Σέ μιά ἀρχαία πόλι ὑπῆρχε, κάποτε, ἕνα ἄγαλμα πού παρίστανε τήν εὐκαιρία. Κάτω στό ἄγαλμα ἦταν γραμμένος ὁ ἀκόλουθος διάλογος:
– Πῶς ὀνομάζεσαι, ὦ ἄγαλμα;
– Εὐκαιρία
– Ποιός σέ κατεσκεύασε;
– ῾Ο Λύσιππος.
– Γιατί ἔχεις φτερά στά πόδια σου καί στέκεσαι στά δάκτυλα τῶν ποδιῶν σου;
– Γιά νά δείξω ὅτι δέν μένω παρά μόνον λίγες στιγμές.
– Γιατί τά μαλλιά σου εἶναι μπροστά μακρυά;
– Γιά νά μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά μέ πιάνουν, ὅταν περνῶ ἀπό κοντά τους.
– Γιατί ἔχεις πίσω φαλάκρα;
– Γιά νά ὑπενθυμίζω στούς ἀνθρώπους ὅτι, ἄν δέν μέ πιάσουν τήν ὥρα πού περνῶ ἀπό μπροστά τους, μετά θά μέ χάσουν.
Εὐκαιρίες, πολλές εὐκαιρίες δίδονται καθημερινῶς σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Πόσοι, ὅμως, ἠμποροῦν νά τίς ἐκμεταλλευθοῦν;
Οἱ εὐκαιρίες δέν δίδονται πάντοτε, μά ὅταν δίδωνται, ἔχουμε χρέος νά τίς ἐκμεταλλευώμαστε γιά τό καλό μας καί τήν πνευματική μας προκοπή. Ἂν τίς χάσουμε δέν θά τίς ξαναβροῦμε.
Ἀπό τό βιβλίο «Διαβάζοντας ξεκούραστα», τεῦχος Α΄, τοῦ Ἀρχιμ. Θεοφίλου Ζησοπούλου.