Αδέκαστος είναι αυτός που δεν είναι δυνατόν να δωροδοκηθεί, να επηρεαστεί. Λέμε π.χ. αυτός είναι αδέκαστος δικαστής ή είναι αδέκαστος κριτής.
Συνώνυμη λέξη είναι ο αδιάφθορος ενώ αντίθετη είναι η λέξη εξαγοράσιμος.
Αδέκαστος κατ' επέκταση σημαίνει αμερόληπτος και δίκαιος. Χρησιμοποιούμε τη λέξη λέγοντας: η δικαιοσύνη οφείλει να είναι αδέκαστη δηλαδή αντικειμενική, έντιμη.
Ετοιμολογία: προέρχεται από το α- στερητ. + δεκάζω < δέκ-ομαι. Αρχική σημ. κάνω κάποιον να δεχθεί δώρο.
Από το ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, του Γ. Μπαμπινιώτη.