Οἱ πατέρες τῆς λαύρας τοῦ ὁσίου Σάββα παρήγγειλαν στόν τιμιώτατο πατέρα Ἰωάννη τόν Ἡσυχαστή νά διακόψη τήν παραμονή του στήν περιοχή τοῦ Ρουβᾶ, να ἐπιστρέψη στήν λαύρα καί νά ἡσυχάζη στό κελλί του, γιά νά γλυτώση ἀπό τίς ἐπιθέσεις τῶν βαρβάρων.
Ὅμως ὁ θεσπέσιος Ἰωάννης χαιρόταν στήν ἡσυχία, ἀπελάμβανε σ’ αὐτή θεία γλυκύτητα καί δέν ἤθελε νά τήν στερηθῆ. Συλλογιζόταν καί ἔλεγε στόν ἑαυτό του τά ἑξῆς:
- Ἐάν δέν φροντίζη γιά μένα ὁ Θεός, γιατί τότε νά ζῶ;
Ἔχοντας ἔτσι ἐμπιστευθῆ τήν ζωή του στόν Ὕψιστο, παρέμενε ἀβλαβής ἀπό τούς βαρβάρους.
Ὁ Θεός πού πάντοτε φροντίζει γιά τούς δούλους Του, ἀνέθεσε σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή στούς ἀγγέλους νά φυλάξουν τόν ὅσιό Του. Καί θέλοντας νά τόν πληροφορήση γιά τήν πρόνοιά Του, τοῦ ἔστειλε αἰσθητό φύλακα ἕνα τεράστιο καί φοβερό λιοντάρι, νά τόν προστατεύη μέρα καί νύχτα ἀπό τόν κίνδυνο τῶν βαρβάρων.
Βέβαια, ὅταν εἶδε τήν πρώτη νύχτα τό λιοντάρι νά κοιμᾶται κοντά του, δείλιασε λίγο, ὅπως ὁ ἴδιος διηγήθηκε. Ὅταν ὅμως τό ἔβλεπε μέρα καί νύχτα νά τόν ἀκολουθῆ ἀκατάπαυστα καί νά τόν προστατεύη ἀπό τούς βαρβάρους, εὐχαριστοῦσε τόν Θεό.
Πηγή: Ἀπό τό βιβλίο «Χαρίσματα καί χαρισματοῦχοι», τόμος 1ος, Ἐκδόσεις Ι.Μ. Παράκλητου.