Ἰσχυρός πύργος ἤ ἀνεμοδείκτης;



Στίς μικρές μεσαιωνικές πόλεις συναντᾷ κανείς συχνά ἴχνη φρουρίων καί πύργων, κι’ ἐκεῖ ἀκόμη πού ἀπό τά κτίρια πέτρες μόνο ἔχουν ἀπομείνει, δέν εἶναι σπάνιο νά βρῇ κανείς ἀκέραιο τόν ὑψηλό πύργο τοῦ παλιοῦ παλατιοῦ. Οἱ πύργοι λοιπόν αὐτοί, πού εἶδαν νά περνοῦν τόσοι αἰῶνες καί πού ἀτενίζουν μέ βλέμμα ἀπαθές τήν δίνη τῆς νέας ζωῆς μπροστά στά πόδια τους, πόσην ἰδέα μᾶς δίνουν γιά τόν ἄτεγκτο χαρακτῆρα! Ἀπό κάτω ὅλα ἀλλάζουν, ὅλα μεταβάλλονται, ὅλα ἐξελίσσονται· γίνονται πωλήσεις· γίνονται ἀγορές· ἀλλά τίποτα καί κανένας δέν μπορεῖ νά ἀλλοιώσῃ τό γρανίτη τους.
Οἱ παλιοί αὐτοί πύργοι συμβολίζουν τόν ἀκλόνητο χαρακτῆρα, πού μέ ἀνδρισμό ἐκτελεῖ τό ἀνθρώπινο καθῆκον. Ἄλλοτε ἦταν ὁ πύργος τό καλλίτερο καταφύγιο τῶν κατοίκων του· σήμερα τό καλλίτερο στήριγμα τῆς κοινωνίας εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχει χαρακτῆρα. «Μήν ἐγκαταλείψῃς ποτέ τήν θέσι, στήν ὁποία σ’ ἐτοποθέτησε ἡ κλίσις σου καί ἐκπλήρωσε τίς ὑποχρεώσεις, πού ἀπορρέουν απ’ αὐτήν»· εἶναι σάν νά σοῦ λένε οἱ σιωπηλές αὐτές πέτρες: «Ἀναλογίσου πόσα χρόνια ἐχρειάσθηκαν γιά τήν κατασκευή μου, πόσες μικρές πέτρες ἦταν ἀπαραίτητες, πόση δουλειά, καλή θέλησι καί ἱδρῶτας! Ἀλλά ὅλα τοῦτα δέν ἐπῆγαν χαμένα. Ζῷ ἀκόμα μετά ἀπό τόσους αἰῶνες!».
Δέν παρασύρεσαι εὔκολα στήν ἀπογοήτευσι, καλό μου παιδί, παρ’ ὅλη τήν καλή σου θέλησι; Πόσες φορές ἐμπῆκες στόν καλό δρόμο μέ νεανική ὄρεξι; Πόσες φορές ἔδωσες στόν ἑαυτό σου τήν ὑπόσχεσι νά ἐργασθῇς σοβαρά γιά τήν ἀνάπτυξι τοῦ χαρακτῆρος σου; Ἀλλά –δέν εἶναι ἔτσι;– μετά ἀπό μερικές ὧρες, μετά ἀπό μερικές ἡμέρες τό πολύ, ἔπεφτε ἡ φλόγα τοῦ ἐνθουσιασμοῦ σου, ὁ ζῆλος σου ἐχανόταν, κι’ ἐσύ ξαναβρισκόσουν στήν παλιά σου κατάστασι. Γιά νά χτισθῇ ὁ πύργος ἐχρειάσθηκαν χρόνια, ἴσως δεκάδες χρόνια· καί σύ θέλεις νά γίνῃς χαρακτῆρας μέσα σέ μιάν ἡμέρα μόνο; Ἐν τούτοις ξέρεις, ὅτι ἄν στήν ἀρχή ὁ δρόμος τῆς ἁμαρτίας εἶναι εὐχάριστος καί ἀνθόσπαρτος, ὕστερα ἀπό λίγο φρικτή μεταμέλεια περιμένει τόν ἁμαρτωλό· καί ὅτι ἄν στήν ἀρχή εἶναι δύσκολο νά εἶναι κανείς ἐνάρετος, μετά ἀπό λίγο ὁ δρόμος ἐκεῖνος θά γίνεται σιγά-σιγά ὁλοένα λιγώτερο σκληρός καί ὅτι στό τέρμα του θά βρεθῇ ἡ εἰρήνη τῆς γαληνεμένης συνειδήσεως.
Ἀλλά τί βλέπω ἐκεῖ στήν κορυφή τοῦ παλιοῦ πύργου; Κάτι πού δέν μένει στήν θέσι του ποτέ, καί γυρίζει πότε δεξιά, πότε ἀριστερά.. Ἀνεμοδείκτης. Δέν ἔχει οὔτε μόνιμη κατεύθυνσι, οὔτε βάσι σταθερή. Σχεδόν πάω νά πῶ ὅτι δέν ἔχει οὔτε ἀρχές, οὔτε χαρακτῆρα... Διότι, ἄν εἶχε, ἄδικα θά ἐφυσοῦσε ὁ ἄνεμος, αὐτός δέν θά ὑπάκουε... Τό νά ἐγκαταλείπῃ κανείς τίς ἀρχές του, τό νά ἐνεργῇ ἐναντίον τῶν πεποιθήσεών του, ἐπειδή κάτι τέτοιο εἶναι εὐκολώτερο ἤ ἐπειδή ἐξασφαλίζει πιό λαμπρή σταδιοδρομία, ἐπειδή φυσάει ὁ ἄνεμος ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, αὐτό εἶναι χαρακτηριστικά τοῦ ἀνεμοδείκτη. 
Καί ὅμως πόσοι τέτοιοι νέοι ὑπάρχουν!  Εἶναι ὅλοι ὅσοι δέν τά καταφέρνουν νά ὀρθοποδίσουν, ὅλοι ὅσοι εἶναι ακόμη ἀνήλικοι πνευματικῶς, πού περιφέρουν τά βλέμματα δεξιά κι’ ἀριστερά, γιά νά παρατηροῦν τί κάνει ὁ πλησίον.
Νά ἕνας ἀπ’ αὐτούς, πού τόν προειδοποιεῖ ἡ συνείδησί του: «Μή διαβάσῃς αὐτό τό βιβλίο· ἄκουσες νά λένε ὅτι εἶναι γεμᾶτο ἀπό ἠθικές βρωμιές. Γιατί ἀφήνει νά λερώνεται ὁ λευκός χιτῶνας τῆς ψυχῆς σου μέσα στό βουρκιασμένο νερό τοῦ μολυσμένου τούτου βάλτου;» Καλά· δέν θά τό διαβάσης. Ἔρχεται ὅμως ἕνας συμμαθητής: «Μικρέ μου ἅγιε, τί παιδί πού εἶσαι!», τοῦ λέει κοροϊδευτικά. «Ἐγώ μικρό παιδί;», καί νά, πιάνει τό βιβλίο, τό διαβάζει ὡς τήν τελευταία γραμμή, καί καταλερώνει τήν ψυχή του μέ τόν βοῦρκο, πού πειρέχει.
Νά ἕνας ἄλλος, πού τοῦ λέει ἡ συνείδησί του: «Μή πᾷς στήν παράστασι αὐτοῦ τοῦ ἔργου, αὐτῆς τῆς ταινίας! Ἄφησε αὐτήν τήν ἐπικίνδυνη συντροφιά!». Ἀλλά ἐκεῖνος σκέπτεται: «Τί νά κάνω; Οἱ ἄλλοι πηγαίνουν· οἱ ἄλλοι διασκεδάζουν μ’ αὐτό τόν τρόπο. Μόνο ἐγώ θά διαφέρω ἀπ’ αὐτούς;». Ναί, παιδί μου, μ’ αὐτό τόν τρόπο ἀκριβῶν σκέπτονται οἱ ἀνεμοδεῖκτες. Ἔ, λοιπόν, διάλεξε μόνος σου. Τί προτιμᾷς νά εἶσαι; Πύργος ἰσχυρός ἤ ἀνεμοδείκτης; Δοῦλος τοῦ τί θά λέῃ ὁ κόσμος ἤ δοῦλος τῆς συνειδήσεώς σου;


Από το βιβλίο του Tihamer Toth,  πιό πέροχη νίκη.