Κάποιος ἄνθρωπος κληρονόμησε μεγάλο πλοῦτο ἀπό τόν πατέρα του. Ὅμως χρησιμοποίησε ὅλο τόν κληρονομημένο πλοῦτο γιά τό χτίσιμο, τή στερέωση καί τή διακόσμηση ἑνός σπιτιοῦ. Καί ζοῦσε μόνος σ’ αὐτό τό σπίτι. Οὔτε πήγαινε σέ κανέναν οὔτε δεχόταν κανέναν ἀπό τούς καλούς ἀνθρώπους. Γιά τόν ἑαυτό του δέν ἔδινε τίποτα· ὅλα γιά τό σπίτι. Ἄπλυτος, ἀχτένιστος, μέ κουρέλια, ἄσιτος, τσιγκούνης γιά τόν ἑαυτό του καί τούς ἄλλους, τά ἔδινε ὅλα μόνο γιά τό σπίτι, στό ὁποῖο ἔμενε. Χρόνια οἱ γείτονές του δέν μπόρεσαν νά δοῦν τό πρόσωπό του. Ἀλλά τό σπίτι του ἀπ’ ἔξω ἦταν τόσο στολισμένο, ὥστε ὁ καθένας ἀπό τούς ξένους καί τούς περαστικούς ἀναφωνοῦσε ἀπό θαυμασμό. Ἄκουγε ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος κάθε λόγο θαυμασμοῦ γιά τό σπίτι του, καί αὐτό ἦταν ἡ μόνη εὐχαρίστηση. «Πῶς νά ’ναι ἐκεῖνος πού κατοικεῖ σέ τέτοιο παλάτι!», ἀναρωτιόντουσαν οἱ περαστικοί. Ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ νοικοκύρη κανένας δέν εἶδε. Τελικά, ὅταν αὐτός σκόρπισε γιά τό σπίτι, ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε, ἔφερε τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό μέχρι ἀπελπισίας ἀπό τήν πείνα. Ὅμως μία μέρα χτύπησε κεραυνός τό σπίτι του, καί τό ἔκαψε. Καί τό σπίτι κάηκε από τίς φλόγες, καί ἐκεῖνος μέ δυσκολία σώθηκε βγαίνοντας στόν δρόμο. Βλέποντας τον ὁ λαός στήν πόλη, φοβήθηκε, ἀφοῦ ἦταν σάν σκιάχτρο: μαῦρος, ξερός, κουρελιασμένος, ἀκάθαρτος. Καί ὁ καθένας τόν ἀπέφευγε σάν κάποιο τέρας. Στήν ἀπελπισία του πῆρε τόν δρόμο πού ὁδηγοῦσε ἔξω ἀπό τήν πόλη, οὔτε ξέροντας καί ὁ ἴδιος πού πάει. Στόν δρόμο τόν συνάντησαν κάποιοι τσιγγάνοι, καί εἶπαν μεταξύ τους: αὐτός εἶναι ταιριαστός γιά τό ἐμπόριό μας! Κι ἔτσι οἱ τσιγγάνοι τόν ἔπιασαν, τόν παραμόρφωσαν ἀκόμα περισσότερο, τοῦ ἔβγαλαν τά μάτια, τοῦ ἔσπασαν τά χέρια καί τά πόδια, καί ἔφυγαν μαζί του γιά να ζητιανεύουν ἀνά τόν κόσμο.
Ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος παριστάνει τήν ψυχή τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ὁ μεγάλος πλοῦτος εἶναι τά μεγάλα δῶρα τοῦ Θεοῦ. Τό χτίσιμο, τό στερέωμα καί τό στόλισμα ἑνός σπιτιοῦ σημαίνει τή φροντίδα ἀποκλειστικά γιά τό σῶμα καί τή σαρκική ζωή. Ἀφρόντιστος, κουρελιασμένος καί ἄσιτος ἄνθρωπος εἶναι ἡ παραμελημένη, γυμνή καί ἄσιτη ψυχή μέσα στό σῶμα. Ὁ κεραυνός εἶναι ὁ ξαφνικός θάνατος. Οἱ ἄνθρωποι στήν πόλη, οἱ ὁποῖοι τόν ἀποστρέφονται σάν κάποιο τέρας, εἶναι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀποστρέφονται τή σιχαμερή ψυχή τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Οἱ τσιγγάνοι σημαίνουν τά μαῦρα δαιμόνια, πού ἀγαποῦν καί πιάνουν ὅμοιούς τους.
Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς «Δεν φτάνει μόνο η πίστη», ἐκδόσεις ΕΝ ΠΛΩ.