Γράφει: ἡ Ἰωάννα Ἀλεξοπούλου
Ξεκίνησα νὰ χρησιμοποιῶ πολυτονικὸ σύστημα πρὶν ἀπὸ περίπου ἕξι μῆνες. Σὲ κάποιον μπορεῖ νὰ φαίνεται ἁπλᾶ μία ἰδιοτροπία… ἕνα καπρίτσιο. Ἴσως καὶ νὰ εἶναι ἔτσι. Ἐγὼ ὅμως εὐφραίνομαι γράφοντας κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο. Κοιτάζω τὶς λέξεις καὶ βλέπω μιὰν ὀμορφιά, μιὰν ἀρμονία, ὅταν ἔχουν τόνους καὶ πνεύματα, κάτι ποὺ δὲ συνέβαινε ὅταν ἔγραφα μὲ μονοτονικό. Πλέον μοῦ φαίνεται ἀδιανόητο τὸ νὰ γράψω σὲ μονοτονικό. Ἐπίσης μοῦ φαίνεται παράξενο ἕνα κείμενο γραμμένο σὲ μονοτονικό. Πιστεύω ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα στοιχεῖα της εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη καὶ μὲ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματά της.
Γράφοντας ἔτσι νοιώθω πολὺ συχνά, πὼς χρειάζεται νὰ ἀπολογηθῶ, νὰ ζητήσω συγχώρεση ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ γράφουν χωρὶς τόνους, σὰν νὰ ἔχω κάνει κάποιο παραστράτημα, ἁμάρτημα, ἔγκλημα, σὰν νὰ πρόδωσα τὸ κοπάδι μου θέλοντας νὰ εἶμαι ἀλλιῶς. Τὸ κάνω ὅμως γιατὶ νοιώθω πὼς μοῦ προσφέρει κάτι ποὺ χάνω ἂν δὲ βάλω τόνους ἢ πνεύματα.
Οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα σὰν σημάδια ἐπινοήθηκαν τὴν ἐποχὴ ποὺ ἄλλαζε ἡ προφορὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τοὺς ἀλεξανδρινοὺς χρόνους, ποὺ ἡ ἀπότομη αὔξηση τοῦ Ἑλληνικοῦ χώρου ἔφερε πολλοὺς νέους ὁμιλητές καὶ οἱ γραμματικοὶ τῆς ἐποχῆς ἤθελαν νὰ συγκρατήσουν μιὰ γραπτὴ ἀπόδοση αὐτῆς τῆς προφορᾶς καὶ νὰ τὴν διδάξουν στοὺς νέους ἑλληνοφώνους. Σὲ παλαιότερη ἐποχὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τὸ τελικὸ Ω τοῦ ρήματος ΕΡΩΤΩ προφερόταν διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὸ τοῦ ὀνόματος ΕΡΑΤΩ. Αὐτὴ τὴ διαφορὰ εἰσήγαγαν στὴ γραφὴ οἱ ἐπινοητὲς τῶν τόνων γράφοντας ῶ στὴν πρώτη περίπτωση καὶ ὼ ἢ ώ στὴ δεύτερη. Ὅσο γιὰ τὴ δασεῖα, αὐτὴ ἦταν οὐσιαστικὰ ἕνα γράμμα ποὺ προφερόταν παλαιότερα πάνω-κάτω ὅπως τὸ γερμανικὸ h (καὶ γραφόταν Η). Ὅταν ἄρχισαν νὰ ἀμφιβάλλουν ἂν ἦταν γράμμα ἢ ἰδιότητα τοῦ φθόγγου, ἄρχισε νὰ χρησιμοποιεῖται ἡ δασεῖα σὰν πιὸ διακριτικὸς τρόπος γιὰ νὰ σημειωθεῖ ἡ θέση τοῦ Η. Ἡ δὲ ψιλὴ ἦταν τὸ συμμετρικὸ τῆς δασείας: ἡ ἔλλειψη τοῦ παλαιότερου Η. Ἡ ἐπινόηση τῆς ψιλῆς ἦταν σοφὴ ἰδέα: ἂν ὑπῆρχε μόνο δασεῖα θὰ δινόταν ὑπερβολικὴ σημασία στὸ γράμμα ποὺ ἀντικαθιστοῦσε· μέσα ἀπὸ τὴ συμμετρία ψιλὴ / δασεῖα τὸ μάτι βλέπει πάντα ἕνα πνεῦμα ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀναγνωρίσει ἀμέσως τὸ ἀρχικὸ φωνῆεν ἢ τὴν ἀρχικὴ δίφθογγο μιᾶς λέξης καί, ταυτόχρονα, μὲ πιὸ διακριτικὸ τρόπο, μαθαίνει ἂν ἡ λέξη ξεκινοῦσε παλαιότερα ἀπὸ Η, δηλαδὴ «δασυνόταν».
Ἔχουμε τρεῖς τόνους στὸ πολυτονικό: τὴν ὀξεῖα, τὴ βαρεῖα καὶ τὴν περισπωμένη. Ὅταν μπαίνει σὲ μία συλλαβὴ ἡ ὀξεῖα, συμβαίνει ὅ,τι ἀκριβῶς δηλώνει καὶ ἡ ἴδια ἡ λέξη, δηλαδὴ ἡ συλλαβὴ ὀξύνεται, δηλαδὴ ἀνεβαίνει ἡ τονικότητα μὲ τὴν ὁποία προφέρεται ἡ συλλαβή. Ἀντίστοιχα ὅταν ἔχουμε βαρεῖα, ἡ συλλαβὴ βαρύνεται, δηλαδὴ ἡ τονικότητα πέφτει. Στὴν περισπωμένη (σπάω/σπῶ = λυγίζω + περί=γύρω ἀπὸ κάτι) ποὺ λεγόταν καὶ «ὀξυβάρεια», ἡ τονικότητα περισπᾶται, δηλαδή ἀνεβοκατεβαίνει. Μὲ τὸ πολυτονικό δὲν σημειώνουμε μόνον τοὺς φθόγγους τῶν γραμμάτων, ἀλλὰ καὶ τὴ μουσικότητα ποὺ περιέχουν ὅταν μιλοῦμε.
Πολλὰ εἶναι τὰ ὀφέλη τῆς χρήσης πολυτονικοῦ.
1. Κατ᾽ ἀρχήν, ὀξύνεται ἡ προσοχὴ μας διότι ἐλέγχουμε ἂν χρησιμοποιήσαμε τοὺς σωστοὺς τόνους ὥστε νὰ ἀποφύγουμε τυχὸν λάθη. Ἔτσι αὐξάνεται αὐτομάτως ἡ παρατηρητικότητά μας.
2. Διακρίνουμε καλύτερα τὴν ποσότητα τῶν συλλαβῶν, δηλαδὴ ποιὲς εἶναι βραχεῖες καὶ ποιὲς μακρές, ἄρα διευκολυνόμαστε στὴν ἐτυμολόγηση λέξεων καὶ στὴν εὕρεση γραμματικῶν τύπων.
3. Ἐπιπρόσθετα, μὲ τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα ἐπιτυγχάνεται ἡ διατήρηση τῶν γλωσσικῶν κανόνων, ποὺ δὲν ἐμποδίζει τὴν ἐξέλιξη τῆς γλώσσας, π.χ. ἐφόσον (ἐπὶ + ὅσον. Τὸ π τρέπεται σὲ φ διότι δασύνεται).
4. Πρακτικὰ τώρα,
α. μᾶς βοηθάει νὰ διαβάσουμε εὐκολότερα παλαιότερα κείμενα,
β. νὰ γράψουμε ἕνα κείμενο ποὺ ἀποδίδει καί τὶς λέξεις ποὺ νοηματικὰ θέλουμε νὰ ὑπερτονίσουμε μὲ τὸν ὀρθὸ τρόπο. (Αὐτὸ φαίνεται διαβάζοντας ἰδίως ποίηση ἢ κείμενα γραμμένα γιὰ νὰ ἀκουσθοῦν, ῥητορικά, λόγους ἢ κάθε εἴδους ἀπαγγελία).
5. Μποροῦμε εὐκολώτερα νὰ διακρίνουμε τὸ νόημα διαβάζοντας κάποιο κείμενο (π.χ. «ὁ καθηγητὴς μᾶς εἶπε» ἔναντι «ο καθηγητής μας είπε»).
Ὅταν ἡ εὐχαρίστηση καὶ ἡ ὀρθότητα τοῦ νοήματος ἔχει τόσα νὰ κερδίσει ἀπὸ τὴν πολυτονικὴ γραφή, γιὰ μένα δὲν εἶναι κόπος νὰ μάθω κάτι ποὺ μοῦ θυμίζει τὴν μουσικότητα ἑνὸς κειμένου. Ἡ λίγη παραπάνω προσπάθεια ποὺ μοῦ στοίχισε αὐτὴ ἡ γνώση ξέρω πὼς θὰ μὲ συντροφεύει μέχρι τὰ γεράματά μου. Γνωρίζω ἀκόμη πὼς ἂν κάποιος μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια διαβάσει αὐτὰ ποὺ γράφω, θὰ καταλάβει καὶ τὴν διάθεση καὶ τὴν συγκίνηση ποὺ μὲ ἔκανε νὰ πιάσω τὸ μολύβι καὶ νὰ ἀφήσω μερικὲς ἀράδες λέξεων πίσω μου σ᾽ἕνα χαρτί. Θὰ ἀκούσει τὴ φωνή μου, ὅπως ἐγὼ τὴν μίλησα.