ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΗ



Ενας οδοιπόρος ταξιδεύει στην Ελλάδα. Είναι ξένος. Έχει μάθει πως η γη αυτή είναι ιερή, πως κάθε σπιθαμή της είναι δεμένη με ιστορία...
Πέφτοντας πίσω από το καλλίδρομο, ο ξένος βρίσκει ένα βοσκό.
Ο ξένος ξέρει πως πλησιάζει σ’ έναν από τους κορυφαίους χώρους του κόσμου. Καί λέει στο βοσκό:
– Τι τόπος είναι αυτός εδώ; Πώς λέγεται το μέρος;
Ο βοσκός λέει απλά.
– Τον λένε Θερμοπύλια.
Ο ξένος αισθάνεται να τον κυριεύει δυνατή συγκίνηση. Λέει:
– Ξέρεις τι είναι οι Θερμοπύλες; Ξέρεις τι έγινε εδώ;
– Ξέρω, λέει γαλήνια ο βοσκός, σαν να λέει την πιο απλή ιστορία του κόσμου. Το έμαθα απ’ το πατέρα μου. Απ’ τον πάππο μου. Εδώ, λέει, τους σταματήσαμε!
Δεν ξέρει να πει τους «βαρβάρους«, δεν ξέρει να πει τους «Πέρσες»...

Πιο πέρα ο οδοιπόρος περνά ένα γεφύρι. Ρωτά έναν άλλο βοσκό, που βρίσκεται εκεί κοντά:
–Έχει όνομα τούτο το γεφύρι;
–Έχει. Το λένε Αλαμάνα.
–Έγινε τίποτα εδώ;
–Εδώ τους κρατήσαμε, λέει ο βοσκός...

Ο Οδοιπόρος αφήνει τη στεριά και μπαίνει σ’ ένα καΐκι, που ταξιδεύει στο Αιγαίο. Θα μπαρκάρουν από την Κούλουρη με το πέσιμο του ήλιου... 
– Ξέρεις; λέει ο μούτσος του καϊκιού στον ξένο. Εδώ έγινε το μεγάλο κακό. Και δείχνει τα νερά της Σαλαμίνας.
– Σώπα, εσύ! Τι ξέρεις, εσύ, από αυτά; βάζει μπροστά ο καπετάνιος το μούτσο. Έλα να σου πω εγώ, λέει στον ξένο.
Κι ενώ από πάνω τους τα πρώτα άστρα γράφουν ατάραχα την αργή πορεία τους, ο καπετάνιος του καϊκιού, πού φεύγει για το Αιγαίο, διηγείται στον ξένο τι έγινε τη μακρινή μέρα σε τούτα τα νερά...
– Που τα ξέρεις όλα αυτά; τον ρωτάει ο ταξιδιώτης.
– Εγώ; αναρωτιέται ο καπετάνιος. Τα πήρα απ’ τον πατέρα μου, αυτός τα πήρε απ’ τον πατέρα του. Έτσι το ’χουμε εμείς.

Τη νύχτα έχει πολλά άστρα. Είναι πια έξω από το Σαρωνικό, βρίσκονται στο Αιγαίο. Και τότε ο ξένος ξαπλωμένος στην κουπαστή του καϊκιού ακούει το μούτσο να του λέει παράξενα παραμύθια για την Κυρά της θάλασσας του, για τη Γοργόνα. Έχει, λέει, στις πλάτες της χρυσά φτερούγια κι όλο τριγυρίζει στα πέλαγα γυρεύοντας το χαμένο αδελφό της, το Μέγα Αλέξανδρο, που χάθηκε στις χώρες της Αραπιάς.
– Τι γύρευε στα μέρη της Αραπιάς ο Μέγας Αλέξανδρος; Ρωτάει ο ξένος.
Ο μούτσος δεν ξέρει το λόγο... Λέει απλά:
– Θα πήγε, φαίνεται, να λευτερώσει τους ανθρώπους.

Την άλλη μέρα το καΐκι βρίσκεται στ’ ανοιχτά της Χίου. Ο ήλιος αστράφτει πάνω στα μικρά κύματα. Ο ξένος κοιτάζει θαμπωμένος και αμίλητος το παιχνίδι του νερού και του φωτός. Το κοιτάει κι ο καπετάνιος. Όμως γι’ αυτόν αυτό εδώ δεν είναι μόνο παιχνίδι από νερό και φως.
– Εδώ, λέει, ο Κανάρης...

Έτσι ζει μέσα σε τούτο το λαό των βοσκών και των ψαράδων, απλά και χωρίς επίδειξη, συνέχεια και ιδανικό ζωής, το πάθος για την Ελευθερία.
Όταν, πριν από εκατόν εξήντα περίπου χρόνια ήρθε η ώρα του δουλωμένου λαού να τα βάλει με μιαν αυτοκρατορία, όλος ο κόσμος γύρισε κατά πάνω του τα μάτια.
– Τι θα κάμουν; είπαν οι ξένοι κουνώντας το κεφάλι. Είναι αδύναμοι και ο εχθρός τους είναι φοβερός. Αυτό που κάνουν είναι τρέλα!
Και αληθινά ήταν τρέλα. Όμως από τέτοιες τρέλες είναι συνθεμένο το μεγαλείο της Ελλάδας...
Ηλίας Βενέζης