Ὅλα τά παραμύθια εἶναι παράξενα. Πολύ παράξενα μάλιστα!
Μά πάντοτε πολύ διδακτικά.
Ἕνα παραμύθι μᾶς λέει, πῶς ἀπόχτησαν τά πουλιά φτερά.
Στήν ἀρχή ὁ Θεός εἶχε πλάσει τά πουλιά χωρίς φτερά. Μετά ἔκαμε τά φτερά. Τά ἔβαλε λοιπόν μπροστά τους. Καί τούς εἶπε:
― Θέλω αὐτά τά πράγματα, νά τά μεταφέρετε στήν ἀπέναντι πλαγιά!
Τά πουλιά εἶχαν τότε ὡραῖα χρώματα. Καί πολύ γλυκειές φωνές. Κελαηδοῦσαν συναρπαστικά. Καί ἡ ὀμορφιά τους γοήτευε. Μά δέν πετοῦσαν!
Κύτταξαν τήν δουλειά, πού τούς ἔβαζε ὁ Θεός. Τούς φάνηκε βάρος μεγάλο καί δυσβάστακτο! Καί κόντεψαν νά λιγοθυμήσουν στήν σκέψη: Πῶς θά πάρωμε ἐπάνω μας τέτοια βάρη; Καί μάλιστα γιά νά τά κουβαλήσουμε τόσο μακρυά; Καί μέ τόσο λεπτά καί ἀδύνατα ποδαράκια;
Ἡ στρουθοκάμηλος ἦταν πιό «προοδευτική» καί ἀποφασιστική.
Ἐκήρυξε ἀντίσταση. Μίλησε γιά ἐλευθεριά. Γιά δικαιώματα. Εἶπε, ὅτι δέν πρέπει νά καταστρέφουμε τήν ὀμορφιά τῆς ζωῆς κυνηγώντας τήν οὐτοπία τοῦ παραδείσου γιά τό «θέλημα τοῦ Θεοῦ..
Εἶπε, ὅτι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἦταν μιά σαδιστική τιμωρία!
Μά τελικά τά πουλιά ὑπάκουσαν. Καί ἐπῆραν τά φτερά στίς πλάτες τους. Καί τότε διαπίστωσαν, ὅτι εἶχαν πάρει ἐπάνω τους ὄχι βάρη, ἀλλά μιά μέχρι τότε ἄγνωστή τους δύναμη. Καί πέταξαν ἀνάλαφρα στόν οὐρανό.
Καί τότε, παρ’ ὅτι πουλιά, κατάλαβαν.
Μερικά πουλιά εἶχαν δείξει μεγάλη προθυμία νά κάμουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· καί εἶχαν πάρει ἐπάνω τους μεγάλη ποσότητα φτερά.
Μερικά ἄλλα ἐπῆγαν στενόκαρδα καί μικρόψυχα, Καί ἐπῆραν πολύ λίγα φτερά· ἤ καί τίποτε·
Μά τότε ἐκεῖνα πού ὀκνήσανε καί ἐγόγγυζαν, ἐζήλευαν τά πρόθυμα. Γιατί εἶχαν γίνει ἀετοι καί χελιδόνια.
Κατάλαβαν, πώς δέν ἦταν πραγματικά ἔξυπνη ἡ σκέψη τους νά κάμουν, ὅ,τι πιό λίγο μποροῦσαν γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί νά, ἔμειναν μέ πολύ λίγα φτερά (σάν τίς κότες). Καί ἡ στρουθοκάμηλος χωρίς καθόλου φτερά!