Γιατί τό κακό



­Nίκου Νικολαΐδη
Καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν


Ἕνα εὔλογο ἐρώτημα ἀπασχολοῦσε ἀνέκαθεν τούς ἀνθρώπους: Γιατί τό κακό στόν κόσμο; Καί πολλοί, κατά καιρούς, εἴτε μέσα στά πλαίσια τῆς θρησκείας εἴτε τῆς φιλοσοφίας εἴτε, ἀκόμη, καί τῆς ἁπλῆς συλλογιστικῆς, προσπάθησαν νά δώσουν ἀπάντηση. Ἔτσι διαμορφώθηκαν διάφορα θρησκευτικά ἤ φιλοσοφικά ἤ κοινωνικά συστήματα, τά ὁποῖα ἀποπειράθηκαν νά λύσουν ἤ νά προσεγγίσουν τό ὅλο ζήτημα.
Τό ὅτι ὑπάρχει τό κακό αὐτό οὐδείς τό ἀμφισβητεῖ. Τό γιατί τό κακό; Αὐτό εἶναι τό πρόβλημα. Καί μάλιστα τό θέμα περί τοῦ κακοῦ εἶναι τεράστιο κεφάλαιο μέ πολλές παραμέτρους. Τό κακό ἐπισημαίνεται καί δρᾶ μέσα στήν κτίση ὅλη, σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γῆς, μέ ἐπίκεντρο καταλυτικῆς ἀναφορᾶς του τόν ἄνθρωπο. Ἀσθένειες, πόνος, πείνα, δίψα, ἐπιδημίες, πόλεμοι, κακουχίες, σεισμοί, ξηρασία, πλήμμυρες κ.ἄ. συνθέτουν ἤ καί ἐκφράζουν διαχρονικά τήν ἀπαίσια τοῦ κακοῦ ὕπαρξη 
Παραμένει, λοιπόν, τό ἐρώτημα καί τό συνακόλουθό του: Ποιός ὁ ὑπαίτιος τοῦ κακοῦ; Μήπως ὁ Θεός; Ἀπό πολύ παλιά, ναί, δόθηκε καί τούτη ἡ ἑρμηνεία. Ὁ δυαλισμός, ἕνα θρησκευτικό-φιλοσοφικό μόρφωμα ἔθεσε τόν Θεό ὑπό κατηγορία, ὅτι αὐτός ἐνέχεται ὡς ὁ πρωταίτιος τοῦ κακοῦ. Μάλιστα δίδασκε ὅτι ὑπάρχουν δύο παντοδύναμες θεότητες, ἡ μία τοῦ ἀγαθοῦ καί τοῦ καλοῦ καί ἡ ἄλλη τοῦ κακοῦ καί τοῦ πονηροῦ, ὅπου ἡ μία δημιουργεῖ καλά καί ἡ ἄλλη προκαλεῖ τά κακά στόν κόσμο. Καί ἐξαιτίας τῆς σύγκρουσης αὐτῶν τῶν δύο, ἀντιθέτων θεοτήτων, τελικά προέκυψε ἕνα δημιούργημα, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ σύμπλεγμα καλοῦ καί κακοῦ, ἀθλιότητας καί μεγαλείου. Καί τό τραγικό αὐτό κατασκεύασμα, εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, οἱ ταλαίπωροι, οἱ ὁποῖοι βιώνομε καθημερινά ἀλλά καί ἀπεργαζόμαστε τό καλό καί τό κακό ταυτόχρονα. Πιό πολλά γιά τό θέμα μπορεῖ νά βρεῖ κάποιος στό ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ «Διάλογος Ὀρθοδόξου καί Μανιχαίου». 
Εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα; Εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι τό ἀποτέλεσμα ἤ τά θύματα τῆς ἀντιπαλότητας, τῆς σύγκρουσης δύο ἐναντίων Θεῶν; Καί διαπορευόμαστε μέ τήν κακότητά μας μέσα στό φυσικό κόσμο, ὁ ὁποῖος εἶναι καί αὐτός προϊόν τοῦ κακοῦ Θεοῦ;
Ἡ ἐξήγηση τούτη εἶναι πλάνη καί μύθος. Γιατί ἔχει ὡς προέλευσή της τήν ἀνθρώπινη συλλογιστική. Ὑπάρχει σέ ὅλες τίς θρησκεῖες καί φιλοσοφίες ἕνα διαχρονικό ἀλλά παθογόνο γνώρισμα. Ποιό εἶναι αὐτό; Ἡ προσπάθεια νά μάθει καί νά ἑρμηνεύσει ὁ ἄνθρωπος, κάμνοντας χρήση μόνο τῶν δικῶν του δυνάμεων, τά διάφορα δεδομένα τοῦ προσώπου του, τοῦ Θεοῦ καί τοῦ περιβάλλοντός του. Γι᾿ αὐτό καί σκοντάφτει ὁ ἄνθρωπος. Γιατί προσκρούει αὐτή ἡ φυσική καί μεταφυσική παρόρμησή του στόν ἴδιο τόν πεπερασμένο καί ἀσθενή ἑαυτό του. Τοῦτο σημαίνει πώς καί ὅσα παράγει, ἐπί τοῦ προκειμένου, ὁ ἄνθρωπος εἶναι καί ἀτελῆ καί νοσηρά ἀλλά καί ἐπικίνδυνα. Ἄν θά μπορούσαμε νά χαρακτηρίζαμε τούτη τή λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, θά λέγαμε ὅτι ἡ κίνησή του αὐτή λέγεται καί εἶναι μιά ἐναγώνια προσπάθειά του νά ἀνακαλύψει τό Θεό, τόν κόσμο καί τόν ἑαυτό του. Ὅλα, λοιπόν, τά ἀποτελέσματα αὐτά, εἶναι ἐφευρήματα ἤ «ἀνακαλύψεις» τῆς ἀνθρώπινης διαδικασίας. Πόσο ὅμως ἀληθινά εἶναι;
Στό Χριστιανισμό ἤ ὀρθότερα στήν Ἐκκλησία δέν ἔχομε καμμία «ἀνακάλυψη». Γιατί δέν ὑπάρχει πουθενά καί ποτέ ἀνθρώπινη ἐπινόηση. Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι, ἑπομένως, ἀνακάλυψη ἀλλά ἀποκάλυψη, δηλαδή φανέρωση καί παράδοση ὅλων τῶν ἀναγκαίων περί ἀνθρώπου, κόσμου καί Θεοῦ πραγμάτων. Καί αὐτός, ὁ ὁποῖος τά ἀποκαλύπτει εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Χριστιανισμός λέγεται καί εἶναι ἀποκάλυψη καί μάλιστα θεία, καί γιά τό λόγο τοῦτο δέν μπορεῖ νά ἀποκαλεῖται θρησκεία, ὅπως κακῶς ἀπό κάποιους χαρακτηρίζεται, ἀλλά Ἐκκλησία. Αὐτή παρέλαβε ἀπό τό Θεό καί αὐτή διακρατεῖ τήν παράδοση ὡς τή θεία ἀποκάλυψη. Μέ πόση σαφήνεια καταθέτει τό γεγονός τοῦτο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν γράφει: «Γνωρίζω δέ ὑμῖν, ἀδελφοί, τό εὐαγγέλιον ὅ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὅ καί παρελάβετε, ἐν ᾧ καί ἑστήκατε δι᾿ οὗ καί σώζεσθε ... παρέδωκα γάρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὅ καί παρέλαβον ...» (Α΄Κορ. ιε΄1-3). Καί αὐτή ἡ συνείδηση τῶν ἱερῶν συγγραφέων καί παραληπτῶν τῆς θείας ἀποκάλυψης δέν εἶναι ἡ μοναδική. Ὑπάρχουν πολλές τέτοιες ἀναφορές. Ἔχομε προσέξει πῶς λειτουργοῦν οἱ Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη; Πάντοτε ὁμιλοῦντες, λέγουν: «Τάδε λέγει Κύριος...». Τοῦτο τί σημαίνει; Ὅτι δέν λαλοῦν αὐτοί, ἀλλά «δανείζουν» στό Θεό τό στόμα τους. Γι᾿ αὐτό καί στόν Προφήτη Ἱερεμία ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀναφορά, ὅπως ὁ ἴδιος γράφει, ὅταν ὁ Θεός, καλώντας τον, λέγει: «...καί ἐξέτεινε Κύριος τήν χεῖρα αὐτοῦ πρός με καί ἥψατο τοῦ στόματός μου, καί εἶπεν ...Ἰδού δέδωκα τούς λόγους μου εἰς τό στόμα σου» (1, 9). Αὐτό ὑπογραμμίζεται καί στήν ἑβραϊκή γλώσσα μέ τή λέξη «προφήτης», ἡ ὁποία ἀναγράφεται ὡς «ἀντιφήτης», πού σημαίνει, κατά τό ὀρθότερο, αὐτόν πού μιλᾶ ἀντί κάποιου ἄλλου, δηλαδή τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ προφήτης δέν προλέγει, ἀλλά ὁμιλεῖ στή θέση τοῦ Θεοῦ. 
Στό ἐρώτημα, λοιπόν, γιατί τό κακό καί ποιός ὁ αἴτιός του, ἀλάνθαστη δίνει τήν ἀπάντηση ὁ ἀποκεκαλυμμένος πιστός λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς πληροφορεῖ, ὅτι ἡ ἀπόπειρα τοῦ Ἑωσφόρου νά θελήσει νά ἐκθρονίσει τό Θεό (Ἠσ. 13, 12 κ.ἑ) συνεπέφερε, ὄχι μόνο τήν πτώση του, ἀλλά καί τή διαρκή ἄρνηση καί ἔχθρα του μέ τό Θεό καί ἄρα τήν ὑποστασιοποίηση τοῦ κακοῦ. Στό πλέγμα τοῦτο, δυστυχῶς, περιέπεσε καί ὁ ἄνθρωπος μέ τήν προπατορική του ἀστοχία (Γεν. 3, 1 κ.ἑ.). 
Γι᾿ αὐτό, τό κακό ἀπό μόνο του πουθενά δέν ὑπάρχει, ἀλλά πραγματώνεται, παίρνει ὕπαρξη-ὑποστασιοποιεῖται μόνο στό πρόσωπο εἴτε τοῦ σατανᾶ εἴτε τοῦ ἀνθρώπου. Στό ἐρώτημα, λοιπόν, γιατί τό κακό, ἡ ἀπάντηση ἔχει σχέση μέ τόν ἄνθρωπο καί δίνεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς ἑξῆς: «Τό κακόν εἶναι ἡ στέρησις τοῦ ἀγαθοῦ» (Ἰω. Δαμασκηνός). Ἄν δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἐφαρμόζει, ὑποστασιοποιεῖ τό ἀγαθό, τό καλό τοῦ Θεοῦ θέλημα, τότε τό κακό παύει καί νά ὑφίσταται καί νά δρᾶ.

Πηγή: Περιοδικό «Ἁγία Λυδία», τεῦχος 464, Ὀκτώβριος 2011.