Κοντά στόν Θεό...




Πόσο κοντά στόν Θεό μπορεῖ νά βρεθῆ ὁ ἄνθρωπος; Ποιά εἶναι ἡ σχέσις του μαζί Του; Καί ποιές οἱ προϋποθέσεις, ὥστε ὁ Θεός νά ἀκούη τίς προσευχές μας; 
Σ’ αὐτά τά ἁπλά, ἀλλά θεμελιώδη γιά τόν χριστιανικό μας βίο, ἐρωτήματα, ἔρχεται νά ἀπαντήση ὁ ἱ. Χρυσόστομος μέ τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ

Εἴμεθα στρατιῶται τοῦ οὐράνιου βασιλέως καί ἔχουμε ἐνδυθῆ τά πνευματικά ὅπλα. Διατί, λοιπόν, ἡ ζωή μας νά ὁμοιάζη μέ τήν ζωήν τῶν καπήλων καί ἀγυρτῶν, ἤ καλύτερα τῶν σκωλήκων; Διότι ὅπου εἶναι ὁ βασιλεύς, ἐκεῖ πρέπει νά εἶναι καί ὁ στρατιώτης. Καθ’ ὅσον ἔχουμε γίνει στρατιῶται, ὄχι τῶν εὑρισκομένων μακράν τοῦ βασιλέως, ἀλλά τῶν πλησίον αὐτοῦ. Διότι ὁ μεν ἐπίγειος βασιλεύς δέν θά ἦτο δυνατόν ν’ ἀνεχθῆ νά εὑρίσκωνται ὅλοι οἱ στρατιῶται στά ἀνάκτορά του, οὔτε παρά τό πλευρόν του, ἐνῶ ὁ οὐράνιος βασιλεύς θέλει ὅλοι νά εὑρίσκωνται κοντά στόν βασιλικό θρόνο.
Καί πῶς εἶναι δυνατόν, θά πῆ κάποιος, ἐνῶ εὑρισκόμεθα ἐδῶ νά ἱστάμεθα κοντά σ’ ἐκεῖνον τόν θρόνο; Εἶναι, διότι καί ὁ Παῦλος, ἐνῶ εὑρίσκετο στήν γῆ, ἵστατο ὅπου τά Σεραφείμ, ὅπου τά Χερουβίμ, καί πλησιέστερα στό Χριστό μάλιστα, ἀπό ὅ,τι αὐτοί οἱ ἀσπιδοφόροι τοῦ βασιλέως. Διότι αὐτοί μέν περιφέρουν τά βλέμματά των πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις, ἐκεῖνος, ὅμως, τίποτε δέν ἐσκέπτετο ἄλλο, οὔτε παρεσύρετο ἀπό τίποτε ἄλλο, ἀλλ’ ὅλην τήν προσοχήν του τήν εἶχε στραμμένη πρός τόν βασιλέα.
Ποιός πατέρας ποτέ θά ἦταν δυνατόν νά ὑπακούση τόσο εὔκολα στά τέκνα του; Ποιά μητέρα εἶναι τόσο προετοιμασμένη καί περιμένει συνεχῶς, μήπως καί τήν ζητήσουν ποτέ τά παιδιά της; Δέν ὑπάρχει κανείς, οὔτε πατέρας, οὔτε μητέρα· μόνον ὁ Θεός ἵσταται καί περιμένει συνεχῶς, μή τυχόν καί τόν καλέση κάποτε κάποιος ἀπό τούς δούλους Του, καί οὐδέποτε ὁ Θεός παρήκουσε αἴτημά μας πού ἔγινε ὅπως πρέπει.
Ἄς Τόν παρακαλέσουμε, λοιπόν, ὅπως ἀκριβῶς Αὐτός θέλει νά Τόν παρακαλοῦμε. Ἀλλά πῶς θέλει; «Διάκοπτε», λέγει, «καθε δεσμό μέ τήν ἀδικία, ἀκύρωσε τίς συμφωνίες ἐκεῖνες πού ἔκανες μέ τήν χρῆσι βίας καί ξέσχισε κάθε ἄδικη συμφωνία. Τρέφε μέ τόν ἄρτο σου τόν πτωχόν καί φιλοξένησε στόν οἶκον σου τούς πτωχούς ἀστέγους. Ἐάν δῆς γυμνό, ἔνδυσέ τον, καί μή τόν περιφρονήσης ἀπό τούς οἰκείους σου. Τότε θά λάμψη ἀμέσως τό φῶς σου, καί θά προβάλουν οἱ πληγές πού θεράπευσες, καί θά προπορεύεται ἔμπροσθέν σου ἡ ἀρετή σου, καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θά σέ ἀκολουθῆ πάντοτε. Τότε θά μέ ἐπικαλεσθῆς καί θά ἀκούσω στήν πρό­σκλησίν μου. Ἐνῶ θά ὁμιλῆς σύ, θά πῶ· Ἰδού ἐγώ εἶμαι παρών».
Διότι δέν εἶπε νά ἀνεβῆς ὑψηλότερα ἀπό τό βουνό, νά διασχίσης τό πέλαγος, νά σκάψης τόσα καί τόσα πλέθρα γῆς, νά μείνης νηστικός, νά φορέσης σάκκο, ἀλλ’ εἶπε, δῶσε στούς οἰκείους σου ἀπό τόν ἄρτο σου, ξέσχισε τίς ἄδικες συμφωνίες. Τί εἶναι εὐκολώτερο ἀπό αὐτά;

Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, εἰς τό κατά Ματθαῖον ὁμιλία νδ, ΕΠΕ, τ. 11

Πηγή: Περιοδικό «ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ», τεῦχος 414, Αὔγουστος 2007.