Στή λαύρα τῶν Πυργίων κατοικοῦσε ἕνας γέροντας. Ἦταν ὑπερβολικά ἀκτήμων, εἶχε δέ καί τό χάρισμα τῆς ἐλεημοσύνης. Μιά μέρα λοιπον ἦρθε κάποιος φτωχός στό κελί του ζητώντας ἐλεημοσύνη. Ὁ γέροντας δέν εἶχε τίποτε ἐκτός ἀπο ἕνα ψωμί, τό ὁποῖο ἔβγαλε καί ἔδωσε στό φτωχό. Τοῦ λέει ὁ φτωχός: «Δέν θέλω ψωμί, ἀλλά ροῦχο». Ὁ γέροντας, θέλοντας νά κάνει ἀκέραιο τό καλό, τόν πῆρε ἀπό τό χέρι καί τόν ἔμπασε στόν πύργο του. Ὁ φτωχός, ἐπειδή δέν βρῆκε τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπ’ αὐτό πού φοροῦσε ὁ γέροντας, συγκινήθηκε ἀπό τήν ἀρετή του, ἔλυσε τό σάκο του, ἄδειασε ὅ,τι εἶχε στή μέση τοῦ κελιοῦ καί τοῦ εἶπε: «Πάρ’ τα, καλόγερε, κι ἐγώ βολεύομαι ἀπ’ ἀλλοῦ».
Πηγή: «ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ», ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα.