Δέν μπόρεσαν νά μαλώσουν


Δύο ἀσκηταί ζοῦσαν ἀγαπημένοι μέσα σέ μιά ἔρημο. Μιά ἡμέρα, ἐκεῖ πού συζητοῦσαν ὠφέλιμα καί σοβαρά, εἶπε ὁ ἕνας:
– Ἀδελφέ, ποτέ δέν φιλονικήσαμε. Θά πείραζε νά μαλώσουμε καμμιά φορά; Τό θέ­λεις; Ἂς ἐπιχειρήσουμε νά δοῦμε πῶς μα­λώνουν οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους.
– Πῶς ὅμως; 
– Νά βάλουμε αὐτό τό κανάτι στή μέση. Ἐγώ θά λέω εἶναι δικό μου, ἐσύ θά λές εἶναι δικό σου καί ἔτσι θ’ ἀρχίση ὁ καυγᾶς.
Μπῆκε, λοιπόν, τό κανάτι.
– Δικό μου, λέει ὁ ἕνας εἶναι τό κανάτι. 
– ῎Ε, ἀφοῦ εἶναι δικό σου, ἀπάντησε ὁ ἄλλος, πάρτο καί πήγαινε στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ. 
῎Ετσι, δέν μπόρεσαν νά μαλώσουν οἱ δυό ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ μεταξύ τους.
Σ’ αὐτό τό σημεῖο ἀρετῆς καί τελειότη­τος πρέπει νά φθάση ὁ ἄνθρωπος, ὥστε νά εἶναι ἀμετακίνητος ἀπό τό ἀγαθό καί ἀκλινής πρός τό κακό. Ἔτσι μᾶς θέλει ὁ Θεός νά ζοῦμε, χωρίς ἔριδες καί μίση, ἀλλά πάντα ἀδελφωμένοι καί ἀγαπημένοι. Ποτέ δέν πρέπει γιά τιποτένια πράγματα νά χάνουμε τήν γαλήνη μας καί νά χαλνοῦμε τίς καρδιές μας.


Ἀπό τό βιβλίο «Διαβάζοντας ξεκούραστα», τεῦχος Α΄, τοῦ Ἀρχιμ. Θεοφίλου Ζησοπούλου.