἔτρεξε κατ’ εὐθεῖαν ἐπάνω του χαμογελώντας.
«Σ’ εὐχαριστῶ μπαμπά!» φώναξε. Κατόπιν, πάει στό μαξιλάρι του καί βγάζει ἀπό κάτω κάποια τσαλακωμένα χρήματα. Ὁ πατέρας μόλις βλέπει ὅτι τό παιδί ἔχει ἤδη κάποια χρήματα, ἀρχίζει νά νευριάζη. Τό μικρό παιδί ἀρχίζει νά μετράη σιγά τά χρήματά του καί κοιτάζει τόν μπαμπά του.
ΠΑΤΕΡΑΣ: Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα, ἐφόσον ἔχεις ἤδη μερικά;
ΓΥΙΟΣ: Ἐπειδή δέν εἶχα ἀρκετά, ἀλλά τώρα ἔχω.
Μπαμπά, ἔχω 50 € τώρα. Μπορῶ νά ἀγοράσω μιά μέρα τοῦ χρόνου σου; Σέ παρακαλῶ, μεῖνε αὔριο σπίτι. Θά ἤθελα πολύ νά φᾶμε μαζί.
Ὁ πατέρας λύγισε. Ἀγκάλιασε τόν μικρό γυιό του καί ἱκέτευσε νά τόν συγχωρέση…
Καί σκέφθηκα:
Ἄχ, ἄν ἤξεραν οἱ γονεῖς…! Ἄν ἤξεραν οἱ γονεῖς τίς πραγματικές ἀνάγκες τῶν παιδιῶν τους! Τί εἶναι αὐτά πού γεμίζουν τήν ψυχούλα τους! Τί εἶναι αὐτά πού τά χαρίζουν ἀσφάλεια! Τί εἶναι αὐτά πού τά προσφέρουν ψυχική ἰσορροπία! Τί εἶναι αὐτά πού τά κάνουν χαρούμενα καί εὐτυχισμένα! Τότε, σίγουρα τότε, θά ἔβαζαν ἄλλες προτεραιότητες. Ἀλλιῶς θά ἀξιολογοῦσαν τίς ἀνάγκες τῶν παιδιῶν τους.
Ἀλήθεια, πιστεύουν οἱ γονεῖς πώς χτίζουν τήν εὐτυχία τῶν παιδιῶν τους μέ τίς παροχές σέ ὑλικά ἀγαθά; Πώς συντελοῦν στήν ὁλοκλήρωσι τῆς προσωπικότητός τους; Μέ ὅλα αὐτά τούς προσφέρουν, τάχα, τά ἐχέγγυα γιά μιά πετυχημένη ζωή;
Ἄχ! ἄν ἤξεραν οἱ γονεῖς πώς τά παιδιά τους, προπαντός, χρειάζονται τήν παρουσία τους, τά χάδια τους, τήν τρυφεράδα τους, τά παιχνίδια μαζί τους, τίς συζητήσεις! Πώς τούς χρειάζεται ἡ γνώμη τοῦ πατέρα! Ἔχουν ἀνάγκη νά νοιώθουν τοῦ σπιτικοῦ τους τή θαλπωρή, τῆς οἰκογένειας τή ζεστασιά! Νά νοιώθουν πώς ζοῦν καί κινοῦνται κάτω ἀπό τά στοργικά τους βλέμματα! Ὅτι οἱ γονεῖς τους εἶναι ἐκεῖ, ἴσως κουρασμένοι, ἀλλά ἤρεμοι καί πάντα ἐκεῖ, γιά νά συζητοῦν μαζί τους ὅ,τι τούς ἀπασχολεῖ!
Πηγή: Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεῦχος 468, Φεβρουάριος 2012.