Εἰς τόν θάνατον τοῦ Παύλου Μελᾶ



Τόν Ζέζα τόν γνωρίσατε, τόν εἴδατε τόν Μίκη,
πού σήμερα λαχτάρησε βουνό κι ἀρματολίκι;
Κοντά σέ κάποιαν ἐκκλησιά, χωριοῦ προσκυνητάρι,
πού παλληκάρια θάψανε πανώριο παλληκάρι,
χλωρή δαφνούλα φύτρωσε νά στεφανώσει τώρα
μιά σκλάβα μαυροφόρα.

Στά ματωμένα σπλάχνα της τήν ὀμορφιά της θάβει,
κι ἀπ’ τήν σβησμένη του ματιά
πῆραν ψυχή, πῆραν φωτιά
ξεψυχισμένοι σκλάβοι.

Τι στρατιώτης ἔπεσε στή γῆ της ζηλευτός!...
Λυπᾶται, μά καί χαίρεται κανείς μέ τόν χαμό του...
Τιμῆς καί δόξης θάνατος ὁ θάνατος αὐτός,
Μπροστά στήν τόση δόξα του ξεχάνεις τόν καημό του.

Κι ἀντήχησαν ἀντίλαλοι: στόν Βούλγαρο πελέκι,
τιμή στοῦ Ζέζα το σπαθί, τοῦ Μίκη τό τουφέκι.
Κι ὁ Λεπενιώτης ἄστραψε κοντά του κι ὁ Βλαχάβας,
κι ἐκλείσανε τά χείλη του μ’ ἕνα φιλί τῆς σκλάβας.

Δάσκαλοι, πού τίς σάρκες των ἐσπάραξαν κοράκοι,
παπάδες ἐθνομάρτυρες πού ψήθηκαν σάν Διάκοι,
χειροπιασμένοι σίμωσαν νά δοῦν τό λείψανό του.

Χρυσή ψυχή, πού πήγαινες τό θάνατο νά λάχεις,
ἀπό μαρτύρων στόματα χίλια συγχώρια νά ’χεις...

                                                                                     Γεώργιος Σουρής